ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΩΝ «ΠΑΝΩ» ΚΑΙ ΤΩΝ «ΚΑΤΩ»
Ζούμε την εντονότερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού εδώ και πολλές δεκαετίες˙ όχι πως το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα είχε ξεφύγει ποτέ και με ενα συνολικό τρόπο , από την κρίση του μακρού κύματος του 1974. Απεναντίας η επιτυχία του συστήματος από το 1974 έως τα τώρα είχε ως βάση την διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης του 1974.
Μια επιτυχία που φυσικά είχε ως βάση της το βάθεμα της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας( πολύμορφοι συνδυασμοί σχετικής με απόλυτης υπεραξίας), την εκμετάλλευση των φυσικών πηγών, των ενεργειακών ροών˙ την εφεύρεση νέων πεδίων εκμεταλλευτικής του δράσης( γενετικό υλικό, νέες τεχνολογίες, υπεράσπιση της πνευματικών δικαιωμάτων, εκμετάλλευση του ελεύθερου χρόνου, δημόσιου τόπου και χώρου, εκμετάλλευση της ανθρώπινης εμπειρίας και επινοητικότητας). Δηλαδή ένας καπιταλισμός που δεν αφήνει πεδίο χωρίς να οικοδομήσει τείχη μιας ακόμη πιο βαθιάς και πολύμορφης περιχαράκωσης των «κοινών» και εκμετάλλευσης. Με αλλά λόγια ένας ολοκληρωτικός καπιταλισμός.
Αυτό όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά και οξύνει τις αντιφάσεις και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Τόσο στην σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, στην ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση στους επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς, όσο και στα πεδία σύγκρουσης που αυλακώνεται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό πλέγμα.
Κατά τα συνέπεια ήταν θέμα χρόνου οι ριζικές αντιφάσεις του συστήματος να ξαναβγούν στην επιφάνεια σε ακόμη πιο οξεία μορφή. Μια κρίση που δεν έχει βρει ακόμη τις απαντήσεις της που θα το βγάλουν από την κρίση του. Αν στην κρίση του 1929, επιλέχθηκε να αναλάβει το κράτος να σώσει τον καπιταλισμό και να αναπτύξει την βιομηχανία και τις νέες παραγωγικές δυνάμεις , ύστερα από την καταστροφή των παλαιών δυνάμεων στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο˙ αν το 1972 σε αντίθετη κατεύθυνση, επιλέχθηκε να ιδιωτικοποιηθεί το σύμπαν, για να δημιουργηθούν νέα πεδία παραγωγής κέρδους και υπεράξιας, τι μέλει σήμερα να επιλεχθεί;
Γνωρίζοντας βέβαια πως και στις δυο περιπτώσεις , αλλά και σε αυτές που θα ακολουθηθούν στο μέλλον , αυτό που προέχει είναι το βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, με στόχο να σταματήσει η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους.
«ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ» VS ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
Σε αυτό το μοτίβο, στα πλαίσια αυτής της συγκυρίας, συγκρούονται δυο, όχι και τόσο καθαρές, επιλογές: Η πρώτη κινείται σε μια σοσιαλφιλελεύθερη κατεύθυνση. Είναι ένας συνδυασμός αγοράς, κράτους και κοινωνικής οικονομίας. Με στόχο την «κατασκευή» νέων πεδίων παραγωγής κέρδους και υπεράξιας.
Όπως π,χ είναι η πολιτική της «πράσινης ανάπτυξης» με στόχο να καθαρίσει το περιβάλλον από τις «αμαρτίες» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μα τι τραγική ειρωνεία, αφού το καπιταλιστικό σύστημα μόλυνε το περιβάλλον για το κέρδος , τώρα θα τον καθαρίσει , για να ξαναβγάλει κέρδος. Φυσικά πετώντας ή θάβοντας τα απόβλητα που θα μείνουν στον τρίτο και τον τέταρτο κόσμο
Η πολιτική της «πράσινης ανάπτυξης» συνδυάζεται με επενδύσεις σε τομείς εντάσεως εργασίας , αλλά και φτηνής εργασίας. Τομείς όπως ο τουρισμός , η διασκέδαση, ο πολιτισμός , αλλά και τομείς όπως η έρευνα, η υγειά, η παιδεία καλούνται να παράγουν κέρδη, για να στηριχθούν οι επενδύσεις της «πράσινης ανάπτυξης». Αυτό φυσικά προϋποθέτει ενα επιτελικό και δυναμικό κράτος για να καθοριστούν οι όροι του παιχνιδιού, τόσο μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, όσο και μεταξύ του κεφαλαίου-εργασίας.
Αυτή η σχεδόν μεταφορντική λογική ανάπτυξης δεν έχει και πολλά κοινά με παλαιές σοσιαλδημοκρατικές ρυθμίσεις , όπως αυτή που ζήσαμε στην χρυσή 35ατία. Απεναντίας κινείται σε μια ακριβώς αντίθετη οπτική. Σε μια γραμμή ενίσχυσης της ελαστικής εργασίας και περαιτέρω κατακερματισμού των συλλογικοτήτων των εργαζόμενων.
Καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα που βάζει στο κέντρο της εκμετάλλευσης τις κοινωνικές σχέσεις , τις συμπεριφορές, τις εμπειρίες, την ανθρώπινη επινοητικότητα και φαντασία, τον άνθρωπο και την φύση ως ολότητα.
Ως αντάλλαγμα σε αυτό το άκρως ανασφαλές περιβάλλον η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία προτείνει την πολιτική της ελαστικοασφαλείας. Ευέλικτοι εργαζόμενοι που θα έχουν αποκούμπι το κράτος για να μην «πεθάνουν» στην ψάθα.
Η δεύτερη κινείται σε πιο νεοφιλελεύθερα και μονεταριστικά μοντέλα. Μοντέλα που λόγω της οικονομικής συγκυρίας αναγκάζονται να επαναπροσεγγίσουν λογικές ενός κορπορατικού κοινωνικού συμβολαίου, αλλά όχι μακριά από την λογική της ελαστικοασφάλειας. Σε συνδυασμό όμως με ένα νεοπροτεσταντισμό που προτείνει την αποταμίευση και το «συμμάζεμα» για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της κρίσης. Δηλαδή εργαζόμενοι και φτωχολογιά δουλέψτε με σκυμμένο το κεφάλι και κάντε οικονομία για να τα βγάλετε πέρα.
Μια πολιτική που πάει «γάντι» με μια πολιτική που ενισχύει τα συντηρητικά αντανακλαστικά ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων , στην γραμμή του παλαιού καλού συνθήματος «πατρίς – θρησκεία- οικογένεια». Ένας νεοπροτεσταντισμός που όπως αντικειμενικά υποσκάπτει την κυρίαρχη λογική του μοντέρνου καπιταλισμού, «καταναλώνω άρα υπάρχω». Άρα δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μόνο συγκυριακά και όχι σε ένα βάθος χρόνου.
Για αυτό το λόγο αυτό το σχεδόν κλασικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα για να αντέξει στην πραγματικότητα του γίνονται «ενέσεις» κρατικού παρεμβατισμού και νεοκευνσιανισμού, με «δημόσιες» επενδύσεις. Είναι η λογική Σουφλία, κάντε δρόμους , στο αντίστοιχο μεταπολεμικό «κτίστε, κτίστε»!!!!!!
«ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ»
Όπως σε κάθε οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο, εντός του καπιταλιστικού συστήματος, έτσι και αυτά που πιο πάνω περιγράψαμε, πρέπει να καθορίσει ή να επανακαθορίσει τις σχέσεις του κεφαλαίου με την εργασία.
Πόσο μάλλον που σε μια περίοδο κρίσης ο στόχος ξεκαθαρίζει με ένα απόλυτα κυνικό τρόπο. Εχθρός είναι τα δικαιώματα των εργαζόμενων. Είναι μια εργατική τάξη που είχε και ως ενα σημείο έχει ακόμη σημαντικά δικαιώματα στην εργασία. Με στόχο μια εργατική τάξη που θα είναι πειθαρχημένη , υποταγμένη, καταρτισμένη αλλά και αποκλεισμένη από μια σφαιρική οπτική του κόσμου και της παραγωγής.
Στρατηγική επιλογή τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- όπως και πιο πάνω αναφέραμε- μια εργατική τάξη, πειθαρχημένη και υποταγμένη. Καταρτισμένοι εργαζόμενοι, αλλά αποκλεισμένοι από μια σφαιρική οπτική του κόσμου και της παραγωγής. Εργαζόμενοι που δεν θα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως τμήμα μια συλλογικότητας που μπορεί να αναστοχάζεται τον εαυτό της ως καθολικότητα.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ
Δυστυχώς η ηγεμονία για δεκαετίες ενός διαλυτικού νεοφιλελευθερισμού με την ολοκληρωτική κυριαρχία του φετιχισμού του εμπορεύματος˙ η διάχυση της παραγωγής σε όλο το «κοινωνικό είναι», κατακερμάτισε πολύμορφα την εργατική τάξη.
Ενώ καθοριστική επίδραση έχει παίξει η κυριαρχία ενός εγωπαθούς ατομικισμού. Η ηγεμόνευση ενός κυνικού πραγματισμού και ενός σχηματικά απο-ιδεογικοποιημένου, αλλά μεταμοντέρνα εμφατικά ιδεολογικοποιημένου μηδενισμού.
Όπως λέει και ο στοχαστής ΖΙΖΕΚ: η πλειοψηφία των σύγχρονων ανθρώπων είναι «Φουκουγιαμιστές», που έχουν συμβιβαστεί με το τέλος της ιστορίας του Φουκουγιάμα. Με την κυριαρχία δηλαδή του φιλελευθέρου καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό επιτείνει το κλίμα του «εμφυλίου πόλεμου» μεταξύ των εργαζόμενων και των κοινωνικών υποκείμενων, σε όλο το έδαφος του «κοινωνικού είναι».
Οι συνθήκες γίνονται ακόμη πιο δραματικές από την ολοφάνερη αδυναμία της αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων να αντιπροτείνουν εναλλακτικές λύσεις που βλέπουν πέρα και έξω από τον καπιταλισμό. Κατά μια έννοια, η πλειοψηφία των αριστερών και της αριστεράς, παραμένουν στο «σύμπαν» του «Φουκουγιαμισμού», όπως τον όρισε ο ΖΙΖΕΚ.
Σε αυτά τα πλαίσια εδράζεται ο «αναχωρητισμός» και ο σεχταρισμός από την μια μεριά , αλλά και ο πραγματισμός και πολιτικαντισμός απο την άλλη, δυνάμεων της αριστεράς. Όπως όμως και ο κυνισμός και ο καταστροφισμός δυνάμεων της αναρχίας και της αυτονομίας.
ΠΟΙΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΞΟΔΟΥ;
Οι απαντήσεις μέσα σε αυτό το μαύρο τοπίο βρίσκονται μέσα στις ίδιες τις αντιφάσεις του συστήματος. Εάν το σύστημα είχε λύσει τις αντιθέσεις τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως το καπιταλιστικό σύστημα είναι ανίκητο. Μόνο που αυτό όσο αναπτύσσεται , τόσο οι αντιθέσεις του γίνονται και πιο έντονες και οξείς.
Παράγωντας και ενδυναμώνοντας τις δυνάμεις που δυνητικά είναι οι νεκροθάφτες τους. Μόνο που αυτό δεν αρκεί, καθώς είναι αναγκαία και μια αντιπρόταση. Μόνο που αυτή 20 χρόνια από την κατάρρευση του πειράματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μάλλον είναι νωρίς να οικοδομηθεί σε ένα συνολικό επίπεδο. Παρόλο που σε παγκόσμιο επίπεδο η αριστερά, μια αριστερά ξαναδείχνει πως τείνει να ξαναδώσει ελπίδα, Τσάβες, Μοράλες, Ζαπατίτσας, Νεπάλ. Αλλά και στην Ευρώπη το ΝΕΟ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ και σε μικροτερο βαθμό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ο φόβος, η τρομοκρατία, η καταστολή, ο κυνισμός, ο εγωπαθής ατομικισμός μπορεί πρόσκαιρα να προφυλάσσουν τα τείχη των υπάρχων της νέας Ρώμης, από το «πλήθος» των βαρβάρων και των καταπιεσμένων.
Σε ένα βάθος χρόνου όμως, τα τείχη δεν θα αντέξουν και οι βάρβαροι θα κάψουν την νέα Ρώμη. Αυτό δεν συνεπάγεται μια νέα παγκόσμια αναγέννηση, αλλά μπορεί και να σημαίνουν ακόμη μεγαλύτερη βαρβαρότητα. .
Σε κάθε περίπτωση η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως είναι δυνατόν να απρόβλεπτα να αναδυθούν γεγονότα με βάση το ουτοπικό πλεόνασμα που θα συντρίψει την κανονικότητα του κεφαλαίου και της εξουσίας. Όπως όμως είναι και δυνατόν οι στοιβάδες της βαρβαρότητας να πνίξουν κάθε διάκενο ελευθερίας και ισότητας.
Τι μπορεί άραγε να κάνει μια αναγκαία επαναστατική αριστερά, γνωρίζοντας την πολυπλοκότητα των φαινόμενων. Μα τίποτε άλλο, από το να διεισδύσει πολύμορφα και επιστημονικά στην αντιφατικότητα των πολύπλοκων φαινομένων και των δυνητικοτήτων χειραφέτησης. Συγκροτώντας μέτωπα αγώνα γύρω από τα πεδία που το κεφάλαιο επεμβαίνει για να αυξήσει την κερδοφορία του, όπως είναι αυτό του γενετικού υλικού , των νέων τεχνολογιών , των πνευματικών δικαιωμάτων , του ελεύθερου χρόνου , δημοσίου τόπου, της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εμπειρίας και επινοητικότητας.
Αλλά και δυναμώνοντας – στο βαθμό που είναι εφικτό-την ενότητα των καταπιεσμένων, την ενότητα της εργατικής τάξης , που το κεφάλαιο έχει βάλει ως στόχο. Ερευνώντας δρόμους που η εξουσία δεν θα είναι σκοπός αλλά μέσο που θα φέρει την κοινωνική απελευθέρωση ένα βήμα πιο κοντά.
Δ. ΑΡΓΥΡΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου