ΑΠΩΝ Ο ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Όλο αυτό το διάστημα απέφευγα να τοποθετηθώ για το ζήτημα του βιβλίου ιστορίας της Στ’ δημοτικού όχι γιατί ήταν ένα θέμα που έκανε τσιζ, εξάλλου ποτέ δεν φοβήθηκα τις προκλήσεις, αλλά διότι υπάρχουν επιστημονικές προκείμενες γύρω από το θέμα που αδυνατούσα και αδυνατώ να πάρω θέση. Φυσικά τα πολιτικά ερωτήματα αλλά και τα ζητήματα που ανοίγονται από την εξέλιξη του θέματος επηρεάζει και θα επηρεάσει σύμπασα την κυρίαρχη πολιτική σκηνή.
Η εξέλιξη γύρω από την ιστορία της Στ’ δημοτικού φανερώνει την σύγκρουση ανάμεσα στους αποδομιστές( μεταμοντέρνους) κοσμοπολίτες και στους εθνικιστές. Δηλαδή ανάμεσα στις δυο αυτές πτέρυγες της κυρίαρχης ιδεολογίας που διεκδικούν επιστημονική τεκμηρίωση αλλά πολιτική νομιμοποίηση.
Πτέρυγες που έχουν άμεση σχέση με το πώς βλέπει η ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Με το όπως δηλαδή είναι έτοιμος να προσαρμοσθεί στην νέα καπιταλιστική πραγματικότητα και με το πώς μικροαστικά αλλά ακόμη και εργατικά στρώματα μπορούν να ενσωματωθούν και με ποιους όρους μπορεί να γίνει αυτή η ενσωμάτωση, εάν μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτή την νέα καπιταλιστική πραγματικότητα. Γιατί όπως είναι προφανές ενσωμάτωση δεν σημαίνει η διαμεσολάβηση της μουγκαμάρας του κοινωνικού φόβου και της κοινωνικής ανασφάλειας αλλά τα συμφέροντα τους να αντιπροσωπεύονται στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας έστω και σε χαμηλότερη θέση ισχύος στην καπιταλιστική ιεραρχία.
Η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ στην λογική της προσαρμογής στην οικονομία της αγοράς και της συμμαχίας με τους εκσυγχρονιστές αποδομιστές γύρω από την μεταρρύθμιση στην παιδεία(οι 1000 της Γιαννάκου) δοκίμασε ένα ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα στους εθνικιστές και τους αποδομιστές, ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις παγκόσμιες αυτοκρατορικές προσταγές και τα εθνικιστικά φαντασιακά και απέτυχε. Μόνο που αυτή την αποτυχία την πλήρωσε η Γιαννάκου αλλά και το ΠΑΣΟΚ ως το ρεύμα του εκσυγχρονιστικού ευρωπαϊσμού. Αντίθετα η ενίσχυση του ΚΚΕ, ΛΑΟΣ, αλλά και ως ένα σημείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενίσχυση των κριτικών και πολεμικών αντιλήψεων απέναντι στο παγκόσμιο αποδομιστικό παράδειγμα, αν και δεν πρόκειται για αντιλήψεις που ψάχνουν μια νέα χειραφετική σύνθεση πέρα από τον μοντέρνο και το μεταμοντέρνο. Είναι απόλυτα ενσωματωμένες στο σχετικιστικό σύμπαν που τα πάντα επιτρέπονται αν και ως συνήθως «αυτός που έχει μαχαίρι τρώει πεπόνι»
Ιδιαίτερα η ενίσχυση της ακροδεξιάς, η ενίσχυση του ΛΑΟΣ έδειξε το δρόμο που ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση του Καραμανλή για να εξασφαλίσει πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες στο επίπεδο του εποικοδομήματος ανοίγοντας το δρόμο για την επίθεση στα πολύμορφα λαϊκά συμφέροντα. Με την απόσυρση του βιβλίου της Στ’ δημοτικού αλλά και με την αδιάλλακτη θέση της στο ζήτημα της fyrom-«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» η ΝΔ καλύπτει τα νότα της προς τα δεξιά για να επιτεθεί προς τα αριστερά της.
Προωθώντας ένα εθνικισμό που όχι μόνο θα στέκεσαι εμπόδιο στον νεοφιλελευθερισμό αλλά θα διαμορφώνει μια τέτοια κυρίαρχη ιδεολογία, προσαρμοσμένη στα μέτρα της νέας τάξης πραγμάτων που θα εξηγεί και θα δικαιολογεί τις εθνικιστικές ανοησίες στο όνομα του καλού της εθνικής οικονομίας. Που όπως είναι γνωστό δεν είναι τίποτε άλλο από το καλό των ελλήνων καπιταλίστων.
Αυτό που έλειπε από την ιστορία του βιβλίου της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού είναι ένας σαφής διεθνιστικός λόγος που θα διαχωριζόταν τόσο από τον αποδομίστικο κοσμοπολιτισμό όσο και από τον εθνικισμό. Αυτό που έγινε είναι οι αντιεθνικιστικοί κύκλοι της αριστεράς να συμμαχήσουν με τους αποδομιστές, την στιγμή που την ίδια περίοδο η αριστερά των κινημάτων είχε ανοίξει πόλεμο μαζί τους για το ζήτημα της μεταρρύθμισης και η αντιιμπεριαλιστική πτέρυγα ζήτησε την απόσυρση του βιβλίου συντασσόμενη, αντικειμενικά, με τους εθνικιστές.
Εξάλλου η πρώτη συνεχίζει να έχει αυταπάτες για τον αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο υπερκρατικών ολοκληρώσεων(ΕΕ) ενώ η δεύτερη πτέρυγα συνεχίζει να βλέπει ίσως με άλλο τρόπο και μορφή την αντίληψη του «σοσιαλισμού σε μόνο μια χώρα» και τον εθνοκεντρικό της χαρακτήρα.
Ένα βιβλίο ιστορίας δεν μπορεί πάρα να εκφράζει την κυρίαρχη ιδεολογία και το πώς αυτή ενσωματώνει πλευρές των λαϊκών συμφερόντων και αναγκών, που στην παρούσα φάση αυτά τα λαϊκά συμφέροντα αδυνατεί η κυρίαρχη ιδεολογία να τα ενσωματώσει. Για αυτό το λόγο ο εθνικισμός πάντα ήταν ένα ύστερο εργαλείο για να εκτρέψει αυτό λαϊκό παράγοντα και την δυναμική που αυτός δημιουργεί σε ακίνδυνους για το σύστημα δρόμους.
Εν τέλει η απόσυρση του βιβλίου αποτελεί ολοφάνερη νίκη των εθνικιστικών κύκλων και σε αυτό δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρός αντίλογος, ένα γεγονός που σηκώνει τον πήχη της ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης με την ακροδεξιά και την ΝΔ μέσα σε ένα πλαίσιο που ενισχύονται τα άκρο, όποτε είναι αναγκαιότητα να ενισχυθεί ο διεθνιστικός επαναστατικός λόγος.
Αυτό που θα μπορούσε με ένα συγκροτημένο τρόπο να κάνει ένα επαναστατικό διεθνιστικό κίνημα , εάν υπήρχε τέτοιο, είναι να αποκαλύψει σε όλο το εύρος του τις αντιφάσεις της σύγκρουσης κοσμοπολιτών-εθνικιστών, προτάσσοντας συνολικότερα ένα άλλο απελευθερωτικό πολιτισμό που θα περιέκλειε και μια θέση για το ζήτημα των βιβλίων γενικά και για το ζήτημα της «αντικειμενικότητας» της επιστήμης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτη φορά γράφω στο μπλογκ σου αλλά ρίχνω βλέμμα συχνά-πυκνά. Πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για το θέμα της ιστορίας της στ δημοτικού. Πράγματι, είναι ανησυχητικό ότι στην απόσυρση του βιβλίου συνέβαλε τελικά ο εθνικιστικός/ακροδεξιός αντίλογος και όχι η επισταμένη αριστερή-διεθνιστική κριτική που είχε γίνει επί μακρόν τον περασμένο χρόνο από πλήθος αριστερών πενών. Ενδεικτικά αναφέρω τις αναλύσεις του καθηγητή Γ. Μαργαρίτη και του Στάθη Σταυρόπουλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρόλ' αυτά, η αντιμετώπιση του θέματος από την ηγεσία του ΣΥΝ ήταν τουλάχιστον απαράδεκτη, ειδικά από τη στιγμή που ταύτισε τη μαρξιστική καταδίκη του βιβλίου από το ΚΚΕ με τις χριστοδουλικές και καρατζαφερικές μπουρδολογίες.
Αυτό που ίσως είναι αισιόδοξο είναι ότι στο ίντερνετ και στα μπλογκ επικράτησε αυτή η κριτική ενάντια στο βιβλίο παρά η εθνικιστική, το ανάποδο δηλαδή με αυτό που έγινε στα μεγάλα αστικά ΜΜΕ.