Οι ιδιωτικοποιήσεις των ελεύθερων δημόσιων χώρων στα Γιάννενα και η τοπική αντίσταση
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΛΕΞ ΜΠΕΓΚΑ ΣΤΙΣ «ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ 2008»
Το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων ελεύθερων χώρων, αναδεικνύεται σήμερα στη χώρα μας στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ως ένα κομμάτι της διαδικασίας άλωσης των δημόσιων υποδομών από το ιδιωτικό κεφάλαιο, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, υπό την ηγεμονία της νεοκλασικής σχολής οικονομικής σκέψης.
Με μόνο κριτήριο την οικονομική αποτελεσματικότητα, εξυφαίνεται από τη δεκαετία του 90, τη δεκαετία του εκσυγχρονισμού, το πλέγμα των ιδιωτικοποιήσεων. Παραδίνονται αργά αλλά συνειδητά, νευραλγικοί τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου στον ιδιωτικό τομέα, όπως οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, η ενέργεια, το ασφαλιστικό σύστημα. Παράλληλα μειώνεται η δημόσια χρηματοδότηση τεχνικών έργων υποδομών, προκρίνεται η συγχρηματοδότηση με Συμβάσεις Παραχώρησης πρώτα, Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα σήμερα (ΣΔΙΤ) και ιδιωτικοποιείται έτσι η κατασκευή και κυρίως η μακροχρόνια εκμετάλλευση οδικών, σιδηροδρομικών, λιμενικών έργων καθώς και κοινωνικών υποδομών, όπως νοσοκομεία, σχολεία, πυροσβεστικοί σταθμοί, αλλά και κοινωφελών υποδομών, δικτύων ύδρευσης, αποχέτευσης, άρδευσης, βιολογικών καθαρισμών. Διακυβεύονται τέλος ο δημόσιος χαρακτήρας της υγείας, της παιδείας, των ελεύθερων χώρων, της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.
Η περίπτωση των ιδιωτικοποιήσεων των ελεύθερων δημόσιων χώρων λαμβάνει κυρίως χώρα στην πόλη, στον αστικό χώρο και αφορά στην άλωση από ιδιώτες εδαφικών εκτάσεων, που έχουν δημόσιο ή δημοτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, είναι αδόμητες ή εν μέρει δομημένες, φιλοξενούν εγκαταστάσεις ποικίλων χρήσεων δημοσίου χαρακτήρα, έχουν ελεύθερη πρόσβαση για τους πολίτες, ή πρόσβαση έναντι χαμηλού αντιτίμου.
Στις μετασχηματιζόμενες ελληνικές πόλεις, η περίοδος του ιστορικού πυρήνα αλλά και του πυκνοδομημένου κέντρου, που περιβάλλεται από προάστια και εν συνεχεία την ύπαιθρο, έχει αντικατασταθεί από τη φάση της πολυκεντρικής και άτακτα εκτεινόμενης συγκέντρωσης, αρχής γενομένης από την πρωτεύουσα. Παρόλα αυτά παραδοσιακές αστικές τυπολογίες, όπως η πλατεία, το πάρκο, οι υπαίθριοι κινηματογράφοι, η συνοικία με τα αστικά κενά, διατηρούσαν τη βαρύτητα τους μέχρι τη δεκαετία του 90, ως τόποι με υπόσταση και περιεχόμενο, καθώς γέμιζαν με δράσεις τις καθημερινότητες.
Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με σοσιαλιστικό μανδύα, τόσο στην κεντρική διοίκηση, όσο και στην αυτοδιοίκηση, όρισε τους ελεύθερους δημόσιους χώρους ως εμπόρευμα, η διαχείριση του οποίου, θα ακολουθούσε εφεξής τους κανόνες της αγοράς. Η υφαρπαγή τους από τους πολίτες και η μετατροπή τους σε χώρους ιδιωτικού πλουτισμού και κερδοσκοπίας, δρομολογήθηκαν την περίοδο του εκσυγχρονισμού. Κύριοι μηχανισμοί για την προώθηση αυτής της πολιτικής υπήρξαν η απαξίωση, η υποχρηματοδότηση, η κακοδιαχείριση, αλλά και η ιδεολογική υποβολή της κακοδαιμονίας και αναποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα, καθώς και το καταναλωτικό ατομικιστικό πρότυπο.
Οι πολίτες σταδιακά έπαψαν να κάνουν χρήση των ελεύθερων χώρων, αποκόπηκαν από αυτούς και ωθήθηκαν να γίνουν καταναλωτές, διασκεδάζοντας κυρίως σε χώρους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, πηγαίνοντας τα παιδιά τους σε κλειστούς παιδότοπους, αφήνοντας εντέλει τους δημόσιους χώρους στα πιτσιρίκια και στους μετανάστες. Χωρίς υπερασπιστές και με μια γενικευμένη φιλολογία για την ανικανότητα του δημόσιου τομέα, ελεύθερες δημόσιες εκτάσεις μεταφέρθηκαν σε ιδιώτες με δικαιώματα δόμησης, καθώς με ειδικές πολεοδομικές ή χωροταξικές ρυθμίσεις μετατράπηκαν σε χώρους προς ανοικοδόμηση και εκμετάλλευση, με μακροχρόνιες παραχωρήσεις που ισοδυναμούν με πωλήσεις, απαγορεύοντας την ελεύθερη πρόσβαση στους πολίτες.
Στην περίπτωση της πρωτεύουσας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έδρασαν σαν δούρειος ίππος καθώς γενίκευσαν την ανατροπή του ρυθμιστικού σχεδίου και πρόκριναν την αξιοποίηση μεγάλων αδόμητων εκτάσεων μητροπολιτικής εμβέλειας, με γνώμονα την οικονομική εκμετάλλευση από ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων. Θυμίζω ότι στις κατευθύνσεις του ρυθμιστικού ήταν ο σχεδιασμός πάρκων, στις περιοχές Γουδί, Ελαιώνα, Ελληνικού όπως και η ανάπλαση και δημόσια χρήση του παραλιακού μετώπου στο Σαρωνικό. Με μοχλό την κατασκευή και εγκατάσταση ολυμπιακών υποδομών, με δαπάνες δημοσίων πόρων, αλλά στην αρμοδιότητα της ανώνυμης εταιρίας Ολυμπιακά Ακίνητα, δρομολογήθηκε, μία απίστευτη κρατική αυθαιρεσία εις βάρος της περιουσίας του ελληνικού λαού. Τα Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε. δεν δίστασαν να παραχωρήσουν σε ιδιώτες προς εκμετάλλευση, ως μετα-ολυμπιακή αξιοποίηση, τμήματα της παραλίας του Σαρωνικού, (μαρίνα ιστιοπλοΐας ολυμπιακών), της περιοχής του Γουδιού, (γήπεδο badmington) και της περιοχής του Ελαιώνα, (γήπεδο Παναθηναϊκού), με αποτέλεσμα οι μελέτες του ρυθμιστικού να μένουν ανενεργές, αλλά να έχουν ενεργοποιηθεί οι πολίτες διεκδικώντας τον ελεύθερο χώρο και την ελεύθερη πρόσβαση, με αποκορύφωμα τα γεγονότα στο Δήμο του Ελληνικού και το άνοιγμα των παραλιών στους πολίτες.
Στην περίπτωση της πόλης μας δεν θυμάμαι με ποια ακριβώς έκταση, ή δημοτική εγκατάσταση άρχισε η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων. Με αργά βήματα η Όαση και η Κυρα-Φροσύνη από δημοτικές επιχειρήσεις αναψυχής έγιναν ιδιωτικές, κλειστές και αισθητικά απαράδεκτες, παραπέμποντας σε Χαβάη η Ινδονησία. Δεδομένης της απέχθειας των πολιτών για τις υπηρεσίες του δήμου, της αμηχανίας μπροστά σε μία πολιτική δράση που μόλις άρχιζε να εκτυλίσσεται του βαθύτατου χάους της αριστεράς και της ανυπαρξίας παράδοσης κινηματικών δράσεων σχετικών με τις ιδιωτικοποιήσεις οι αντιδράσεις ήταν χλιαρές. Οι τόνοι ιδεολογικής αντιπαράθεσης άρχισαν να ανεβαίνουν, όταν προτάθηκε από τη δημοτική αρχή Παπασταύρου, η δημιουργία του υπόγειου πάρκινγκ της κεντρικής πλατείας και ο εγκλεισμός της Όασης του Κωνσταντινίδη, σε ένα γυάλινο κέλυφος προσφορά της μελέτης στο νέο ιδιώτη-ενδιαφερόμενο, ώστε να αυξηθεί η κάλυψη και η εκμετάλλευση.
Το μέτωπο της αντίστασης στις ιδιωτικοποιήσεις που στην περίπτωση των Ιωαννίνων έβλαψαν και την αρχιτεκτονική κληρονομιά (με την κατεδάφιση του Ξενία και την τσιμεντοποίηση του περιβάλλοντος χώρου της Όασης), αρχίζει να συντάσσεται στις αρχές της δεκαετίας που διάγουμε, ως Επιτροπή Αγώνα Πολιτών για την διάσωση της πλατείας αρχικά, για την Όαση μετά, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και την αυθαιρεσία των διοικούντων γενικά.
Προέκυψε σαν πρωτοβουλία για την υπεράσπιση των δημόσιων χώρων ως δημόσιου αγαθού, αλλά και σαν αναγκαιότητα καταγγελίας, στην κοινωνία και στους θεσμούς, της αντιλαϊκότητας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς στο δημοτικό συμβούλιο εξέλειπε κάθε ίχνος αντίστασης στα σχέδια της δημοτικής αρχής των μεγαλοεργολάβων (Θεμελιοδομή) και μεγαλοεπιχειρηματιών (Καρούζος). Μέσα από τις διεκδικήσεις και τους αγώνες της, για την πλατεία, το Ξενία, την εγκατάσταση του ΚΤΕΛ στο Μάτσικα, επανέφερε τη συμμετοχή, το ενδιαφέρον και την αγωνιστικότητα των πολιτών για το μέλλον της δικής τους συλλογικής περιουσίας και το σενάριο κοινωνικής αξιοποίησης των δημόσιων υποδομών.
Με την αγωνιστική της στάση κατέδειξε τους άθλιους χειρισμούς του ιδιωτικού κεφαλαίου και τη στάση της δημοτικής αρχής δίπλα σε αυτό, απέναντι στο ενεργό κομμάτι της κοινωνίας. Στάση με χαρακτήρα απαξιωτικό, καταγγελτικό, κατασταλτικό.
Με τις ανοιχτές γενικές συνελεύσεις και τον διάλογο που αναπτύχθηκε, δόθηκε περιεχόμενο στην έννοια της δημοκρατίας και διευκολύνθηκε η συνάντηση και η συνεύρεση διαφορετικών πολιτικών ομάδων της αριστεράς, του αντιεξουσιαστικού χώρου, ανθρώπων με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, πράγμα που αποτέλεσε βάση συνεργασιών και αγωνιστικής αντιμετώπισης και γενικότερων πολιτικών ζητημάτων που προέκυψαν.
Μέσα από τις παρεμβάσεις της ανέδειξε εν μέρει με προτάσεις που έκανε το όραμα για μια εναλλακτική ανάπτυξη της πόλης βασισμένης στις συλλογικές ανάγκες και το δημόσιο συμφέρον. Αν και πραγματικότητα είναι, πως το μεγάλο κομμάτι των ιδιωτικοποιήσεων πραγματοποιήθηκε και τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται μακράν της αντιμετώπισης καθημερινών αστικών προβλημάτων και αποφάσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης, συλλογικά, το αίτημα της ύπαρξης και ενδυνάμωσης θυλάκων υπεράσπισης των δημόσιων ελεύθερων χώρων, παραμένει επίκαιρο, καθώς οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνεχίζουν να ασκούνται.
Άλεξ Μπέγκα
Για τις «Αναιρέσεις»
13/06/08
Το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων ελεύθερων χώρων, αναδεικνύεται σήμερα στη χώρα μας στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ως ένα κομμάτι της διαδικασίας άλωσης των δημόσιων υποδομών από το ιδιωτικό κεφάλαιο, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, υπό την ηγεμονία της νεοκλασικής σχολής οικονομικής σκέψης.
Με μόνο κριτήριο την οικονομική αποτελεσματικότητα, εξυφαίνεται από τη δεκαετία του 90, τη δεκαετία του εκσυγχρονισμού, το πλέγμα των ιδιωτικοποιήσεων. Παραδίνονται αργά αλλά συνειδητά, νευραλγικοί τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου στον ιδιωτικό τομέα, όπως οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, η ενέργεια, το ασφαλιστικό σύστημα. Παράλληλα μειώνεται η δημόσια χρηματοδότηση τεχνικών έργων υποδομών, προκρίνεται η συγχρηματοδότηση με Συμβάσεις Παραχώρησης πρώτα, Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα σήμερα (ΣΔΙΤ) και ιδιωτικοποιείται έτσι η κατασκευή και κυρίως η μακροχρόνια εκμετάλλευση οδικών, σιδηροδρομικών, λιμενικών έργων καθώς και κοινωνικών υποδομών, όπως νοσοκομεία, σχολεία, πυροσβεστικοί σταθμοί, αλλά και κοινωφελών υποδομών, δικτύων ύδρευσης, αποχέτευσης, άρδευσης, βιολογικών καθαρισμών. Διακυβεύονται τέλος ο δημόσιος χαρακτήρας της υγείας, της παιδείας, των ελεύθερων χώρων, της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.
Η περίπτωση των ιδιωτικοποιήσεων των ελεύθερων δημόσιων χώρων λαμβάνει κυρίως χώρα στην πόλη, στον αστικό χώρο και αφορά στην άλωση από ιδιώτες εδαφικών εκτάσεων, που έχουν δημόσιο ή δημοτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, είναι αδόμητες ή εν μέρει δομημένες, φιλοξενούν εγκαταστάσεις ποικίλων χρήσεων δημοσίου χαρακτήρα, έχουν ελεύθερη πρόσβαση για τους πολίτες, ή πρόσβαση έναντι χαμηλού αντιτίμου.
Στις μετασχηματιζόμενες ελληνικές πόλεις, η περίοδος του ιστορικού πυρήνα αλλά και του πυκνοδομημένου κέντρου, που περιβάλλεται από προάστια και εν συνεχεία την ύπαιθρο, έχει αντικατασταθεί από τη φάση της πολυκεντρικής και άτακτα εκτεινόμενης συγκέντρωσης, αρχής γενομένης από την πρωτεύουσα. Παρόλα αυτά παραδοσιακές αστικές τυπολογίες, όπως η πλατεία, το πάρκο, οι υπαίθριοι κινηματογράφοι, η συνοικία με τα αστικά κενά, διατηρούσαν τη βαρύτητα τους μέχρι τη δεκαετία του 90, ως τόποι με υπόσταση και περιεχόμενο, καθώς γέμιζαν με δράσεις τις καθημερινότητες.
Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με σοσιαλιστικό μανδύα, τόσο στην κεντρική διοίκηση, όσο και στην αυτοδιοίκηση, όρισε τους ελεύθερους δημόσιους χώρους ως εμπόρευμα, η διαχείριση του οποίου, θα ακολουθούσε εφεξής τους κανόνες της αγοράς. Η υφαρπαγή τους από τους πολίτες και η μετατροπή τους σε χώρους ιδιωτικού πλουτισμού και κερδοσκοπίας, δρομολογήθηκαν την περίοδο του εκσυγχρονισμού. Κύριοι μηχανισμοί για την προώθηση αυτής της πολιτικής υπήρξαν η απαξίωση, η υποχρηματοδότηση, η κακοδιαχείριση, αλλά και η ιδεολογική υποβολή της κακοδαιμονίας και αναποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα, καθώς και το καταναλωτικό ατομικιστικό πρότυπο.
Οι πολίτες σταδιακά έπαψαν να κάνουν χρήση των ελεύθερων χώρων, αποκόπηκαν από αυτούς και ωθήθηκαν να γίνουν καταναλωτές, διασκεδάζοντας κυρίως σε χώρους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, πηγαίνοντας τα παιδιά τους σε κλειστούς παιδότοπους, αφήνοντας εντέλει τους δημόσιους χώρους στα πιτσιρίκια και στους μετανάστες. Χωρίς υπερασπιστές και με μια γενικευμένη φιλολογία για την ανικανότητα του δημόσιου τομέα, ελεύθερες δημόσιες εκτάσεις μεταφέρθηκαν σε ιδιώτες με δικαιώματα δόμησης, καθώς με ειδικές πολεοδομικές ή χωροταξικές ρυθμίσεις μετατράπηκαν σε χώρους προς ανοικοδόμηση και εκμετάλλευση, με μακροχρόνιες παραχωρήσεις που ισοδυναμούν με πωλήσεις, απαγορεύοντας την ελεύθερη πρόσβαση στους πολίτες.
Στην περίπτωση της πρωτεύουσας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έδρασαν σαν δούρειος ίππος καθώς γενίκευσαν την ανατροπή του ρυθμιστικού σχεδίου και πρόκριναν την αξιοποίηση μεγάλων αδόμητων εκτάσεων μητροπολιτικής εμβέλειας, με γνώμονα την οικονομική εκμετάλλευση από ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων. Θυμίζω ότι στις κατευθύνσεις του ρυθμιστικού ήταν ο σχεδιασμός πάρκων, στις περιοχές Γουδί, Ελαιώνα, Ελληνικού όπως και η ανάπλαση και δημόσια χρήση του παραλιακού μετώπου στο Σαρωνικό. Με μοχλό την κατασκευή και εγκατάσταση ολυμπιακών υποδομών, με δαπάνες δημοσίων πόρων, αλλά στην αρμοδιότητα της ανώνυμης εταιρίας Ολυμπιακά Ακίνητα, δρομολογήθηκε, μία απίστευτη κρατική αυθαιρεσία εις βάρος της περιουσίας του ελληνικού λαού. Τα Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε. δεν δίστασαν να παραχωρήσουν σε ιδιώτες προς εκμετάλλευση, ως μετα-ολυμπιακή αξιοποίηση, τμήματα της παραλίας του Σαρωνικού, (μαρίνα ιστιοπλοΐας ολυμπιακών), της περιοχής του Γουδιού, (γήπεδο badmington) και της περιοχής του Ελαιώνα, (γήπεδο Παναθηναϊκού), με αποτέλεσμα οι μελέτες του ρυθμιστικού να μένουν ανενεργές, αλλά να έχουν ενεργοποιηθεί οι πολίτες διεκδικώντας τον ελεύθερο χώρο και την ελεύθερη πρόσβαση, με αποκορύφωμα τα γεγονότα στο Δήμο του Ελληνικού και το άνοιγμα των παραλιών στους πολίτες.
Στην περίπτωση της πόλης μας δεν θυμάμαι με ποια ακριβώς έκταση, ή δημοτική εγκατάσταση άρχισε η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων. Με αργά βήματα η Όαση και η Κυρα-Φροσύνη από δημοτικές επιχειρήσεις αναψυχής έγιναν ιδιωτικές, κλειστές και αισθητικά απαράδεκτες, παραπέμποντας σε Χαβάη η Ινδονησία. Δεδομένης της απέχθειας των πολιτών για τις υπηρεσίες του δήμου, της αμηχανίας μπροστά σε μία πολιτική δράση που μόλις άρχιζε να εκτυλίσσεται του βαθύτατου χάους της αριστεράς και της ανυπαρξίας παράδοσης κινηματικών δράσεων σχετικών με τις ιδιωτικοποιήσεις οι αντιδράσεις ήταν χλιαρές. Οι τόνοι ιδεολογικής αντιπαράθεσης άρχισαν να ανεβαίνουν, όταν προτάθηκε από τη δημοτική αρχή Παπασταύρου, η δημιουργία του υπόγειου πάρκινγκ της κεντρικής πλατείας και ο εγκλεισμός της Όασης του Κωνσταντινίδη, σε ένα γυάλινο κέλυφος προσφορά της μελέτης στο νέο ιδιώτη-ενδιαφερόμενο, ώστε να αυξηθεί η κάλυψη και η εκμετάλλευση.
Το μέτωπο της αντίστασης στις ιδιωτικοποιήσεις που στην περίπτωση των Ιωαννίνων έβλαψαν και την αρχιτεκτονική κληρονομιά (με την κατεδάφιση του Ξενία και την τσιμεντοποίηση του περιβάλλοντος χώρου της Όασης), αρχίζει να συντάσσεται στις αρχές της δεκαετίας που διάγουμε, ως Επιτροπή Αγώνα Πολιτών για την διάσωση της πλατείας αρχικά, για την Όαση μετά, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και την αυθαιρεσία των διοικούντων γενικά.
Προέκυψε σαν πρωτοβουλία για την υπεράσπιση των δημόσιων χώρων ως δημόσιου αγαθού, αλλά και σαν αναγκαιότητα καταγγελίας, στην κοινωνία και στους θεσμούς, της αντιλαϊκότητας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς στο δημοτικό συμβούλιο εξέλειπε κάθε ίχνος αντίστασης στα σχέδια της δημοτικής αρχής των μεγαλοεργολάβων (Θεμελιοδομή) και μεγαλοεπιχειρηματιών (Καρούζος). Μέσα από τις διεκδικήσεις και τους αγώνες της, για την πλατεία, το Ξενία, την εγκατάσταση του ΚΤΕΛ στο Μάτσικα, επανέφερε τη συμμετοχή, το ενδιαφέρον και την αγωνιστικότητα των πολιτών για το μέλλον της δικής τους συλλογικής περιουσίας και το σενάριο κοινωνικής αξιοποίησης των δημόσιων υποδομών.
Με την αγωνιστική της στάση κατέδειξε τους άθλιους χειρισμούς του ιδιωτικού κεφαλαίου και τη στάση της δημοτικής αρχής δίπλα σε αυτό, απέναντι στο ενεργό κομμάτι της κοινωνίας. Στάση με χαρακτήρα απαξιωτικό, καταγγελτικό, κατασταλτικό.
Με τις ανοιχτές γενικές συνελεύσεις και τον διάλογο που αναπτύχθηκε, δόθηκε περιεχόμενο στην έννοια της δημοκρατίας και διευκολύνθηκε η συνάντηση και η συνεύρεση διαφορετικών πολιτικών ομάδων της αριστεράς, του αντιεξουσιαστικού χώρου, ανθρώπων με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, πράγμα που αποτέλεσε βάση συνεργασιών και αγωνιστικής αντιμετώπισης και γενικότερων πολιτικών ζητημάτων που προέκυψαν.
Μέσα από τις παρεμβάσεις της ανέδειξε εν μέρει με προτάσεις που έκανε το όραμα για μια εναλλακτική ανάπτυξη της πόλης βασισμένης στις συλλογικές ανάγκες και το δημόσιο συμφέρον. Αν και πραγματικότητα είναι, πως το μεγάλο κομμάτι των ιδιωτικοποιήσεων πραγματοποιήθηκε και τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται μακράν της αντιμετώπισης καθημερινών αστικών προβλημάτων και αποφάσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης, συλλογικά, το αίτημα της ύπαρξης και ενδυνάμωσης θυλάκων υπεράσπισης των δημόσιων ελεύθερων χώρων, παραμένει επίκαιρο, καθώς οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνεχίζουν να ασκούνται.
Άλεξ Μπέγκα
Για τις «Αναιρέσεις»
13/06/08
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου