Ο λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο: Το κίνημα της πλατείας και η νέα λαϊκή ενότητα

από το http://raskolnikovgr.blogspot.com/2011/06/blog-post_19.html?spref=fb



Του Κώστα Παλούκη
Το κίνημα των Αγαναχτισμένων Πολιτών πλημμυρίζοντας με πλήθος πολιτών τις πλατείες όλης της χώρας έφερε ξανά στο πολιτικό προσκήνιο τον λαϊκό παράγοντα. Με αυτόν τον τρόπο άναψε ξανά το φως της ελπίδας για ανατροπή αυτής της πολιτικής, για νέες αλλαγές. Αλλά τι σημαίνει έφερε ξανά τον λαϊκό παράγοντα στο προσκήνιο; Που ήταν κρυμμένος μέχρι τώρα ο λαός;
Ο κατακερματισμός και η διάσπαση του λαού ως εργαλείο υποταγής στην άρχουσα τάξη
Όλο το προηγούμενο διάστημα παιζόταν μια ισχυρή ιδεολογική και ψυχολογική διαμάχη, μια διαμάχη ενοχών δια το «τις πταίει». Η αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί της ταγοί προσπαθούσαν να πείσουν ότι η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον λαό. Βαραίνει τις βολεμένες συντεχνίες και τους δημοσίους υπαλλήλους στις πιέσεις των οποίων υπέκυπταν οι άμοιροι πολιτικοί. Έτσι δομήθηκε αυτό το άθλιο «πελατειακό» σύστημα το οποίο μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Βασική προϋπόθεση αυτού του επιχειρήματος είναι η θέση ότι τα δάνεια λήφθηκαν για να πληρώνεται το σπάταλο κράτος και οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι σε βάρος της υγιούς οικονομίας και σε βάρος των εργαζόμενων φορολογούμενων του ιδιωτικού τομέα. Με την δημοσιονομική κρίση του ελληνικού χρέους ο πολιτικός αστικός κόσμος και η αστική τάξη αισθάνθηκαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να απελευθερωθούν από αυτά τα «πελατειακά δεσμά».
Στην πράξη, το αστικό πολιτικό σύστημα πίστεψε ότι βρήκε την ευκαιρία να αναδιατάξει τις κοινωνικές συμμαχίες τους. Προσπαθούσε να εγκαταλείψει την κοινωνική συμμαχία με τα εργατικά στρώματα του δημόσιου τομέα και των ελεύθερων επαγγελματιών και να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική συμμαχία με συγκεκριμένη μερίδα της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα που μέχρι τότε φάνταζε ως το «θύμα». Αναδιατάσσοντας τις κοινωνικές συμμαχίες προβάλλοντας τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνδικαλιστές και τα «κλειστά επαγγέλματα» ως τον νέο εχθρό πίστεψαν οι κυβερνήτες ότι βρήκαν την ευκαιρία να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία μέσα από ένα βίαιο πέρασμα-σοκ σε έναν καθαρό ολοκληρωτικό καπιταλισμό, σε έναν ολοκληρωτισμό της «ελεύθερης αγοράς», δηλαδή της κατάργησης κάθε οργανωμένης διαμεσολάβησης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, νομικής προστασίας του εργαζομένου,  κατάργησης του δημοσίου τομέα και ιδιωτικοποίησης των πάντων. Η κρίση – η οποία στην ουσία είναι κρίση υπερσυσσώρευσης και κρίση του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή αδυναμίας του διεθνούς και ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου να επανεπενδύει με κέρδος τα κεφαλαίικά του αποθέματα– προβλήθηκε ως εργαλείο που θα μπορούσε να εκκαθαρίσει την οικονομία από τα βάρη και να οδηγήσει σε μια νέα ανάπτυξη, ένα εργαλείο δηλαδή βαθέματος του βάρβαρου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Ο ελληνικός λαός μέχρι πρόσφατα έδειχνε δεκτικός σε όλες τις επιθέσεις που δεχόταν από τους κυβερνήτες του: επιθέσεις στην δημοκρατία, στα εργατικά δικαιώματα, στο κοινωνικό κράτος, στην εργασία, στον δημόσιο πλούτο, στους μισθούς, στην φορολογία. Έδειχνε δεκτικός στα ψέματα των δημοσιογράφων και της τηλεοπτικής δημοκρατίας, στην εξαπάτηση, στα διλήμματα των μονοδρόμων, ακόμα και στις ύβρεις από πολιτικά παχύδερμα όπως ο Πάγκαλος. «Κατάπινε» όλα τα ιδεολογήματα σχεδόν αμάσητα παραμένοντας στις επιθέσεις απαθής και μοιρολάτρης, υποταγμένος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι έχασαν ξαφνικά την προνομιακή τους σχέση με το πολιτικό σύστημα, ενώ οι εργάτες του ιδιωτικού τομέα χαιρέκακα χαιρέτιζαν την διάλυση και το ξεπούλημα.
Σε αυτό το σημείο προστίθεται ακόμα μία αντίθεση, αυτή μεταξύ εργατών και συνδικαλιστών. Η εργατική τάξη διακρίνεται στα οργανωμένα εργατικά στρώματα σε σωματεία και στα μη οργανωμένα. Στην πλειοψηφία τους οι ανοργάνωτοι εργαζόμενοι αδυνατούν να διαπραγματευτούν συλλογικά την θέση τους στην παραγωγή και τους μισθούς τους και βρίσκονται σε εξαιρετικά μεινοεκτική θέση ως θύματα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας. Αντίθετα, οι οργανωμένοι είναι σε θέση όχι μόνο να διαπραγματεύονται συλλογικά, αλλά και συνομιλούν απευθείας με το κράτος. Αυτή η αντίθεση δημιουργεί μια πραγματική υλική αντίθεση ανάμεσα σε διαφορετικά εργατικά στρώματα. Κυρίως συνδικαλισμένοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι βιομηχανικοί εργάτες και οι εργάτες στον τουρισμό και την ναυτιλία, ενώ καθόλου συνδικαλισμένοι στον τριτογενή τομέα. Συνεπώς, το χάσμα με τους συνδικαλιστές προστίθεται στην αντίθεση προς τους δημοσίους υπαλλήλους. Ταυτόχρονα, σε πάρα πολλούς εργασιακούς χώρους τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα οι συνδικαλιστές λειτουργούν ανοιχτά είτε ως εγκάθετοι των εργοδοτών είτε ως εγκάθετοι των κυβερνήσεων με παχυλούς μισθούς, έτοιμοι να υπογράψουν την επαίσχυντη συμφωνία. Η τάση αυτή αποκρυσταλλώνεται στην φυσιογνωμία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ. Η τάση αυτή διογκώνει το κύμα δυσαρέσκειας και το χάσμα της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. Στην βάση βέβαια αυτού του συνδικαλισμού υπάρχει ο συνδικαλισμός του ΠΑΜΕ και των Πρωτοβάθμιων. Αναφεόμαστε όμως σε αυτά πιο κάτω.
Μπορεί κανείς να προσθέσει στην αντίθεση δημοσίων υπαλλήλων/ιδιωτικών υπαλλήλων και την αντίθεση ελλήνων/μεταναστών. Η αντίθεση αυτή ουσιαστικά λειτουργεί ως το πιο δυνατό ιδεολογικό όπλο της άρχουσας τάξης, ικανό να διαμορφώσει ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες και νομιμοποιήσεις της εξουσίας εντείνοντας την κοινωνική βαρβαρότητα σε βαθμούς πρωτόγνωρους για την μεταπολεμική ελληνική ιστορία. Συγκεκριμένα καλλιεργείται επί δυο δεκαετίες μια ρητορική για τον ρόλο των μεταναστών για την πτώση των ημερομισθίων και την ανεργία στους έλληνες. Αυτή ρητορική ενισχύεται ιδεολογικά από την υλική σχέση εργοδότη/εργάτη που διαπερνάει τις σχέσεις τμημάτων της ελληνικής εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τους μετανάστες εργάτες. Τμήματα των λαϊκών στρωμάτων «αλλοτριώνονται» από αυτήν την σχέση και είναι επιρρεπή σε ρατσιστικά και εθνικιστικά ιδεολογήματα. Ο λανθάνων ρατσισμός επίσης αναδύεται στην επιφάνεια όταν η μετανάστευση αποκτά στοιχεία έντονης ανθρωπιστικής κρίσης, όπως συμβαίνει στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και στα φανάρια όλης της πρωτεύουσας με σημαντικές εκρήξεις βίας. Το σκηνικό που λαμβάνει χώρα στις περιοχές πέριξ των Πατησίων με φασιστικές ομάδες να οργανώνουν πγκρόμ βίας εναντίον μεταναστών είναι το κυριότερο παράδειγμα.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ποικίλες άλλες αντιθέσεις που είτε καλλιεργούνται εντέχνως ιδεολογικά είτε λετιουργούν ως εργαλείο της αστικής εξουσίας για την υλική διάσπαση της εργατικής τάξης και του λαού σε αντιμαχόμενες μερίδες. Η αντίθεση των γενιών είναι μια τέτοια παράμετρος όπως και η έμφυλη αντιπαράθεση. Σε κάθε οικογένεια λανθάνει μια τέτοια έντονη ενδογενεακή ή έμφυλη αντιπαράθεση που οξύνεται σε συνθήκες ανατροπής πάγιων ιεραρχιών ή ματαίωσης προσδοκιών που επιφέρουν η ανεργία, η φτώχια, η ημιαπασχόληση, οι αρρώστιες. Για παράδειγμα σε περίπτωση ανεργίας των νέων οι γονείς συνήθως κατηγορούν τα παιδιά τους, ενώ σε περίπτωση ανεργίας των γονέων και εργασίας των παιδιών ανατρέπονται ιεραρχίες προκαλώντας καθημερινές εντάσεις. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και μεταξύ δύο συζύγων ή μεταξύ αδερφών κλπ. Ακόμα οι χουλιγκάνικες αντιθέσεις μεταξύ οπαδών σε κάθε περίπτωση εντείνουν την βαρβαρότητα και την διάσπαση μεταξύ των «από κάτω». Πρόσφατα είχαμε γίνει θεατές βίαιων συρράξεων μεταξύ οπαδών.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις τεχνιτές ή πραγματικές αποδομούν πρώτα πρώτα τη σύλληψη της ιδεάς μιας αντικειμενικής κοινότητας των «από κάτω» σε ένα ενιαίο σύνολο με αποτέλεσμα να απουσιάζει η ίδια η βούληση για την πραγμάτωση μιας τέτοιας πολιτικής ενότητας των «από κάτω». Εξάλλου, οι μεταμοντέρνες και πολυπολιτισμικές ιδέες συνέβαλαν καθοριστικά στην αποδόμηση κάθε ενοποιητικής ιδέας των από κάτω. Η έννοια του λαού λοιδορήθηκε και πετάχτηκε στα σκουπίδια μαζί με τον λαϊκισμό, η έννοια του έθνους μαζί με τον εθνικισμό, αλλά και η έννοια της τάξης μαζί με τον κομμουνισμό. Όλα αυτά χαρακτηρίστηκαν ολοκληρωτισμοί και φασισμοί που έπνιγαν τις ατομικότητες και τις ελευθερίες. Μέσα σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης η ανεκτική πολύπολιτισμική και πολυταυτοτική κοινωνία που οραματίζονταν μετατράπηκε σύντομα σε μια βάρβαρη εχθρική κοινωνία.  
Απόπειρες άρσης της διάσπασης και ανάδειξης του λαού:
από την 5 Μάη στην Κερατέα και την πλατεία Συντάγματος
 Στον έναν χρόνο που ακολούθησε την ψήφιση και εφαρμογή του μνημονίου επιχειρήθηκε πολλές φορές μια ενοποιητική διαδικασία των «από κάτω». Ίσως η πιο σημαντική ήταν η πορεία της 5ης Μάη 2010. Σε αυτήν το κεντρικό ενοποιητικό στίγμα ήταν το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα το οποίο κινήθηκε κάτω από την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της αριστεράς. Οι διάφορες εκδοχές της αριστεράς προσπάθησαν να προτάξουν και να συγκροτήσουν μια νέα εργατική και ταξική ενότητα ως απάντηση στην επίθεση της ντόπιας και διεθνούς αστικής τάξης. Ήταν η πρώτη φορά που το αστικό πολιτικό σύστημα φοβήθηκε. Όμως πάγιες αδυναμίες της αριστεράς, αλλά και του οργανωμένου ξεπουλημένου συνδικαλιστικού κινήματος δεν επέτρεψαν ούτε να βαθύνει αυτή η ενότητα. Αλλά ακόμη περισσότερο το κίνημα έβαλε ένα μεγάλο «αυτογκολ» την ώρα που κάλπαζε προς τη νίκη. Οι νεκροί της Μαρφίν υπήρξαν η ταφόπλακα αυτής της πρώτης προσπάθειας. Το αστικό πολιτικό σύστημα χρησιμοποίησε πολιτικά τον θάνατο των τριών τεσσάρων εργατών για ξαναδιασπάσει τους «από κάτω», αλλά και για να διασύρει την αριστερόστροφη και ταξική προσπάθεια απάντησης στην κρίση.
Μέσα σε αυτό το διάστημα αναπτύσσονται, θα έλεγε κανείς, τέσσερις προσπάθειες ανασύνταξης της λαϊκής ενότητας. Η πρώτη προέρχεται από τον χώρο της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ και της ρεφορμιστικής αριστεράς. Η δεύτερη από τον χώρο του ΚΚΕ. Η τρίτη από τον χώρο των πρωτοβάθμιων σωματείων κάτω από τον σχεδιασμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η τέταρτη από τον λεγόμενο «εθνικό-πατριωτικό» χώρο που μέσα από την δημιουργία της Σπίθας και άλλων δυνάμεων πατριωτικής αναφοράς αναδείχτηκε ως σημαντική πολιτική δύναμη. Μία πέμπτη αυτή της αναρχίας που είχε κατακτήσει μετά το 2008 μεγάλο προβάδισμα, ιδιαίτερα στη νεολαία, βρίσκεται μετά την Μαρφίν μάλλον σε κρίση και σε υποχώρηση.
Η προσπάθεια της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ μαζί με τμήματα της ρεφορμιστικής αριστεράς προσπαθεί ουσιαστικά να ανασυστήσει το «παίό» συνδιακλιστικό σύστημα διεκδικώντας ξανά τον ρόλο και τη θέση που έχασε, δηλαδή του επίσημου συνομιλητή με το κράτος στο όνομα της εργατικής τάξης. Όμως οι ΠΑΣΟΚογενείς ηγεσίες δεν θέλουν, ενώ η ρεφορμιστική αριστερά δεν μπορεί. Το ΚΚΕ παρουσιάζει ως λύση τον εαυτό του, λειτουργεί απομονωτικά και διασπαστικά εν τέλει με ένα πολιτικό πρόγραμμα αναντίστοιχο με τις ανάγκες ισορροπώντας μεταξύ «αριστερισμού» και καθεστωτικού ρόλου. Ο λεγόμενος εθνικός χώρος επιχειρεί να πετύχει μια ενότητα μόνο των ελλήνων, γεγονός που και αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Η αντικαπιταλιστική αριστερά και τα πρωτοβάθμια σωματεία βρέθηκαν μπροστά σε όλες σχεδόν τις εργατικές κινητοποιήσεις (γιατρούς, λεωφορεία κλπ), αλλά αδυνατούσαν να οργανώσουν κάτι μεγαλύτερο, ενώ έφεραν και την ήττα της 5 Μάη. Παρόλα αυτά ήταν το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι προσπαθώντας να διατηρήσει το νήμα των αγώνων, να είναι μέσα σε αυτούς.
Δύο όμως είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που έδειξαν τον δρόμο για την νέα λαϊκή ενότητα των «από κάτω». Ο πρώτος ήταν το έπος της Κερατέας που τυχαία συνέπεσε με τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τις άλλες αραβικές χώρες. Στην Κερατέα φάνηκε περίτρανα και στην πράξη ο νέος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός. Εκεί προτάθηκε ένα μοντέλο ενοποίησης των «από κάτω» και αποδείχτηκε ότι η νίκη των λαϊκών αγώνων είναι εφικτή. Η πλατεία Ταχρίρ κατέδειξε πως αυτή η ενότητα μπορεί να γίνει πράξη μέσα σε μια πόλη και όχι σε ένα χωριό, ενώ επιβεβαίωσε την αίσθηση ότι αυτός ο νέος δρόμος είναι νικηφόρος. Αυτό που απουσίαζε ήταν μία αφορμή ώστε η οργή να πάψει να διασπά τους «από κάτω» και να αρχίζει να τους ενώνει. Αυτή η αφορμή ήταν το κίνημα των Ισπανών αγαναχτισμένων, αλλά κυρίως ήταν η πρόταση για ένα νέο μνημόνιο. Πλέον η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η ΕΕ και το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο αποφασισμένα επιτίθενται σε όλες τα στρώματα και στο σύνολο της εργατικής τάξης χωρίς καμία εξαίρεση. Ο μπαμπούλας του μονοδρόμου έσπασε μονομιάς μέσα σε μια μέρα. Ο καθένας ήξερε στην προσωπική του ζωή ότι δεν πήγαινε άλλο. Οι υλικοί όροι έσπασαν τα ιδεολογικά αδιέξοδα.
Λαός, έθνος, πλήθος και τάξη
Στην πλατεία λοιπόν Συντάγματος επανενοποιείται ο «λαός» που ήταν κρυμμένος στην πολυδιάσπαση και επανεμφανίζεται ως ανεξάρτητο από το αστικό πολιτικό σύστημα δρων πολιτικό υποκείμενο. Γίνεται ο νέος πολιτικός παράγοντας. Νέος/συνταξιούχος, έλληνας/μετανάστης, ιδιωτικός υπάλληλος/δημόσιος υπάλληλος, συνδικαλισμένος/ασυνδικάλιστος, κεντρώος, δεξιός, κομμουνιστής, αναρχικός ή πατριώτης, πολιτικοποιημένος/απολίτικος είναι διχαστικές ταυτότητες που μπαίνουν στο μίξερ μιας νέας κολυμπίθρας του Σιλωάμ που εξαγνίζει τον καθένα μας από όλες τις προηγούμενες ταυτότητες και διαμορφώνει μια νέα ενότητα.
Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να αναγνώσουμε πολλά από τα αρχικά χαρακτηριστικά του κινήματος των Αγαναχτισμένων πολιτών και της πλατείας Συντάγματος.
Εμφανίζονται ουσιαστικά τρεις προτάσεις λαϊκής ενοποίησης. Ο πρώτος είναι το έθνος που ταυτίζεται κυρίως με τμήματα των αγαναχτισμένων στο πάνω μέρος της πλατείας. Ο δεύτερος είναι η έννοια πολίτης που αναπτύσσεται στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος και ορίζεται από την πολιτική διαδικασία της συνέλευσης. Ο τρίτος είναι η έννοια «πλήθος ατομικοτήτων» που μάλλον είναι μειοψηφική και εκφράζεται επίσης μέσα στην συνέλευση. Και οι τρεις προτάσεις θέλουν να εμφανίζονται ως συμπαγείς και αδιαίρετες. Για αυτό αναπτύσσεται ένας έντονος αντικομματικός λόγος που συμπαρασύρει και τα κόμματα της αριστεράς και ένας έντονος αντισυνδικαλιστικός λόγος που ισοπεδώνει ακόμα και τα αγωνιστικά συνδικάτα και τους αριστερούς συνδικαλιστές.
Η ανάγκη για ενότητα και ισότητα υπερισχύει όλων των διαιρέσεων ιδιαίτερα τις πρώτες ημέρες του κινήματος. Εκείνοι που εκφράζουν αντικομματικό και αντισυνδικαλιστικό μένος είναι κυρίως οι πολίτες που αποστοιχίζονται από τα αστικά κόμματα. Αυτοί είτε για να «απενοχοποιηθούν» είτε διότι βρίσκονται σε συνολική απογοήτευση είτε διότι βρίσκονται σε ιδεολογική-στρατηγική σύγχιση είτε διότι «ξυπνούν» χωρίς να διαθέτουν πολιτικά εργαλεία ή πολιτική εμπειρία τείνουν να χρεώνουν ευθύνες σε όλα τα πολιτικά κόμματα και να αποστοιχίζονται συνολικά από το κομματικό σύστημα. Πρώτοι αυτοί λοιπόν επιστρέφουν σε προϋπάρχοντα του κομματικού συστήματος ενοποιητικά σχήματα.
Ουσιαστικά, με το Σύνταγμα οι πολίτες πατάνε το κουμπί reset στην πολιτική τους μνήμη και διεκδικούν να ξαναμπούν στην πολιτική από ένα σημείο μηδέν. Ο φόβος του «πολιτικού καπέλου», ότι δηλαδή οι πιο έμπειροι στις πολιτικές διαδικασίες, αυτοί που διαθέτουν το know how της πολιτικής, οι πιο συγκροτημένοι ως πολιτικές προσωπικότητες διαθέτοντας συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά και ρητορική δεινότητα θα επιβληθούν στους νεοεισερχόμενους της πολιτικής. Έτσι, η συνέλευση επιβάλλει μια υποχρεωτική ισονομία στην πολιτική διαδικασία. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο αποκλείονται τα κόμματα και οι συνδικαλιστές από συνέλευση, ενώ παράλληλα τίθεται αυστηρά ο σύντομος χρόνος στις τοποθετήσεις, αλλά και η κλήρωση των ομιλητών.
Και οι τρεις ενοποιητικές έννοιες: πολίτης, έλληνας, ατομικότητα κατάγονται ιστορικά από τον γιακωβινισμό και την γαλλική επανάσταση. Από εκεί εξάλλου προέρχεται και η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας. Κατά την διάρκεια της γαλλικής επανάστασης το γαλλικό έθνος εκφραζόταν από συνελεύσεις πολιτών τις λεγόμενες κομμούνες οι οποίες παρήγαγαν τους ηγέτες της επανάστασης.  Η Γαλλική Επανάσταση εμφανίστηκε ως άρνηση ενός συτήματος διάκρισης της κοινωνίας σε τάξεις και συσσωματώσεις. Απέναντι στο σύστημα των παλαιών τάξεων του Παλαιού Καθεστώτος προβλήθηκε το έθνος-λαός και απέναντι στο σύστημα των συντεχνιών η άμεση-λαϊκή δημοκρατία. Τα κόμματα θεωρούνταν διχαστικά του λαού και καταγγέλονταν. Στην πράξη όμως τα κόμματα υπήρχαν και δρούσαν μέσα στην επανάσταση. Το κάθε κόμμα όμως θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό και πραγματικό εκφραστή της λαϊκής βούλησης και το αντίπαλο κόμμα προδοτικό. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική, εθνική και ατομική έννοια σύλληψης του κόσμου να γεννήσουν νέους ολοκληρωτισμούς και νέες δικτατορίες που δεν επέτρεψαν την πραγμάτωση μιας άλλης κοινωνίας.    
 Οι δυο βασικές ενοποιητικές έννοιες, έλληνας και πολίτης, λειτουργούν αρχικά εχθρικά μεταξύ τους δημιουργώντας τον διχασμό της «Ανω» και της «Κάτω» Πλατείας, τα «εθνίκια» για τους μεν, τα «κομμούνια» για τους δε. Στην Θεσσαλονίκη όμως αυτός ο διχασμός δεν εμφανίζεται στον Λευκό Πύργο, καθώς το πατριωτικό κομμάτι συμμετέχει στην διαδικασία της συνέλευσης. Ο διχασμός αυτός ξεπερνιέται στο Σύνταγμα και δεν προκαλείται σύγκρουση. Δεν ήταν πολύ εύκολο καθώς και από τις δύο πλευρές εμφανίστηκαν τάσεις όξυνσης. Καθοριστικός παράγοντας στην απάλυνση της έντασης είναι η στοχοπροσήλωση στον αγώνα και οι μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις την πρώτη και την δεύτερη Κυριακή οι οποίες υπερέβαιναν ακόμη και αυτές τις αντιθέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μάθουν όλοι να συνυπάρχουν παρά την υφέρπουσα αντιπάθεια.  
Έξω από την διαδικασία του κινήματος των Αγαναχτισμένων τέθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα και στις τρεις εκδοχές του: ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ, Πρωτοβάθμια Σωματεία. Ο καθεστωτικός ρόλος της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ έθετε εξαρχής την συνδικαλιστική εργοδοτική γραφειοκρατία απέναντι στο κίνημα. Ούτε ο κόσμος του Συντάγματος ήθελε την ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ ούτε η εργοδοτική γραφειοκρατία το ανεξέλεγκτο κίνημα του Συντάγματος. Το ΠΑΜΕ προέρχεται από μια άλλη εντελώς διαφορετική παράδοση ενοποίησης του λαού η οποία θέτει την τάξη ως βασική ενοποιητική σχέση και ηγεμονική πάνω στα άλλα κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, ορίζει ως μοναδικό γνήσιο εκφραστή των συμφερότων των λαϊκών τάξεων το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ παράλληλα ταυτίζει την λαϊκή ενότητα αυστηρά μέσω συνδικαλιστικών δομών που θα ελέγχονται πολιτικά από τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Το ΠΑΜΕ ουσιαστικά κομματικοποιεί και πνίγει το συνδικαλιστικό κίνημα στις δικές του κομματικές φιέστες και σχεδιασμούς με αποτέλεσμα να γραφειοκρατικοποιεί τα σωματεία και να τα ακυρώνει. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθά σημαντικά στην αλλαγή του κλίματος έναντι του συνδικαλισμού. Το ΚΚΕ βρέθηκε λοιπόν ξαφνικά μπροστά σε ένα κίνημα που δεν μπορούσε και εν τέλει ούτε ήθελε να ελέγξει. Για αυτό προσπαθεί να μείνει απ’ έξω παρότι πιέζεται αρκετά για το αντίθετο.
Η πιο ελπιδοφόρα όμως περίπτωση είναι η κίνηση των Πρωτοβάθμιων συνδικάτων. Η λογική της αμεσοδημοκρατικής συνελευσιακής διαδικασίας, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας του συνδικαλιστικού κινήματος από την εργοδοσία, αλλά και τις κομματικές χειραγωγήσεις ενοποιεί ένα πλήθος ετερόκλητων σωματείων με αγωνιστικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, τα Πρωτοβάθμια αγωνίζονται για την κοινή αντιμνημονιακή δράση. Η φυσιογνωμία τους ταιριάζει στην φυσιογνωμία του νέου κινήματος και η παρουσία τους σε αυτό συμβάλλει στην αλλαγή του κλίματος απέναντι στον συνδικαλισμό εν γένει.      
Τα πρωτοβάθμια σωματεία και ο βασικός τους πολιτικός πυρήνας που σχεδίασε και εφάρμοσε το μοντέλο αυτό συνδικαλιστικής οργάνωσης, δηλαδή οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ,  αντιλαμβάνονται εξίσου ως βασικό ενοποιητικό στοιχείο την τάξη, αλλά ακολουθούν εντελώς διαφορετική τακτική απέναντι στο νέο λαϊκό κίνημα. Από θέση αρχής κατανοούν, επιθυμούν και σέβονται την αυτονομία και την μοναδικότητα των πολιτικών κινημάτων. Έτσι, από την αρχή συνδικαλιστές των Πρωτοβάθμιων παρενέβαιναν στη συνέλευση του Συντάγματος, έθεταν αιτήματα και μετέφεραν εμπειρίες από τους χώρους εργασίας και προσπαθούσαν να μεταβάλλουν το κλίμα για τον συνδικαλισμό διαχωρίζοντας την εργοδοτική γραφειοκρατία από τα αγωνιστικά σωματεία βάσης. Συνέβαλαν να συμπεριληφθεί κάλεσμα της Συνέλευσης προς τα σωματεία, αλλά το σημαντικότερο ήταν η διαμόρφωση της κίνησης «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε». Στην πράξη τα Πρωτοβάθμια Σωματεία αυτοτίθενται ως οργανικό κομμάτι του κινήματος και διατίθενται να συμβάλλουν στον ταξικό μετασχηματισμό του περιεχομένου της νέας λαϊκής ενότητας, αλλά και στο περιεχόμενο των αιτημάτων της Συνέλευσης.
   Αρχικά, για τους «πατριώτες» οι πολιτικοί ήταν προδότες του έθνους, ενώ για τους «πολίτες» πουλημένοι. Οι πολιτικοί δηλαδή συλλαμβάνονται ως μέρος του εκάστοτε ενοποιητικού σχήματος που όμως τίθενται εκτός. Με την παρέμβαση των σωματείων το ταξικό στοιχείο εισβάλλει και προβάλλει μια άλλη ενοποιητική σχέση. Τα πρωτοβάθμια στήνουν δικό τους περίπτερο και καλούν σε δικές τους πολιτικές συζητήσεις πλουτίζοντας τον διάλογο και τις ζυμώσεις διαμορφώνοντας έναν άλλο διακριτό πόλο μέσα στο κίνημα και όχι έξω από αυτό. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο των αιτημάτων της Συνέλευσης γίνεται πιο πολιτικό και ταξικό, ενώ στην πορεία και συγκέντρωση της Τετάρτης το πολιτικό και ταξικό στοιχείο γίνεται πιο έντονο. Σε αυτό συνέβαλλε βέβαια και η παραμονή του ΠΑΜΕ για δύο ώρες στο κέντρο της διαδήλωσης. Η σύνθεση αυτή, η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα του κόσμου κλώνισε την κυβέρνηση οδηγώντας την σε μια τετράωρη παραίτηση.
Με λίγα λόγια, τόσο για τον κόσμο της συνέλευσης όσο και για τους πατριώτες ολοένα και περισσότερο οι διαδικασίες της πλατείας Συντάγματος είναι αντιπαραθετικές στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου. Η Ελλάδα αποκτά την «Κάτω Βουλή» και το σπόρο για μια άλλου τύπου δημοκρατία.  Οι συνελεύσεις σε περιοχές και δήμους μεταφέρουν τον σπόρο αυτό στις γειτονιές της Αθήνας και συναντιούνται με αγωνιστικές παραδόσεις των κινημάτων των ελευθέρων χώρων. Το χάσμα μεταξύ λαού και κυβέρνησης βαθαίνει, γίνεται ολοένα πιο ταξικό και πολιτικό. Ο παράγων λαός πλέον διεκδικεί ως νέος ηγεμόνας την δική του ανεξάρτητη θέση στο πολιτικό σκηνικό. Η χρεοκοπία της κοινβουλευτικής δημοκρατίας, το ασυμβίβαστο δημοκρατίας και ολοκληρωτικού καπιταλισμού θα γεννήσει ξανά το αίτημα για μια άλλη κοινωνική οργάνωση, για μια άλλου είδους δημοκρατία. Εδώ στην πλατεία γενιούνται τα νέα χειραφετητικά οράματα του 21ου αιώνα. Καθήκον μας να τα μπολιάσουμε με τις αρχές και τις παραδόσεις, με τις καλύτερες πλευρές των χειραφετητικών οραμάτων του 20ου αιώνα. Εδώ θα επαναθεμελιώσουμε το όραμα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με πραγματική δημοκρατία, με ισότητα και διακιοσύνη, χωρίς τάξεις, πολέμους, φτώχεια και βαρβαρότητα.   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις