Το Πάρκο Ναυαρίνου και η Πλατεία Συντάγματος. Μια συζήτηση για τον κομμουνισμό.

χαρά μου είναι να αναδημοσιεύσω ένα θεωρητικό κείμενο του σ Θάνου Ανδρίτσου που αντιμετωπίζει τα θεωρητικά ζητήματα που ανοίγει ο αυτόνομος μαρξισμός καθώς και η μετα-αυτονομία σε σχέση και με τις εξελίξεις από το 2008 και εντεύθεν..Σε αυτή την φάση το κείμενο του συντρόφου θα μείνει ασχολίαστο ...θα επιχειρήσω σε ένα μεταγενέστερο χρόνο να εκφράσω ένα συντροφικό κριτικό λόγο..Το κείμενο βρίσκεται στην ιστοσελίδα   http://ilesxi.wordpress.com/2011/11/24/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF-%CE%BD%CE%B1%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%AC/

του Θάνου Ανδρίτσου*



Στιγμιότυπα

 Στιγμιότυπο 1.
Είναι 7 Μάρτη του 2009. Ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό, στη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ναυαρίνου, λίγα μέτρα μακριά από εκεί που τρείς μήνες πριν έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες της αστυνομίας ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος πυροδοτώντας την κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη, θα λάβει χώρα μια ξεχωριστή δράση. Αρκετές εκατοντάδες πολίτες, όλων των ηλικιών, άλλοι κάτοικοι της περιοχής και άλλοι όχι, θα μετατρέψουν ένα οικοδομικό τετράγωνο που λειτουργούσε ως παρκινγκ σε πάρκο. Έχοντας μαζί τους σφυριά, φτυάρια, γάντια ή τα γυμνά τους χέρια, σπάνε την άσφαλτο και βρίσκουν από κάτω όχι την παραλία ακριβώς, αλλά το χώμα στο οποίο φυτεύουν δέντρα και φυτά ή τοποθετούν πέτρες και διαφορετικών ειδών δάπεδα. Μέχρι να φτάσει το βράδυ έχει πάρει πλέον ζωή το «Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου». Οι παρευρισκόμενοι ανταποκρίθηκαν σε κάλεσμα από κατοίκους και συλλογικότητες της περιοχής για τη δημιουργία ενός πάρκου όπως είχε οριστεί από το Δήμο εδώ και 19 χρόνια και ενώ το μίσθωμα του παρκινγκ είχε λήξει από το 2008 και υπήρχε κίνδυνος οικοδόμησής του. Ένα μικρό κείμενο με την υπογραφή «Εμείς, Εδώ και Τώρα και για Όλους Εμάς» με τίτλο «αυτοοργάνωση σε όλες τις γειτονιές» καλούσε «όσους από μας αναζητούν την αυτονομία στη ζωή τους και όχι την υποταγή», «να μην αφήσουμε κανέναν υπαίθριο χώρο στην τσιμεντένια ζούγκλα της πόλης να μετατραπεί στο όνομα της «ανάπλασης» σε χώρο εγκλεισμού, ελέγχου και εμπορικής εκμετάλλευσης… Σπάμε τα τσιμέντα και τα κελιά. Κάνουμε τα πάρκινγκ πάρκα ζωντανά». Το βράδυ εκείνης της ημέρας δημοσιεύτηκε και η πρώτη ανακοίνωση της συνέλευσης: «Αντιμέτωποι με την αδιαφορία του Δήμου, αποφασίσαμε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πάρουμε την πρωτοβουλία και να δράσουμε άμεσα ώστε να μην αφήσουμε έναν ακόμα υπαίθριο χώρο να γίνει τσιμέντο. Όλοι εμείς, κάτοικοι των Εξαρχείων και άλλων γειτονιών της Αθήνας, κρίναμε πως με τη δημιουργία πάρκου στο χώρο του πρώην πάρκινγκ θα βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα ζωής στην πόλη μας. Σπάσαμε, λοιπόν, τα τσιμέντα και φυτέψαμε δέντρα, δημιουργώντας έναν ζωντανό χώρο πρασίνου, έκφρασης και παιχνιδιού. Καλούμε όλο τον κόσμο να στηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο το νέο πάρκο που έχει δημιουργηθεί.»[1] Τις επόμενες μέρες το κάλεσμα τους θα βρει πολλούς αποδέκτες και σήμερα, ο χώρος αυτός παραμένει ένα όμορφο και γεμάτο ζωή πάρκο.

Στιγμιότυπο 2.
Σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, στο Λονδίνο της Αγγλίας, ανεβαίνει στο βήμα ο Ιρλανδός κάτοικος της πόλης του Μεξικό, καθηγητής και συγγραφέας John Holloway[2]. Είναι ο δεύτερος ομιλητής μετά τον Alex Callinicos, και πριν από τον Slavoj Zizek. Το θέμα της συζήτησης είναι «η Ιδέα του Κομμουνισμού» στο ετήσιο συνέδριο του Μαρξισμού που διοργανώνει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP) της Μ. Βρετανίας. Μέσα σε χειροκροτήματα ξεκινά την ομιλία του περιγράφοντας πως, κατά την άποψη του, ο κομμουνισμός είναι αναγκαίος σήμερα, όχι σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον, και μάλιστα ο κομμουνισμός είναι ήδη εδώ, στην καθημερινή μας ζωή. «Ίσως τα λέω όλα αυτά σε έναν βαθμό επειδή έρχομαι από ένα τρανταχτό παράδειγμα αυτού. Περίπου πριν από δέκα μέρες είχα την ευχαρίστηση να δώσω ένα λόγο στο πάρκο Ναυαρίνου στην Αθήνα. Και το πάρκο αυτό είναι πραγματικά ενδιαφέρον, γιατί είναι ένα πάρκο, ένας κοινωνικός κήπος, που δημιουργήθηκε στο κέντρο της πόλης και μόλις ένα στενό μακριά από την γωνία που δολοφονήθηκε ο δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος από την αστυνομία το Δεκέμβρη του 2008. Και με όλες τις τεράστιες κινητοποιήσεις που ακολούθησαν αυτό το γεγονός, ένα από τα πράγματα που συνέβησαν ήταν ότι κάποιοι άνθρωποι κατέλαβαν ένα χώρο στάθμευσης… γκρέμισαν τα όρια, τους τοίχους του πάρκινγκ, πήραν το χώρο και τον μεταμόρφωσαν σε έναν κήπο… Και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν πήγα εκεί είναι ότι αυτός είναι κομμουνισμός, ότι αυτό είναι η επανάσταση. Και ακόμη το αισθάνομαι αυτό έντονα, ακόμη αισθάνομαι πολύ ότι εκεί είναι που βρίσκεται ο κομμουνισμός, ότι αυτό σημαίνει ο κομμουνισμός… Ένας κήπος έχει ειδικά χαρακτηριστικά στο να λέει ότι ο αντικαπιταλισμός, ο κομμουνισμός πρέπει να βασίζεται σε μια διαφορετική σχέση με τα φυτά και τα ζώα που μας περιβάλλουν. Και κατά δεύτερον, είναι σημαντικό σε αυτόν τον κήπο ότι η όλη διαδικασία δημιουργεί μια άλλη αίσθηση κοινωνικών σχέσεων, είναι μια διαδικασία δημιουργίας ενός άβατου, αν θέλετε μια ρωγμή στην λογική της κοινωνικής συγκρότησης του καπιταλισμού. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με το πάρκο έβαλαν, στην πραγματικότητα όχι αλλά θα μπορούσαμε να το φανταστούμε συμβολικά, ταμπέλες στο πάρκο που λένε “καπιταλισμέ μείνε μακριά, εδώ θα δημιουργήσουμε κάτι άλλο”.»[3]
Στιγμιότυπο 3.
Ένα κρύο πρωινό της 19ης του Δεκέμβρη του 2010, στο αμφιθέατρο ΜΑΧ του ΕΜΠ βρίσκεται μια από τις γνωστότερες μορφές της σύγχρονης σκέψης, ο Σλοβένος Slavoj Zizek, καλεσμένος του Αριστερού Βήματος Διαλόγου και Κοινής Δράσης. Ένα πολυπληθέστατο κοινό κρέμεται από τα χείλη του θυελλώδους φιλοσόφου στη διάλεξη με τίτλο «Ζώντας στην εποχή των τεράτων»[4]. Σε κάποιο σημείο της ομιλίας του κάνει μια αναφορά σε κάτι αρκετά οικείο για τους παρευρισκόμενους: «Στην παρέμβαση του στο Αριστερό Φόρουμ του Λονδίνου, το 2010, ο John Holloway, άρτι αφιχθείς από την Ελλάδα, ανέφερε ως παράδειγμα άσκησης του κομμουνισμού ένα πάρκο στην Αθήνα που είχε καταληφθεί από διαδηλωτές και λειτουργούσε ως απελευθερωμένη ζώνη, με αφίσες στις εισόδους του που έγραφαν «Απαγορεύεται η είσοδος στον καπιταλισμό». Στο εσωτερικό του, απαγορευόταν η εμπορευματοποίηση, οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να συγκεντρώνονται, να χορεύουν, να συζητούν. Αλλά οι καπιταλιστές αναμφίβολα θα χαιρέτιζαν παρόμοιες νησίδες ως ζώνες αναψυχής που δίνουν στους εργάτες τους μεγαλύτερη ζωτικότητα όταν επιστρέφουν στη δουλειά. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε προσεκτικοί όταν ακούμε για παρόμοιες ζώνες απόσυρσης, όπου ο Μπαντιού συναντά τον Χόλογουεϊ. Είναι εύκολο να πει κανείς ότι, δεδομένων των καταστροφικών αποτελεσμάτων που είχε το κομμουνιστικό κίνημα του εικοστού αιώνα, με τον προσήλωση του στην κατάληψη της εξουσίας, οφείλουμε να καταγγείλουμε τη βία, περιορίζοντας την στην προάσπιση ελεύθερων χώρων απόσυρσης. Ωστόσο, οφείλει κανείς να λάβει εξίσου υπόψη πως αυτοί που ασκούν το κρατικό μονοπώλιο στη βία πάντα αγαπούν εκείνους που διατείνονται ότι τα προβλήματα είναι «βαθύτερα» από το ποιος έχει την εξουσία, αφού τέτοιου είδους άνθρωποι δεν αντιπροσωπεύουν καμία απειλή για την κυριαρχία τους.»
Στιγμιότυπο 4.
Είναι Τρίτη 24 του Μαΐου του 2011. Το τοπίο μοιάζει αρκετά σκοτεινό. Ένα χρόνο μετά από την ψήφιση του μνημονίου, η ελληνική κοινωνία βυθίζεται στην άβυσσο της κοινωνικής εξαθλίωσης . Οι αντιστάσεις φαίνονται ακόμα εξασθενημένες, ανήμπορες να υπερβούν την κάμψη που έφεραν τα τραγικά γεγονότα του περασμένου Μάη, με τον θάνατο τριών εργαζομένων στη Marfin. Η τελευταία μεγάλη απεργία που προηγήθηκε στις 11 του μήνα, παρά τη δυναμική της, δεν είχε τη μαζικότητα που απαιτούσαν οι συνθήκες, ενώ η βίαιη επίθεση της αστυνομίας είχε φέρει ένα νεαρό διαδηλωτή στα όρια του θανάτου. Το μούδιασμα των αγωνιζόμενων ενίσχυσαν οι σκοτεινές μέρες των ρατσιστικών πογκρόμ ακροδεξιών και παρακρατικών ομάδων στο κέντρο της Αθήνας που ακολούθησαν τη θλιβερή δολοφονία του Μανώλη Καντάρη. Τις επόμενες μέρες τα πράγματα είχαν αλλάξει πλήρως και όλο και περισσότερα χαμόγελα είχαν διαδεχτεί τα σκοτεινιασμένα πρόσωπα. Τι είχε ακολουθήσει; Στις 5.00 ώρα το απόγευμα της μέρας εκείνης εμφανίστηκε ένα γκρουπ στο Facebook με τίτλο «Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα» [5] που καλούσε σε μια «ειρηνική και αυθόρμητη σύναξη» την επόμενη μέρα στις 6.00, στα πρότυπα του αγώνα των Ισπανών “indigados”. Μέσα σε λίγες ώρες, το διαδίκτυο είχε κατακλυστεί από δηλώσεις συμμετοχής και καλέσματα σε πλατείες όλης της χώρας. Όμως τίποτα δεν μπορούσε να προμηνήσει αυτό που θα γινόταν τις επόμενες μέρες. Από την Τετάρτη 25 του Μάη και για πάνω από ένα μήνα, δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βρίσκονταν καθημερινά στην πλατεία Συντάγματος, πολλοί διέμεναν σε σκηνές, συγκροτούσαν επιτροπές και συμμετείχαν σε ανοιχτές λαϊκές συνελεύσεις. Στις 25 του Μάη, αργά το βράδυ, βγήκε η πρώτη σύντομη απόφαση:
«Εδώ και πολύ καιρό παίρνονται αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. Είμαστε εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, νεολαίοι, που έχουμε έρθει στο σύνταγμα για να παλέψουμε και να αγωνιστούμε για τις ζωές μας και το μέλλον μας. Είμαστε εδώ γιατί γνωρίζουμε ότι οι λύσεις στα προβλήματά μας μπορούν να προέλθουν μόνο από εμάς. Καλούμε όλους τους Αθηναίους, εργαζόμενους, ανέργους και νεολαία στο Σύνταγμα, και όλη την κοινωνία να γεμίσει τις πλατείες και να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Εκεί στις πλατείες θα συνδιαμορφώσουμε όλα μας τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις μας. Καλούμε όλους τους εργαζόμενους που θα απεργήσουν την επόμενη περίοδο να καταλήγουν και να παραμένουν στο Σύνταγμα. Δεν θα φύγουμε από τις πλατείες, μέχρι να φύγουνε αυτοί που μας οδήγησαν εδώ: Κυβερνήσεις, Τρόικα, Τράπεζες, Μνημόνια και όλοι όσοι μας εκμεταλλεύονται. Τους διαμηνύουμε ότι το χρέος δεν είναι δικό μας.
 ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΡΑ!  ΙΣΟΤΗΤΑ – ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ – ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ!
Ο μόνος αγώνας που χάνεται είναι αυτός που δεν δόθηκε ποτέ!”
Λαϊκή Συνέλευση Πλατείας Συντάγματος.»
—————————————————————————————————————————————————

Η κρίση, το κέντρο, τα αντισυστημικά κινήματα και ο κομμουνισμός.


Η επιλογή των συγκεκριμένων στιγμιότυπων δεν ήταν μια αποσπασματική επιλογή γεγονότων που αυθαίρετα προσπαθούν να αναδείξουν δευτερεύουσες πτυχές σύγχρονων αναλύσεων ή άσχετων μεταξύ τους δράσεων. Το σημείο της σύνδεσης τους είναι το ίδιο το κέντρο της Αθήνας, το κέντρο της Ελλάδας και με μια δόση υπερβολής ένα από τα κέντρα που διαδραματίζονται οι σημαντικότερες εξελίξεις των τελευταίων χρόνων παγκόσμια.
Η οικονομική κρίση έχει φέρει τεράστιες αλλαγές και τραγικές επιπτώσεις στην κοινωνική πλειοψηφία στο σύνολο σχεδόν του κόσμου. Έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις, ωστόσο εδώ και περίπου δύο χρόνια έχει πυροδοτήσει την έκρηξη της κρίσης του χρέους κυρίως στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και την Ελλάδα. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα κλονίζεται, ενώ τα «προγράμματα διάσωσης» μέσα από τις δανειακές συμβάσεις με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το ΔΝΤ φέρνουν μια νέα ποιότητα μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Οι μεγάλες αντιστάσεις  που έχουν δοθεί ως απάντηση, δεν είναι απλά ηρωικοί αγώνες σε μια χώρα περιφερειακή του «σκληρού» πυρήνα της Ε.Ε., αλλά σημαντικά κινήματα που αποκτούν παγκόσμιο ενδιαφέρον ως «πρωτοπορία της παγκόσμιας αλλαγής»[6]. Για το λόγο αυτό και οι πλευρές του αγώνα στην Ελλάδα βρίσκονται στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης.
Το περιβάλλον της κρίσης και τα αδιέξοδα που φαίνονται διαρκώς άλυτα εντείνουν ολοένα την αναζήτηση για μια αντικαπιταλιστική εναλλακτική. Θα εστιάσω σε μια ριζοσπαστική και με μαρξιστική αναφορά κατεύθυνση και όχι στις  επιδιώξεις για διατήρηση του συστήματος, για νέα κεϋνσιανά συμβόλαια ή ακόμα χειρότερα για μια υπέρβαση με όρους ολοκληρωτισμού, αυταρχισμού και σύγχρονου βοναπαρτισμού. Το ενδιαφέρον δεν είναι απλά ότι αναζωπυρώνεται η συζήτηση για την ιδέα του κομμουνισμού, αλλά ότι αυτή η συζήτηση πλέον απασχολεί χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, δείχνει να ξεφεύγει από τα όρια μιας ακαδημαϊκής μειοψηφίας και να επηρεάζει με έντονο τρόπο μαζικά κινήματα που ξεσπούν σε όλο τον κόσμο. Η εικόνα του Zizek ή της Butler[7] να μιλούν σε ένα συγκεντρωμένο πλήθος στην καρδιά της Νέας Υόρκης και να γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό είναι αναμφίβολα κάτι νέο που κρύβει μια τεράστια δυναμική.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες εμφανίζεται με μαζικό τρόπο ο εφιάλτης της πείνας και της φτώχειας στην καρδιά του αναπτυγμένου κόσμου. Αλλά και για πρώτη φορά έχουμε τεράστια κινήματα μέχρι και εξεγερτικά και επαναστατικά γεγονότα από τις Αραβικές χώρες μέχρι τις ΗΠΑ και από την Αθήνα μέχρι τη Χιλή.  Πρόκειται για κάτι πρωτοφανές και πολύ σοβαρό. Ο Πέρυ Αντερσον είχε παρομοιάσει την αραβική άνοιξη με τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848-49, την πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου να ανατρέψει την αστική εξουσία[8]. Στα χείλη και τα πλακάτ συχνά αποτυπώνεται η φράση «παγκόσμια επανάσταση». Μπορεί να μην υπάρχει η δυναμική των επαναστατικών κινημάτων του μεσοπολέμου, μπορεί να απουσιάζει η πολιτικοποίηση του 60, αλλά τα μεγάλα στοιχήματα είναι μπροστά μας.
Αυτή η περίοδος επηρεάζει αμφίδρομα τη σχέση των θεωρητικών με τα κινήματα. Όχι μόνο τα δεύτερα φαίνεται να ασχολούνται περισσότερο με την θεωρία που αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και οι θεωρητικοί «αναγκάζονται» να μιλούν πιο συγκεκριμένα, να αναφέρονται σε ένα ακροατήριο που ξεφεύγει από μερικούς κύκλους μυημένων αλλά περιλαμβάνει χιλιάδες αγωνιζόμενους ανθρώπους. Οι επιστημονικές και θεωρητικές αναλύσεις δεν μπορούν να ταυτιστούν με τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις ή τα πολιτικά προγράμματα κομμάτων, ωστόσο φαίνεται σαν να αισθάνονται την ανάγκη να φύγουν από τη σφαίρα της ταξικής πάλης στη θεωρία, όπως θα έλεγε ο Althusser, και να επιδιώκουν υλική πραγμάτωση.
Για άλλη μια φορά, το γήπεδο αυτών των εξελίξεων είναι η πόλη. Μπορεί να μην είναι το μόνο, μπορεί να είναι και τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα ή οι οθόνες των υπολογιστών, αλλά είναι σίγουρα το σημαντικότερο. Στην πόλη γίνονται οι πορείες, το δημόσιο χώρο αυτής καταλαμβάνουν τα κινήματα. Με μια έννοια φαίνεται σαν όλοι αυτοί που έθεταν το θέμα του χώρου και του «δικαιώματος στην πόλη» στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αναμετρήσεων, με πρώτο και κύριο τον Lefebvre, να δικαιώνονται στην πλατεία Ταχριρ, την επονομαζόμενη πλατεία Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη, στην «κάτω Βουλή» της πλατείας Συντάγματος και την Πουέρτα δελ Σολ των αγανακτισμένων της Μαδρίτης.
Το κέντρο της πόλης, και συγκεκριμένα το κέντρο της Αθήνας, είναι το σημείο κλειδί. Εκεί είναι που η κρίση εμφανίζεται ωμή στο προσκήνιο, έντονη, βίαιη. Εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο κομμάτι των μεταναστών, που ως το ασθενέστερο εντός της κοινωνίας βιώνει με το χειρότερο τρόπο τις συνέπειες της κρίσης. Εκεί, αρχίζουν να περιτριγυρίζουν οι νέοι άστεγοι της μητρόπολης. Αλλά είναι και εκεί που έγινε, και δεν θα γινόταν αλλού, η εξέγερση του Δεκέμβρη, οι απεργίες του 2010. Εκεί ήταν το κέντρο του κινήματος των πλατειών, εκεί και το σημείο συνάντησης στην ιστορική διήμερη απεργία του Οκτώβρη του 2011. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ πολλά παραδείγματα αυτοδιαχείρισης του δημόσιου χώρου υπάρχουν σε όλη τη χώρα, μερικά ίσως πιο επιτυχημένα, αυτό που φαίνεται να κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι το πάρκο Ναυαρίνου. Δεν είναι τυχαίο που οι ζυμώσεις και οι συζητήσεις για ένα διαφορετικό μέλλον ανθίζουν σε αυτό το δύσκολο αλλά και όμορφο κομμάτι της πόλης. Και δεν είναι τυχαίο, τέλος, ότι αυτοί οι αγώνες που ανακαλύπτουν με νέο τρόπο την πόλη και το δημόσιο χώρο, γίνονται το επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης.
Τι, λοιπόν, είναι αυτό που θα προσπαθήσω να μελετήσω στο κείμενο αυτό; Ο στόχος είναι να παρουσιαστούν βασικά σημεία ομοιότητας και διαφοράς μεταξύ δύο βασικών παραδειγμάτων κατάληψης και οικειοποίησης του δημόσιου χώρου που έγιναν τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της Αθήνας. Του πάρκου Ναυρίνου και της πλατείας Συντάγματος. Δεν επιδιώκει η εργασία αυτή να μελετήσει όλες τις πλευρές του πολύ ενδιαφερόντων αυτών πειραμάτων αλλά να παρουσιάσει μια μεθοδολογία σκέψης για το πώς μπορούμε να αντιληφθούμε την ανάκτηση της πόλης στα πλαίσια της αντικαπιταλιστικής πάλης. Αυτό θα το δούμε και μέσα από σύγχρονες θεωρίες που τοποθετούν την οικειοποίηση του δημόσιο χώρου στο επίκεντρο της ανάλυσής τους. Η ομιλία του Holloway δεν αναφέρθηκε τυχαία καθώς ο ίδιος περιγράφει σε παραδείγματα σαν το πάρκο Ναυαρίνου την πραγμάτωση στο σήμερα του κομμουνισμού, ενώ αναλυτές σαν τους Hardt και Negri βρίσκουν σε αυτό μια υλοποίηση της επανοικειοποίησης των κοινών που είναι βασική πλευρά για έναν κομμουνισμό πέρα από το κράτος και την αγορά. Από την πλευρά μου, θα τοποθετηθώ κριτικά στις παραπάνω θεωρίες αξιοποιώντας μεθοδολογικά πλευρές μιας κριτικής που αντιλαμβάνεται τη διεκδίκηση της πόλης όχι σαν μια διαδικασία άσχετη με την ταξική πάλη, αλλά σαν μια παράλληλη και εξίσου αναγκαία διαδικασία, όχι όμως για την υλοποίηση χώρων απόσυρσης από το κεφάλαιο αλλά κυρίως για την πάλη για την αντικαπιταλιστική επαναστατική ανατροπή. Σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της κριτικής είναι ο David Harvey.
—————————————————————————————————————————————————-

Οι τόποι.

Πάρκο Ναυρίνου- Πλατεία Συντάγματος
Η γέννηση.
Το πάρκο Ναυρίνου δεν μπορεί να συγκριθεί με την πλατεία Συντάγματος γενικά. Το ένα είναι μια συνοικιακή πλατεία που φτιάχτηκε από τους πολίτες και το άλλο η κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας της Ελλάδας, απέναντι από το ελληνικό κοινοβούλιο. Επομένως δεν θα μελετήσω την πλατεία Συντάγματος σαν τέτοια, όπως ορίζεται από το ΓΠΣ, ή όπως βιώνεται καθημερινά. Οφείλουμε να τη σκεφτούμε τις μέρες εκείνες που ο συνήθης χαρακτήρας της άλλαξε και φιλοξένησε μια από τις μεγαλύτερες αναμετρήσεις της σύγχρονης ιστορίας. Όμως ούτε έτσι ακριβώς είναι αρκετό. Γιατί θα ήταν άδικο να συγκρίνει κανείς ένα όμορφο πάρκο με το μεγαλύτερο κίνημα των τελευταίων ετών. Αυτό που βασικά ενδιαφέρει την εργασία δεν είναι γενικά μια σύγκριση, άλλα μάλλον μια αντιπαραβολή κάποιων κοινωνικών και πολιτικών στοιχείων τα οποία εμφανίστηκαν σαν διαφορές και σαν ομοιότητες τόσο στην αυτοδιαχείριση του Πάρκου στα Εξάρχεια, όσο και στην περίοδο που λειτούργησε το Σύνταγμα ως μόνιμος τόπος έκφρασης του «κινήματος των πλατειών» και κάθε φορά που αποκτά τέτοια μορφή.
Το αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου, βρίσκεται στην καρδία των Εξαρχείων, μιας γειτονιάς που ιστορικά συνδέεται με τη ριζοσπαστική αναζήτηση και τη νεολαιίστικη έκφραση. Με μια έννοια είναι στο καλύτερο σημείο που θα μπορούσε να λάβει χώρα ένα πρωτότυπο πείραμα σαν αυτό. Σχετίζεται αναμφίβολα με την εξέγερση του Δεκέμβρη, καρδιά της οποίας ήταν τα Εξάρχεια, η οποία απελευθέρωσε τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις όχι μόνο στις καθημερινές διαδηλώσεις που διήρκησαν σχεδόν ένα μήνα αλλά και μετά, σε πολλά εγχειρήματα αυτοοργάνωσης και δημιουργίας δημόσιων χώρων σε άλλες περιοχές της Αθήνας.
Ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του ιστολογίου Αφορμή[9] με τίτλο το δικαίωμα στην πόλη παρουσιάζει με αξιόλογο τρόπο τέτοιες προσπάθειες. Κοινή συνισταμένη στις περισσότερες από αυτές είναι ότι ο Δεκέμβρης γέννησε ή αναγέννησε τη δημιουργία ελεύθερων αυτοδιαχειριζόμενων χώρων τροφοδοτώντας με νέες μαζικές κοινωνικές δυνάμεις, φέρνοντας κοντά πολιτικές συλλογικότητες και ανένταχτους πολίτες. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ξεπήδησαν πολλές τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως το πάρκο Κύπρου και Πατησίων, ο Ελεύθερος Γαλαξίας στη Νέα Σμύρνη, η κατάληψη στην πλατεία Γαρδένια του Ζωγράφου. Σχεδόν σε κάθε γειτονιά της Αθήνας έγιναν αντίστοιχες δράσεις. Άλλες σταμάτησαν μετά το τέλος των ταραχών, αφού επιτέλεσαν ένα ρόλο συντονισμού σε τοπικό επίπεδο των κινητοποιήσεων (συνήθως κατειλημμένα δημόσια κτίρια όπως ΚΕΠ, πχ Χαλάνδρι, Άγιος Δημήτριος). Άλλες επιδίωξαν για ένα διάστημα να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά αλλά τερματίστηκαν τουλάχιστον με την αρχική μορφή τους (πχ Νέα Σμύρνη, Ζωγράφου). Σε άλλες περιπτώσεις η εξέλιξη, παρότι διατηρήθηκε ο δημόσιος χαρακτήρας, δεν δικαίωσε τις προσδοκίες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πάρκο Κύπρου και Πατησίων που ήταν μάλλον η πιο ηρωική και νικηφόρα μάχη με το κράτος και το Δήμο.
Από πολλές πλευρές, το πάρκο Ναυαρίνου είναι από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα, που άντεξε στο χρόνο. Επιτυχημένο κυρίως ως προς το ότι συνεχίζει να υπάρχει, πιθανότατα έχει κατακτήσει την ύπαρξη του ακόμα και απέναντι στο κράτος. Ένα όμορφο πάρκο έχει δημιουργηθεί, που αποτελεί μια σημαντική ανάσα στο τσιμεντένιο κέντρο. Σε αυτό βεβαίως οφείλεται και το γεγονός ότι το κτίριο άνηκε στο ΤΕΕ που το παραχώρησε για πάρκο. Γενικά, η πίεση και η αντοχή του κινήματος υπεράσπισής του πάρκου φαίνεται να έχει επιφέρει μια σημαντική νίκη.
Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από κατοίκους της περιοχής μεταξύ των οποίων και η «επιτροπή πρωτοβουλίας κατοίκων Εξαρχείων». Ο χώρος ήταν ιδιοκτησία του ΤΕΕ που το παραχώρησε στο Δήμο και από το 1990 είχε οριστεί ως χώρος πρασίνου. Ωστόσο 19 χρόνια μετά τίποτα τέτοιο δεν είχε γίνει, αντιθέτως σκέψεις για την οικοδόμησή του άρχισαν να πλανιόνται. Απέναντι σε αυτό, με μια αποφασιστική και μαζική κίνηση, στις 7 Μάρτη του 2009, αρκετές εκατοντάδες πολίτες, έριξαν την περίφραξη του παρκινγκ, έσπασαν την άσφαλτο και ξεκίνησαν τη δημιουργία του πάρκου. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε καθημερινή βάση, γίνονταν εργασίες (να φτιαχτεί η παιδική χαρά, να σχεδιαστούν και κατασκευαστούν τα έπιπλα, να γίνουν οι φυτεύσεις…) πράγμα που επαναλαμβάνεται συχνά, στις οποίες συμμετείχαν όσοι ήθελαν συμβάλλοντας ο καθένας και σε τομείς που μπορεί να έχει ιδιαίτερη γνώση (γεωπόνοι, μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι κ.α.).
Το πάρκο θεωρείται σαν ένα από τα παραδείγματα αυθόρμητης δράσης. Και είναι αλήθεια ότι δεν υπήρχε κάποιο οργανωμένο σχέδιο από κάποιο κόμμα, το οποίο να υλοποιήθηκε. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την καθοριστική συμβολή και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχαν, τόσο στη διοργάνωση όσο και στην λειτουργία από την αρχή, άτομα και συλλογικότητες που αναφέρονται με σαφήνεια στους χώρους της αριστεράς, του αναρχικού ρεύματος και γενικά των κινημάτων. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές έτσι είναι. Η εικόνα κάποιων αυστηρά προκαθορισμένων γεγονότων που υλοποιούνται με ατσάλινη πειθαρχία από το σύνολο των πρωταγωνιστών τους, συνήθως βρίσκεται στη φαντασία. Η πραγματικότητα δείχνει ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που ισχυροί κομματικοί μηχανισμοί καθοδηγούν μια λαϊκή κινητοποίηση, το στοιχείο του αυθόρμητου, του «από τα κάτω» συνυπάρχει και μάλιστα είναι πρωταρχικά το καθοριστικό για τη μαζικότητα τους. Επομένως ενώ από τη μια πλευρά υπάρχει μια μαζική και μάλλον απροσδόκητη συμμετοχή ατόμων κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, από την άλλη υπάρχουν εξ αρχής αποτυπώματα που σχετίζονται με την αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Δεν ισχύει το ίδιο στην περίπτωση της γέννησης των συγκεντρώσεων στην πλατεία Συντάγματος. Το συγκεκριμένο ραντεβού το έθεσαν κάποιοι νέοι, στα πρότυπα των indigados της Ισπανίας, μέσα από τα νέα κοινωνικά δίκτυα, οι οποίοι καμία σχέση δεν είχαν με κάποια πολιτική ή κινηματική μορφή της αριστεράς. Κομμάτια που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την κηδεμονία της ιδέας της κατάληψης της πλατείας Συντάγματος βρίσκονται σε όλο σχεδόν το φάσμα της κοινωνίας και του πολιτικού σκηνικού. Από νέους με εξοικείωση στις νέες τεχνολογίες και το internet εμπνευσμένους από διεθνή παραδείγματα οργάνωσης χωρίς συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση και με απέχθεια προς τις κομματικές συγκροτήσεις, δυνάμεις της Αριστεράς (όπως πχ το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής που καλούσε μήνες πριν για έναν αγώνα στα πρότυπα της Ταχριρ), νέα αντιφατικά κομμάτια του πατριωτικού χώρου άλλα με «αριστερότερες» ή «δεξιότερες» αποκλίσεις (όπως οι «300 Έλληνες» που είχαν κάνει αντίστοιχες απόπειρες τις προηγούμενες μέρες της 25ης Μάη) μέχρι και ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες (παρότι θεωρώ ότι το συγκεκριμένο κομμάτι ούτε στην αρχή ούτε στη συνέχεια ήταν ποτέ ιδιαίτερα μαζικό). Το ενδιαφέρον είναι ότι ακριβώς αυτή η ασάφεια και η αντιφατικότητα στο πως οργανώθηκε κάτι τόσο μαζικό έφερε και μια σειρά από επικρίσεις και σενάρια συνομωσίας. Ανάλογα με την πολιτική προέλευση του κατήγορου το Σύνταγμα οργανώθηκε από αριστερούς, δεξιούς, διεθνή «σκοτεινά» κέντρα, παιδιά των βορείων προαστίων, καναλάρχες που σκοπό είχαν άλλοτε να περάσουν «κομμουνιστικές ιδέες», άλλοτε να υποδουλώσουν τους Έλληνες, άλλοτε να αποπροσανατολίσουν το εργατικό κίνημα και άλλοτε να εκτονώσουν τη λαϊκή οργή με ένα τρόπο ακίνδυνο προς το σύστημα.
Δεν θεωρώ σκόπιμο να αναμετρηθώ με τις απόψεις αυτές. Το σίγουρο είναι ότι το αυθόρμητο στοιχείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Άλλωστε αυτό που αιτιολογεί την απρόβλεπτη μαζικότητα που απέκτησε από την αρχή δεν είναι το φοβερό σχέδιο, ή η φαεινή ιδέα. Τέτοιες ιδέες υπάρχουν στους χώρους των κινημάτων εδώ και δεκαετίες και επανέρχονται καθημερινά. Ποτέ το θέμα δεν ήταν γενικά η «ιδέα», πάντοτε ήταν ο χρόνος, ο τρόπος και τα υποκείμενα που θα την υλοποιούσαν. Στη δεδομένη στιγμή όλα αυτά φάνηκε να είναι έτοιμα, τουλάχιστον για αυτό που ακολούθησε με τη δυναμική και τα όρια του. Σαφώς η εξέλιξη του διέφερε πολύ από την έναρξη, πολλές αντιλήψεις συγκρούστηκαν και συνυπήρξαν σε όλη τη διάρκεια, και η συμβολή των οργανωμένων δυνάμεων ήταν καθοριστική, ωστόσο θα ήταν πραγματικά λάθος να υποστηριχτεί ότι υπήρξαν δυνάμεις της Αριστεράς που να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρώτη εμφάνισή του κινήματος των αγανακτισμένων. Αντιθέτως, ακόμα και μέχρι το τέλος, η άρνηση και καταγγελία όλων των οργανωμένων δυνάμεων και της πολιτικής των κομμάτων γενικά ήταν κυρίαρχη σε μεγάλο κομμάτι της «πλατείας» και ειδικά τις πρώτες μέρες ήταν και μάλλον ηγεμονεύουσα.
Τη συνέχεια θα τη δούμε, ωστόσο οφείλουμε να κρατήσουμε ότι στη γέννηση των δύο προσπαθειών μπορεί να φαίνεται ότι κυριάρχησε το αυθόρμητο, ωστόσο στην περίπτωση του πάρκου είναι κρίσιμη η συμβολή συνειδητών κομματιών, συλλογικοτήτων και ατόμων που αναφέρονται στην αριστερά ή το αναρχικό κίνημα ακόμα και αν δρουν σαν άτομα, ενώ η περίπτωση της πλατείας είναι περισσότερο μια διαδικασία που δεν διοργανώθηκε αλλά στηρίχτηκε στη συνέχεια από πολιτικές δυνάμεις ή άτομα που συμμετέχουν σε αυτές.
—————————————————————————————————————————————————-
Τα δρώντα υποκείμενα.
Η μελέτη υποκειμένων, που δρουν σε μαζικά κοινωνικά γεγονότα εμπεριέχει εκ των πραγμάτων μια διαδικασία ενοποιήσεων και αποδοχών, και δεν είναι αντικειμενική. Αυτή η επιδίωξη γενίκευσης και τοποθέτησης χρωματίζεται από την οπτική γωνία και το στόχο που θέτει ο καθένας.
Ο Neil Smith σε ένα σημαντικό του κείμενο (Smith, 1992), μελετά την περίπτωση του κινήματος που έλαβε χώρα στο Tompkins Square Park της Νέας Υόρκης και αναφέρει πώς χαρακτήριζαν τους συμμετέχοντες σε αυτό οι εκπρόσωποι της τοπικής εξουσίας. «Στις μέρες που ακολούθησαν την εξέγερση, ο Δήμαρχος Edward Koch περιέγραψε το Tompkins Square Park σαν “καταβόθρα” και χρέωνε την εξέγερση στους “αναρχικούς”. Ο επικεφαλής της Patrolmen’s Benevolent Association[10]συμφώνησε με ενθουσιασμό: “κοινωνικά παράσιτα, ναρκομανείς, σκινχεντ και κομμουνιστές” – “μια ανόητη μάζα από απροσάρμοστους ανθρώπους”- είχε προκαλέσει την εξέγερση». Αυτή η περιγραφή δεν μπορεί να κριθεί σαν «λάθος» ή σαν «ψευδής» απλά, περιγράφοντας ότι μπορεί να συμμετείχε ένας συνηθισμένος πολίτης, καθόλου κομμουνιστής και καθόλου ναρκομανής. Ισχύει και αυτό. Αλλά κυρίως ισχύει ότι τα υποκείμενα καθορίζονται από τις αφηγήσεις που ο καθένας επιλέγει να δώσει. Μπορούν μελέτες να αποδείξουν την ταξική ή φυλετική σύνθεση μιας ομάδας, ωστόσο η ιδιαίτερη δυναμική του συλλογικού και του ατομικού, της σύγκρουσης, της ηγεμονίας και της συνύπαρξης είναι πάντοτε ζήτημα πρόσληψης.
Και στα δύο παραδείγματα υπάρχουν κάποια κοινά σημεία. Και στα δύο (με δεδομένη βέβαια τη διαφορά μεγέθους) το βασικό υποκείμενο της δράσης είναι ένα πολυπληθές, αντιφατικό και ανομοιογενές σύνολο. Δεν υπάρχει σαφής πολιτικός και ταξικός καθορισμός ούτε ξεκάθαρες «ηγετικές ομάδες». Δεν υπάρχει κάποιας μορφής τυπική ιεραρχία ούτε καν κάποια λογική συντονιστικού οργάνου. Οι πρωταγωνιστές, που μπορεί να διαφέρουν από μέρα σε μέρα, δεν διαμορφώνονται από κάποιες κομματικές ή κινηματικές πρωτοπορίες και σε μεγάλο βαθμό διαφέρουν από τους «γνωστούς» αγωνιστές των συλλογικοτήτων της αριστεράς ή του αντιεξουσιαστικού χώρου. Τέλος, αυτή η πολλαπλότητα ηλικιών, η ισότιμη συμμετοχή των δύο φύλων, η, σχετικά μικρή αλλά υπαρκτή, συμμετοχή μεταναστών διαμορφώνουν ένα υποκείμενο που διαφέρει από αυτό που στο παρελθόν μπορεί να εικονοποιούταν ως η «πρώτη γραμμή» του εργατικού κινήματος[11]. Το θέμα του υποκειμένου θα το πιάσουμε αργότερα, θεωρητικά.
Αυτή η εικόνα που φαίνεται να μοιάζει θα ήταν αρκετά απλουστευτική. Αντιθέτως η πραγματικότητα εμπεριέχει πάντοτε μεγάλες διαφορές από τα γενικά σχήματα. Μάλιστα το κλειδί σε τέτοια εγχειρήματα, και γενικά σε κάθε προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής, μικρής ή μεγάλης, είναι η απάντηση στο ερώτημα του πως μπορούν οι άνθρωποι να συνεργάζονται, να συνυπάρχουν και να δρουν κοινά, ειδικά όταν δεν είναι το κράτος και κάποιοι εξωτερικοί νόμοι που να τους ορίζουν. Πως γίνεται ομάδες με διαφορετικές απόψεις ή άτομα διαφορετικών καταβολών να αντιπαρατίθενται εντός της συλλογικής τους συνύπαρξης, πώς μπορούν να μοιράζονται τα κοινά; Αυτό το ερώτημα θεωρεί πρωταρχικό ο Σταύρος Σταυρίδης:
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες του μοιράσματος καθώς και τους αγώνες και τις διαπραγματεύσεις που συνδέονται απαραίτητα με την προοπτική του μοιράσματος. Αυτός είναι ο λόγος που εγώ πιστεύω πως  προέχει να δημιουργείται το έδαφος για τη διάπλαση μιας δημόσιας σφαίρας και την ανάπτυξη ευκαιριών συζήτησης και διαπραγματεύσεων  σε σχέση με το τι είναι καλό για όλους αντί να ισχυροποιούνται  μόνο οι κοινότητες στο αγώνα τους να καθορίσουν τα δικά τους κοινά. Η αναφορά των κοινών σε ομάδες ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά εμπεριέχει τον κίνδυνο να ενισχύονται έτσι κοινότητες κλειστές. Οι άνθρωποι μπορεί να ορίζουν τους εαυτούς τους ως commoners εξαιρώντας άλλους από το κοινωνικό τους περιβάλλον, από τα δικά τους προνομιούχα «κοινά». Ωστόσο, αντιλαμβανόμενοι την έννοια των κοινών στη βάση του δημόσιου, σημαίνει ότι δεν εστιάζουμε στις ομοιότητες και τα κοινά στοιχειά αλλά στις πολλές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι ενδέχεται να συναντηθούν σε ένα πεδίο που αποφασίζουν από κοινού». (De Angelis & Σταυρίδης, 2011):
Δεν αναφέρεται σε θεωρητικά σχήματα, αλλά σε πολύ πραγματικά γεγονότα. Ο Βασίλης Αυδίκος (Avdikos, 2011), για παράδειγμα, σε μια μελέτη του για το πάρκο Ναυαρίνου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο, υποστηρίζει ότι δυνάμεις του αναρχικού χώρου ουσιαστικά απώθησαν υποστηρικτές της Αριστεράς. Αναφέρει ότι, ενώ στην αρχή υπήρχε ενθουσιασμός και συμμετοχή από πάρα πολύ κόσμο, και συγκεκριμένη στήριξη των τοπικών επιτροπών κομμάτων της Αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη συνέχεια αυτό άλλαξε. Από την αρχή του πάρκου μέχρι σήμερα οι αντιπαραθέσεις είναι συχνές, ενώ συνήθη είναι και τα γεγονότα, όπου ομάδες, λειτουργώντας ενάντια στις αποφάσεις των συνελεύσεων, προκαλούν διαφόρων ειδών προβλήματα, από δολιοφθορές ως δράσεις που προκαλούν την αντίδραση των περίοικων ή συμβάλλουν συχνά σε επιθέσεις της αστυνομίας. Για παράδειγμα σε ανακοίνωση- κάλεσμα σε εκδήλωση η Επιτροπή Πρωτοβουλίας κατοίκων Εξαρχείων αναφέρεται με πολύ σκληρά λόγια:
«Καίνε αυτοκίνητα στην τύχη, τα βράδια τρομοκρατούν κατοίκους, το ζωντανό κομμάτι μιας γειτονιάς  που σιγά-σιγά την εγκαταλείπει. Η παρ΄ολίγον ανατίναξη μιας  πολυκατοικίας  (Μεσολογγίου και Μεταξά) κάνει έξω φρενών όποιον ζει στα Εξάρχεια και θέλει να παραμείνουν ζωντανά. Τελευταίο κατόρθωμά τους η δολιοφθορά στο Πάρκο Ναυαρίνου, έναν κοινόχρηστο, αυτοδιαχειριζόμενο χώρο  συνεύρεσης μικρών και μεγάλων που δημιουργείται  με κόπο και όραμα»[12].
Το πάρκο Ναυαρίνου, παρότι συγκεντρώνει άτομα πολύ διαφορετικής προέλευσης, δε συγκρίνεται με το μωσαϊκό που πλαισίωσε το κίνημα των πλατειών. Η πλειονότητα των συμμετεχόντων στο πάρκο, έχουν αναφορά σε αναρχικά ρεύματα, στην αριστερά, έστω στα κοινωνικά κινήματα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άνθρωποι που δεν βρίσκουν τον εαυτό τους σε κάτι από τα παραπάνω και απλά τους ενδιαφέρει το πάρκο, ωστόσο ο «χρωματισμός» δεν γίνεται από αυτούς.
Οι αντιφάσεις μεταξύ των συμμετεχόντων, στην περίπτωση της πλατείας Συντάγματος, είναι πολλαπλάσιες από ότι στο πάρκο. Το στήριξαν ή το αποδέχτηκαν κομμάτια που συνήθως είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα. Μπορεί να βρίσκονταν ταυτόχρονα ο εργάτης με το αφεντικό του. Ο μετανάστης με ρατσιστικές ομάδες. Ακροαριστερές με ακροδεξιές ομάδες. Όμως η μεγάλη μάζα, δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Η διαρκής αντιπαράθεση για το ποιος θα ηγεμονεύσει, πολιτικά και οργανωτικά, σε αυτή τη μεγάλη μάζα όρισε την πορεία του Συντάγματος. Διατηρώ όμως την αίσθηση ότι η αντιπαράθεση αυτή δεν ήταν ίδια με την αντιπαράθεση στο πάρκο. Γιατί φαίνεται ότι διεξαγόταν περισσότερο με στόχο την πολιτική ηγεμονία σε ένα μεγάλο κίνημα και συνολικά στην αντιμνημονιακή πάλη στην Ελλάδα και δευτερευόντως την οργανωτική ηγεμονία το χώρο. Η τουλάχιστον το δεύτερο γινόταν με στόχο το πρώτο. Για αυτό οι διαμάχες γίνονταν περισσότερο για κάποιες πολιτικές απόψεις ή και προϋπάρχουσες τοποθετήσεις, για τα πανό, για τις αποφάσεις, για τα συνθήματα, ακόμα και για την ύπαρξη ομάδων παρά για τις συγκεκριμένες δράσεις ή συζητήσεις, οι οποίες συχνότατα αποφασίζονταν εύκολα και δεν υλοποιούνταν ποτέ. Πρόκειται κυρίως για διαμάχες που φαίνεται να στόχευαν στην πορεία του αγώνα, στην επόμενη μέρα και όχι στη σύγκρουση διαφορετικών διαθέσεων στη συνύπαρξη.
Αυτό δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση τις καθημερινές διενέξεις για όλα τα πρακτικά ζητήματα, πολλές εκ των οποίων είχαν μεγάλη πολιτική σημασία. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές υποστηρίζω ότι, ειδικά το διάστημα που υπήρξε μεγάλη μαζικότητα, τα προβλήματα αυτά ήταν μάλλον μικρότερα από αυτό που θα περίμενε κανείς σε μια κατάληψη του κεντρικού δημόσιου χώρου της Αθήνας στην οποία έστω και λίγο συμμετείχε το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας.
Οι κυριότερες διενέξεις είχαν να κάνουν με τον αυτοπροσδιορισμό του αγώνα και το περιεχόμενο του. Οι πιο σημαντικές ήταν δύο που είχαν και γεωγραφικό αποτύπωμα. Ήταν η γνωστή διαφορά της«πάνω» και της «κάτω» πλατείας. Η διαφορά αυτή συνήθως περιγράφεται ως η αντίθεση μεταξύ του πιο «αυθόρμητου» και «μαζικού» κομματιού που διαδήλωνε κάθε μέρα μπροστά από τη Βουλή, με το πιο «συνειδητό» κομμάτι, στο οποίο συμμετείχε και η Αριστερά που προσπαθούσε να δώσει μια συνέχεια και ένα πολιτικό στίγμα μέσω της λαϊκής συνέλευσης και των επί μέρους επιτροπών. Για άλλους η κάτω πλατεία εξέφρασε την προσπάθεια για μια ριζοσπαστική συγκρότηση, μια προσπάθεια διαμόρφωσης αιτημάτων και ριζοσπαστικοποίησης των συνειδήσεων ενώ ή πάνω περιλάμβανε αστικά και μικροαστικά κομμάτια και δεξιές πολιτικές δυνάμεις. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το πάνω μέρος της πλατείας ήταν το «αυθεντικό» κομμάτι, ενώ το κάτω και η συνέλευση ήταν μια μεθόδευση των αριστερών ώστε να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Κατά την άποψη μου, παρά τις εμφανείς διαφορές μεταξύ του γενικού στίγματος που εξέπεμπαν τα δύο μέρη της πλατείας δεν υφίσταται κάποιο δίπολο, κάποιος ανταγωνισμός, αλλά μάλλον το ένα συμπληρώνει το άλλο. Δεν θα υπήρχε η συνέλευση, οι επιτροπές, η κατασκήνωση αν δεν υπήρχαν για τόσες μέρες δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όταν αυτοί μειώθηκαν, οι προσπάθειες διατήρησης με μόνιμο τρόπο της συνέλευσης και των σκηνών απέτυχαν. Από την άλλη, η αγανάκτηση που εξέφρασε η πάνω πλατεία θα ήταν μισή, θα ξεθύμαινε αν η προσπάθεια οργάνωσης και πολιτικοποίησης εξέλειπε, αν απουσίαζε η πρωτοφανής δημοκρατική διαδικασία της δυνατότητας του καθενός να αποκτήσει δημόσιο βήμα. Στην πράξη το ένα ήταν κομμάτι του άλλου, μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας πλατιάς πρωτοπορίας του κινήματος των πλατειών, προσπάθεια που εκ των πραγμάτων θα περιλάμβανε και αυτούς που πιστεύουν ότι η έννοια της πρωτοπορίας κάτι σημαίνει, άρα της Αριστεράς.
Σε καμία περίπτωση όμως, η συνέλευση και η κάτω πλατεία δεν καθορίστηκε απόλυτα από τις δυνάμεις της Αριστεράς. Σε μεγάλο βαθμό ήταν μια γνήσια λαϊκή συνέλευση, κομμάτι του συνολικού κινήματος, που εξέφραζε ικανοποιητικά την πλειοψηφία των συμμετεχόντων, μεγάλο κομμάτι των οποίων είχε ξεκάθαρη στάση ενάντια στα κόμματα και την πολιτική εν γένει. Και αυτή είναι μια δεύτερη μεγάλη αντιπαράθεση με χωρική αποτύπωση, τη δυνατότητα ή μη των οργανωμένων δυνάμεων να έχουν εμφάνιση στο χώρο. Η διαπάλη που πολλές φορές κατέληξε ακόμα και σε οργανωτική σύγκρουση ενάντια σε οργανώσεις που είχαν υλικά όπως σημαίες, αφίσες ή ανακοινώσεις, δεν ήταν κυρίως μια μάχη αισθητικής ή διαχείρισης του χώρου, αλλά μια πολιτική μάχη αυτοπροσδιορισμού και φυσιογνωμίας.
Κάθε άτομο που συμμετείχε, και όλες οι συλλογικές εκπροσωπήσεις πήραν θέσεις σε σχέση με τα διαδραματιζόμενα στο Σύνταγμα. Άλλες το κατήγγειλαν και διαχωρίστηκαν από αυτό, όπως το ΚΚΕ αλλά και δυνάμεις του αντιεξουσιαστικού χώρου και του αυτόνομου μαρξισμού[13], άλλες το στήριξαν ασκώντας κριτική σε πλευρές του και άλλες το πλαισίωσαν με πλήρη αποδοχή. Ένας ολόκληρος αστερισμός από συλλογικές και ατομικές απόψεις αντιπαρατέθηκαν, που δεν αποτελούν πεδίο της εργασίας.
Σημαντικό κομμάτι των κριτικών που ασκήθηκαν ήταν και η αντιφατική ταξική σύνθεση. Ή ακόμα καλύτερα πως αυτή η ασαφής ταξική διάρθρωση αποτυπώνονταν σε διαφορετικά πολιτικά προτάγματα εκπροσώπησης των διαφορετικών συμφερόντων. Για αυτό και η συνεχής πολιτική διαπάλη συνδεόταν και με μια διαπάλη ταξικών συμφερόντων. Το σημείο που αποτυπωνόταν κάθε στιγμή όριζε την εξέλιξη και κατά την άποψη μου καθόρισε και τις δύο σημαντικότερες κλιμακώσεις του κινήματος. Αυτές δεν είναι άλλες από τις πανεργατικές απεργίες. Οι μέρες αυτές δεν ήταν σημαντικές μόνο για τη μαζικότητα τους ή για την τεράστια κρατική καταστολή και για τις συγκρούσεις με την αστυνομία. Ήταν καθοριστικές γιατί ήταν οι κόμβοι που το κίνημα των πλατειών συνδέθηκε με μια εργατική απεργιακή κινητοποίηση σε μέρες που διαδραματίζονταν και σημαντικές ψηφοφορίες.
—————————————————————————————————————————————————-

Οι θεωρίες.

Διαβάζοντας κάποιος το προηγούμενο κεφάλαιο, που ούτε στο ελάχιστο δεν περιέγραψε ή επιδίωξε να απαντήσει με πληρότητα στα ερωτήματα για τα υποκείμενα και τους στόχους τους, φαίνεται σαν η ιστορία των εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης του δημόσιου χώρου να είναι περισσότερο μια ιστορία συγκρούσεων παρά συνθέσεων. Να έχει περισσότερα προβλήματα παρά λύσεις. Που μπορεί να μας οδηγήσει μια τέτοια παραδοχή; Μήπως τελικά είχε δίκιο ο Garett Hardin στο διάσημο κείμενο του, «Η τραγωδία των κοινών» που υποστήριζε ότι μόνο αν υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία μπορούν τα αγαθά των κοινών να διασωθούν από την υπερβολή χρήση που επιδιώκει ο καθένας για τον εαυτό του. Στην εκτίμηση αυτή καταλήγουν αρκετοί, ενώ και η συλλογιστική αυτή χρησιμοποιείται σαν μανιφέστο για την ιδιωτικοποίηση των πάντων τις τελευταίες δεκαετίες.
Σύμφωνα όμως με αρκετούς αναλυτές, το ζήτημα των κοινών (commons) είναι το κλειδί τόσο για την προσπάθεια του καπιταλισμού να υπερβεί την κρίση του, όσο και για τα αντικαπιταλιστικά συστήματα ώστε να τον ανατρέψουν. Κατά τον De Angelis ή τον Bonefeld ο καπιταλισμός εμπεριέχει εγγενώς τη διαδικασία της κατάληψης των κοινών από το κεφάλαιο πράγμα που επικυρώνει τη μονιμότητα της πρωταρχικής συσσώρευσης για την οποία έκανε λόγο ο Μαρξ (Bonefeld, 2011, De Angelis & Σταυρίδης, 2011). Ο Amin από τη δεκαετία του 1970 υποστήριζε ότι «Αυτοί οι μηχανισμοί (της πρωταρχικής συσσώρευσης) δεν ανήκουν μόνο στην προϊστορία του καπιταλισμού, είναι και σύγχρονοι. Είναι αυτοί οι σχηματισμοί της πρωταρχικής συσσώρευσης, τροποποιημένοι αλλά διαρκείς, προς όφελος του κέντρου, που αποτελούν το πεδίο της θεωρίας της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα» (στο Bonefeld, 2011). Με διαφορετικό τρόπο ο Harvey, εισάγει την έννοια της «συσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης» (Harvey, 2006) κάνοντας λόγο για τις πραγματικά αρπακτικές πολιτικές του νέου ιμπεριαλισμού.
Από τη μεριά τους οι Hardt και Negri αφιερώνουν το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας τους (μετά την Αυτοκρατορία και το Πλήθος) στο θέμα αυτό, δίνοντας του τον τίτλο “Commonwealth” θεωρώντας ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι «ο καπιταλισμός των κοινών»[14]. Για αυτούς ως κοινά δεν πρέπει να θεωρούμε μόνο τον αέρα, τα δάση, το νερό κ.α. αλλά και τη γνώση, την εκπαίδευση, συνολικά τον κοινό πλούτο που παράγεται από τις σχέσεις και τη ζωή μέσα στην πόλη. Η επανοικειοποίηση αυτών προσφέρει ένα νέο δρόμο προς τον κομμουνισμό που υπερβαίνει το δίπολο ιδιωτικό ή κρατικό και το πολιτικό πρόταγμα καπιταλισμός ή σοσιαλισμός.
«Έχουμε γίνει τόσο ηλίθιοι που μπορούμε μόνο να αναγνωρίσουμε τον κόσμο ως ιδιωτικό ή δημόσιο (κρατικό). Έχουμε γίνει τυφλοί προς στα κοινά. Ο κομμουνισμός πρέπει να καθοριστεί όχι μόνο ως η κατάργηση της ιδιοκτησίας αλλά επίσης πρέπει να επιβεβαιώνει – να επικυρώνει τα κοινά, να επιβεβαιώνει – να επικυρώνει την ανοιχτή και αυτόνομη παραγωγή υποκειμενικότητας, κοινωνικών σχέσεων και μορφών ζωής, η αυτοδιοικούμενη διαρκής δημιουργία μιας νέας ανθρωπότητας. Με πιο συνθετικούς όρους, αυτό που είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία στον καπιταλισμό και η κρατική ιδιοκτησία στον σοσιαλισμό είναι τα κοινά στον κομμουνισμό».[15]
Με τα λόγια αυτά έκλεισε την ομιλία του ο Hardt στο διεθνές συνέδριο με τίτλο « η ιδέα του κομμουνισμού».
Ο Massimo De Angelis υποστηρίζει ότι τα κοινά έχουν τρία στοιχεία:
 «Πρώτα απ’ όλα, τα κοινά περιλαμβάνουν κάποιου είδους κοινούς πόρους (pooled resources), (κοινές δεξαμενές ή κοινές πήγες ή κοινά αποθέματα), οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως μη εμπορικά (non-commodified) μέσα για την εκπλήρωση των αναγκών των ανθρώπων. Δεύτερον, τα κοινά οπωσδήποτε δημιουργούνται και διατηρούνται από κοινότητες (communities) -αυτός βέβαια είναι ένα πολύ προβληματικός όρος και θέμα αλλά, παρόλα αυτά, θα πρέπει να τον σκεφτούμε. Οι κοινότητες είναι σύνολα από commoners (κοινωνούς), οι οποίοι μοιράζονται αυτές τις πήγες, τους κοινούς πόρους, και καθορίζουν οι ίδιοι και για αυτούς τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους παρέχεται πρόσβαση και χρήση στους κοινούς πόρους». (De Angelis & Σταυρίδης, 2011)
Κατά την άποψή του «τα κοινά φαίνονται να προσφέρουν μια διέξοδο στο αδιέξοδο ανάμεσα στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και στο ανατολικού μπλοκ τύπο κρατικό καπιταλισμό»[16]. Όμως δεν προσφέρουν μια λύση μόνο για το μέλλον αλλά και για σήμερα, καθώς το communing είναι μια απαραίτητη συλλογική πρακτική που υπερβαίνει τόσο το κράτος όσο και την αγορά.
Το κράτος, όπως υποστηρίζει ο Holloway, «από την ίδια του την παίρνει ό,τι είναι κοινό μακριά από μας και το παραδίδει σε πληρωμένους λειτουργούς».[17] Για αυτό το λόγο και δεν έχει νόημα να οραματιζόμαστε την κοινωνική αλλαγή μέσα από αυτό. Το εργαλείο της αλλαγής που προτείνει είναι οι ρωγμές.
«Η έννοια της ρωγμής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να καθοριστούν οι στιγμές και οι χώροι που αψηφούν τη λογική του συστήματος, που γίνονται διάφορα πράγματα γύρω μας σε χρόνους και τόπους που ο καπιταλισμός δεν χωράει. Είναι εκείνες οι στιγμές που με δικούς μας τρόπους ραγίζουμε τον καπιταλισμό. Με τη δημιουργία, την επέκταση, τη διάδοση και τη συνένωση αυτών των ρωγμών σε εκατομμύρια διαφορετικές περιοχές, μπορούμε να καταστρέψουμε την υφή του συστήματος»[18].
Ένας τέτοιος χώρος, που «σπάει» τον καπιταλισμό, κατ’ αυτόν είναι το πάρκο Ναυαρίνου, και δε γνωρίζω, αν και αμφιβάλλω αν θα ήταν και η πλατεία Συντάγματος. Σε αυτό το σημείο συμφωνεί και ο De Angelis: «Το κράτος είναι παρόν σε όλες τις διαφορετικές διαδικασίες, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι πρέπει να βρούμε τρόπους να αποσυνδέσουμε αυτές τις εξουσίες. Ένα παράδειγμα είναι το κατειλημμένο πάρκο στα Εξάρχεια, ένα πάρκινγκ που μετατράπηκε σε πάρκο μέσω της εξελισσόμενης διαδικασίας του commoning» (De Angelis& Σταυρίδης, 2011).
Η δυνατότητα και η αποτελεσματικότητα των «νησίδων» αυτονομίας από τον καπιταλισμό είναι κάτι που τίθεται σε αμφισβήτηση ανεξάρτητα με τη συνολική τοποθέτηση σε σχέση με το νόημα των κοινών. Ο Σταυρίδης, εμφανίζεται
«πολύ καχύποπτος ή επιφυλακτικός όσον αφορά την ιδέα ότι εμείς μπορούμε να χτίσουμε τους δικούς μας μικρούς θύλακες της ετερότητας, τα δικά μας μικρά απελευθερωμένα οχυρά, τα οποία θα μας προστατεύουν από την εξουσία του κράτους. Δεν εννοώ ότι δεν είναι σημαντικό να χτίζουμε κοινότητες αντίστασης αλλά, αντί να τις διαμορφώνουμε ως απομονωμένους θύλακες, εμείς πρέπει να προσπαθήσουμε να τις δούμε ως δυνητικά δίκτυα αντίστασης, που συλλογικά εκπροσωπούν ένα μέρος του αγώνα. Εάν επιμένετε να πιστεύετε ότι μια μεμονωμένη κοινότητα με τα δικά της κοινά και τη δική της κλειστή περίμετρο μπορεί να αποτελεί το φρούριο μιας απελευθερωμένης ετερότητας, τότε είναι βέβαιο ότι θα ηττηθείτε.» (De Angelis& Σταυρίδης, 2011).
Ο Zizek, όπως φαίνεται και από την ομιλία που αναφέρθηκε στην αρχή, είναι εξαιρετικά αιχμηρός απέναντι σε αυτή τη λογική. Όμως η κριτική του, δεν αρκείται εκεί. Η τοποθέτηση του, που συχνά υποστηρίζεται ότι είναι βαθιά αντιφατική και συχνά αυτοαναιρείται (Gousis, 2011α), εμπεριέχει πολύ σημαντικές πλευρές, όπως άλλωστε και το σύνολο της σκέψης του. Διατηρεί τη λογική των κοινών περιγράφοντας τα κοινά του πολιτισμού, της επικοινωνίας, της εσωτερικής και εξωτερικής φύσης (Zizek, 2009α), ωστόσο θεωρεί καθαρή ουτοπία την άποψη του Negri σχετικά με τη διεκδίκηση αυτών. « Σημειώστε την ακριβή διατύπωση του Negri[19]: «όχι «κατάργηση» του κεφαλαίου, αλλά «εξαναγκασμός του» να αναγνωρίσει το κοινό καλό, παραμένοντας μέσα στον καπιταλισμό- αν υπήρχε ποτέ μια ουτοπική ιδέα, αυτή θα ήταν» (Zizek, 2009β).

Κάντο μόνος σου, αλλά πώς;
Με αντίστοιχο τρόπο τους επιτίθεται και ο Harvey στην κριτική του στο τελευταίο τους βιβλίο[20]. Με μια δόση ειρωνείας υποστηρίζει ότι το έργο τους παρακάμπτει την υλική βάση των επαναστατικών προσπαθειών και άρα θυμίζει περισσότερο τους προμαρξιστές ουτοπιστές των οποίων οι σκέψεις είναι σημαντικές και σήμερα, αρκεί να γνωρίζεις ότι διαβάζεις κάτι τέτοιο. Προσωπικά, υποστηρίζω την άποψη αυτή, συμπληρώνοντας ότι παρά τα ενδιαφέροντα σημεία η θεωρία τους μοιάζει να είναι ή υπερβολικά απλοϊκή και αφελής ή επιτηδευμένα δύσκολη ή και τα δύο μαζί. Μέσα από δυσνόητα ιδεολογικά σχήματα, και ένα σύνθετο παιχνίδι λέξεων φαίνεται σαν το τελικό τους συμπέρασμα να είναι διάτρητο. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο περιγράφει και ο Harvey απέναντι στη λογική της εξόδου ή απόσυρσης από το κράτος και το κεφάλαιο καθώς και της δυνατότητας οι οριζόντιες αντιιεραρχικές δομές επανοικειοποίησης των κοινών να αποτελούν πρόταση άμεσης βιώσιμης εναλλακτικής της ανθρωπότητας. «Το ζήτημα είναι πολύ μεγάλο για να το αφήσουμε στην οριζόντια αυτοοργάνωση των αυτόνομων όντων. Ο καπιταλισμός, με τις ιεραρχικές του δομές, έχει κάνει σημαντική πρόοδο στον να θρέψει τον κόσμο, μολονότι άνισα, ώστε κάποιος πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός να μην διαλύσει αυτές τις δομές τόσο εύκολα»[21].
Μια παρόμοια κριτική ασκεί και ο Michael Yates στο κείμενο του «Μπορεί η εργατική τάξη να αλλάξει τον κόσμο;»:
«Και ενώ έχει δημιουργηθεί ένα κίνημα «κάν’το μόνος σου», που κατόρθωσε να πετύχει κάποια παραγωγή ανεξάρτητη από τους μηχανισμούς της αγοράς, μου φαίνεται ότι η πολιτική της λιποταξίας είναι σίγουρα αποτυχημένη. Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει τουλάχιστον μερικές μονάδες παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα που δεν θα θέλουμε να εγκαταλείψουμε. Μπορούμε να “το κάνουμε μόνοι μας” και να έχουμε παραγωγή χάλυβα ή παροχή ηλεκτρισμού; Ένας μέρος της παραγωγής θα πρέπει πάντα να γίνεται σε συντονισμό, καλύπτοντας μεγάλες εκτάσεις. Πώς θα το καταφέρουμε αυτό; Και μπορούμε όντως να φανταστούμε δεκάδες εκατομμύρια εργατών να εγκαταλείπουν την εργασία τους και να κάνουν το δικό τους; Με τι συντονισμό και τι στρατηγικές εναντίον των κρατών που θα τους εναντιωθούν ενεργητικά και λυσσαλέα;» (Γεητς, 2006)
Υποστηρίζω ότι δέκτης αυτής της πολεμικής οφείλει να αισθάνεται και ο Holloway, του οποίου το σχέδιο των ρωγμών κινδυνεύει να είναι διάτρητο πριν ακόμα «σπάσει τον καπιταλισμό». Αναφέρει για παράδειγμα:
«Για τους περισσότερους ανθρώπους, η απελευθέρωσή τους από την εργασία δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά αποτέλεσμα της απόλυσης. Το να είναι άνεργοι ή επισφαλώς απασχολούμενοι δεν είναι συνήθως μια συνειδητή επιλογή, αλλά το ερώτημα είναι τι κάνουμε με αυτό και πώς το βλέπουμε. Οι άνθρωποι που έχουν βγει έξω από το καπιταλιστικό σύστημα της κοινωνικής συνοχής, γενικά, αναγκάζονται να αναπτύξουν άλλες μορφές κοινωνικής υποστήριξης, άλλους τρόπους ζωής. Παρόλες τις δυσκολίες, αυτές μπορεί να είναι εμβρυακές μορφές από μια διαφορετική κοινωνία και οι πραγματικές υλικές βάσεις της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Και αυτή η δημιουργία δομών αμοιβαίας υποστήριξης από τους αποκλεισμένους, ιδιαίτερα στις πόλεις, έχει προσφέρει την υλική βάση για τις περισσότερες και πιο σημαντικές αντικαπιταλιστικές εξεγέρσεις τα τελευταία χρόνια, στη Λατινική Αμερική και αλλού.» [22]
Θα πρέπει βέβαια να είναι κάποιος τρελός, αντιδραστικός ή απόλυτα απαθής για να διαφωνεί με τη δημιουργία δομών και μορφών αλληλεγγύης και οριζόντιας αλληλοβοήθειας, καθώς και με την αναζήτηση διαφορετικών μεθόδων παραγωγής και απόκτησης εισοδήματος που να στηρίζονται στη συλλογικότητα. Δεν είναι αντικείμενο της εργασίας να μελετήσει τη δυναμική ή τα όρια στα οποία έφτασαν τέτοιες προσπάθειες σε χώρες κυρίως της Λατινικής Αμερικής. Αντιθέτως υποστηρίζω ότι τέτοιες πρωτοβουλίες είναι επιτακτική ανάγκη να λάβουν χώρα και σήμερα στην Ελλάδα και ενδεχομένως μπορεί και ο «κομμουνισμός στο σήμερα» που θεωρεί ότι είναι το πάρκο Ναυαρίνου να παίξει ένα τέτοιο ρόλο. Όμως μπορούμε να αναγάγουμε τέτοιες μορφές, που αποτελούν μια απάντηση στην εξαθλίωση και στην καλύτερη επιτυγχάνουν την επιβίωση, σε πρόταγμα για τον κομμουνισμό; Και το ΕΑΜ «έσωσε από την πείνα» τον ελληνικό λαό, αλλά δεν θεώρησε ότι με συσσίτια θα οργανωθεί η «λαοκρατία».
Ένα πολιτικό μανιφέστο ;
Μπορεί η κριτική να είναι σκληρή ή και απλοϊκή. Φοβούμενος κάτι τέτοιο, και δεχόμενος την τοποθέτηση των Hardt και Negri[23], απαντώντας στον Harvey, ότι ένα βιβλίο δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα της πράξης μελέτησα ένα κείμενο των Midnight Notes, με τίτλο «Υποσχετικές Επιστολές: Από την Κρίση στα Κοινά». Η αξιόλογη αυτή ομάδα αυτή αποτελείται από σοβαρούς εκπροσώπους του αυτόνομου μαρξισμού, όπως ο Caffentzis και η Federici, και εξέδωσε το κείμενο αυτό σαν μια προκήρυξη- πλατφόρμα για τη ανάλυση τους για την κρίση και τις προτάσεις τους για το κίνημα. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι λάθος να ταυτίζονται ανόμοια πράγματα, ωστόσο η κριτική, πιστεύω, ότι μπορεί να πιάσει και τους προηγούμενους θεωρητικούς ή τουλάχιστον πλευρές των θεωρητικών τους απολήξεων. Ξεκινώντας είχα μια μικρή υποψία, ότι υπάρχει ένα κενό σε αυτές τις προτάσεις και ότι μεταφέρονται αυτόματα από την κλίμακα της μικρής γεωργίας στις υψηλές τεχνολογίες καθότι εκεί (στην πρώτη περίπτωση στη γη, και στη δεύτερη στη γνώση) μπορεί η λογική των κοινών να βρει μεγαλύτερη εφαρμογή. Και φανταστείτε την έκπληξη μου όταν η προκατάληψη έγινε βεβαιότητα.
«Τα μελλοντικά μας κοινά συνοψίζονται σε δύο στοιχεία: την πρόσβαση στη γη (δηλαδή, τα τρόφιμα και καύσιμα) και την πρόσβαση στη γνώση (δηλαδή, τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε και να βελτιώνουμε όλα τα μέσα παραγωγής, υλικά και άυλα). Όλα έχουν να κάνουν με τις πατάτες και τους υπολογιστές.» (Midnight Notes, 2011)
Αποσπασματική επιλογή, θα πει κανείς. Και μπορεί να έχει και δίκιο. Πώς όμως μπορεί να εξηγηθεί ότι στις δεκάδες σελίδες ανάλυσης και προτάσεων δεν υπάρχει χώρος ώστε να αναμετρηθούν με το ερώτημα της παραγωγής και της βιομηχανίας και του σημαντικότερου χαρακτηριστικού του καπιταλιστικού συστήματος, της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής; Ή μάλλον συγγνώμη, υπάρχει κάπου η φράση ότι μπορεί να «καταλάβουν καπιταλιστικούς θεσμούς (όπως για παράδειγμα ένα εργοστάσιο». Λες και αναφερόμαστε σε ένα Δημαρχείο και όχι στο βασικό γήπεδο της παραγωγής και αρπαγής του κοινωνικού πλούτου. Βέβαια πολύς χώρος δίδεται σε όμορφα αισθητικά σχήματα όπως για παράδειγμα στην πρόταση αυτή: «Όπως το θέτουν οι αυτόχθονες Αμερικάνοι, για να φάμε συλλογικά από το ίδιο πιάτο με ένα κουτάλι, πρέπει να αποφασίσουμε για το ποιος παίρνει το κουτάλι και πότε». Ενώ για το ερώτημα πως θα έρχεται το φαί και κυρίως ποιός και πώς θα φτιάχνει το κουτάλι για μερικά δισεκατομμύρια άτομα, δεν χρειάζεται να σκεφτούμε; Ίσως αυτά να συνεχίζουν να έρχονται από την Κίνα, μαζί με τα μικροτσιπ των υπολογιστών μας, σε εργοστάσια με εργάτες «παλιάς κοπής», ενώ στη Νέα Υόρκη θα δημιουργούμε κοινότητες ελεύθερου λογισμικού. Η αμηχανία και η απροσδιοριστία στόχων και δρώντων υποκειμένων είναι τόσο έκδηλη που συγχέονται αντικρατικές, αντιεξουσιαστικές θέσεις με ακραία ρεφορμιστικά αιτήματα συνταγματικών αλλαγών και με ηθικολογικές απλοϊκότητες όπως η φράση «πετάμε τόνους σκουπιδιών, και δεν το σκεφτόμαστε δεύτερη φορά» που δεν διεκδικούν θέση σε ένα πολιτικό μανιφέστο.
Ο χώρος που δόθηκε στο κείμενο αυτό δεν είναι τελείως άσχετος, γιατί σε αντίθεση με τη σφαίρα της θεωρίας, οι συγκεκριμένες πολιτικές ιεραρχήσεις υιοθετούνται από κομμάτια που πρωταγωνιστούν στο πάρκο Ναυαρίνου και κράτησαν μια κριτική στάση απέναντι στην πλατεία Συντάγματος ή επιδίωξαν να μονιμοποιήσει μια μορφή σαν το πάρκο Ναυαρίνου.
Υπάρχει «φορέας της ιστορικής αλλαγής»;
Οι αδυναμίες αυτές σχετίζονται και με το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου της αλλαγής. Και σε αυτό το ζήτημα οι απόψεις του Negri διαφέρουν από τον Holloway ή από άλλους. Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται σε αυτά τα ρεύματα σκέψης δεν είναι κυρίως το αν υπάρχει η ταξική πάλη και οι τάξεις, ή αν η εργασία παίζει ρόλο (όπως θα ήταν σε μια αντιπαράθεση με μεταμοντέρνες αστικές θεωρίες) αλλά το αν το εργατικό κίνημα είναι η πρωτοπορία του επαναστατικού και αν το σύγχρονο προλεταριάτο είναι ο βασικός φορέας της ανατροπής.
Κατατοπιστική είναι η αντιπαράθεση του Harvey με τους Hardt και Negri. Ο πρώτος γράφει:
«O Hardt και ο Negri απορρίπτουν τον ισχυρισμό του Zizek ότι υπάρχει κάτι πολύ πιο θεμελιώδες για την τάξη από ότι με όλες τις άλλες μορφές ταυτότητας σχετικά με τη εξέλιξη του καπιταλισμού, και πιστεύω ότι ο Zizek έχει δίκιο. Ανεξάρτητα με το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι το φύλο, η φυλή ή η σεξουαλική ταυτότητα στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και ανεξάρτητα πόσο σημαντικοί ήταν οι αγώνες που δόθηκαν στο όνομά τους, είναι δυνατό να φανταστείς την εξέλιξη του καπιταλισμού χωρίς αυτούς, κάτι που είναι αδύνατο στην περίπτωση της τάξης»[24].
Οι Hardt και Negri απαντούν:
«Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το Zizek, ότι, ενώ οι ταξικές πολιτικές μπορούν να είναι επαναστατικές οι αγώνες του φύλο, της φυλής και άλλων ταυτοτήτων δεν μπορεί να είναι. Μια κεντρική διαφορά εδώ μεταξύ της δικής μας οπτικής και αυτής του Harvey και του Zizek είναι ότι δεν θεωρούμε το κεφάλαιο σαν τον μοναδικό άξονα κυριαρχίας, και επομένως, η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου δεν είναι, στην οπτική μας, ο μόνος τρόπος αντικαπιταλιστικής δράσης[…] Το ζήτημα δεν είναι να επιλέξουμε ανάμεσα στους άξονες της εξουσίας ή ακόμα να τους βαθμολογήσουμε με βάση τη σημασία τους…»[25].
Με διαφορετικό τρόπο από τους Hardt και Negri και τη λογική του πλήθους που περιγράφουν, αρνείται τη σημασία του υποκειμένου ο de Angelis.
«Δεν είναι δυνατόν να επικαλούμαστε καμία πρωτοπορία για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή τα καπιταλιστικά μέτρα είναι διάχυτα στο στρωματοποιημένο παγκόσμιο πεδίο της παραγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι μας πλήττουν όλους. Δεύτερον, διότι οι πιο “προχωρημένοι” τομείς της παγκόσμιας “εργατικής τάξης” -είτε με όρους επιπέδου των μισθών είτε ως προς το είδος της εργασίας τους (δεν έχει σημασία αν τους αποκαλούν άυλους ή συμβολικούς εργάτες)– μπορούν υλικά να αναπαραχθούν μόνο στη βάση της αλληλεξάρτησης με τους “λιγότερο αναπτυγμένους” τομείς της παγκόσμιας εργατικής τάξης.» (De Angelis & Σταυρίδης, 2011).
Όμως στην μαρξιστική αντίληψη, ουδέποτε η εργατική τάξη ήταν η περισσότερο ή η μόνη καταπιεζόμενη ομάδα, ούτε η τάξη το μοναδικό στοιχείο καταπίεσης. Αυτό που έκανε τους εργάτες το βασικό υποκείμενο της ανατροπής του καπιταλισμού ήταν η θέση τους στην παραγωγή και άρα η δυνατότητά τους να ανατρέψουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα και να εγκαθιδρύσουν μια διαφορετική κοινωνία. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Ralph Milliband:
«Η “πρωταρχική σημασία” της οργανωμένης εργατικής τάξης προκύπτει από το γεγονός ότι καμία άλλη ομάδα, κίνημα ή δύναμη στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι ούτε κατά προσέγγιση ικανή να εγείρει τόσο αποτελεσματική και δυναμική αμφισβήτηση των υπαρκτών δομών εξουσίας και των προνομίων όσο η οργανωμένη εργατική τάξη. Κατά κανέναν τρόπο αυτό δε σημαίνει ότι τα κινήματα των γυναικών, των μαύρων, των ειρηνιστών, των οικολόγων, των ομοφυλοφίλων και άλλων δε είναι σημαντικά, ή ότι δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα, ή ότι πρέπει να παραιτηθούν της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους. Καθόλου. Σημαίνει μόνο ότι ο κύριος (όχι ο μόνος) “νεκροθάφτης” του καπιταλισμού παραμένει η οργανωμένη εργατική τάξη. Εδώ βρίσκεται ο απαραίτητος, αναντικατάστατος φορέας της “ιστορικής αλλαγής”. Και αν, όπως συνέχεια λέγεται ότι ισχύει, η οργανωμένη εργατική τάξη αρνηθεί να το πράξει, δε πρόκειται να γίνει τίποτα». (στο Γεήτς, 2006).
Ακόμα και αν το θέμα του υποκειμένου δεν είναι το βασικό της εργασίας, δεν μπορεί παρά να φαίνεται η σχέση αυτής της προβληματικής με τα παραδείγματα στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Από πολλές πλευρές παρουσιάζεται σαν το ζήτημα της ταξικής σύνθεσης, ή καλύτερα της πολιτικής εκπροσώπησης των ταξικών συμφερόντων, ζήτημα πάνω στο οποίο έχουν λάβει χώρα μερικές από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις ή και τραγωδίες του κομμουνιστικού κινήματος, να είναι αδιάφορο ή και «παλαιομοδίτικο», πράγμα που επικυρώνεται στο ότι δεν παίζει καθοριστικό ρόλο σε κινηματικά γεγονότα όπως το πάρκο Ναυαρίνου, ή το κίνημα των πλατειών. Υποστηρίζω μια διαφορετική αφήγηση που λέει ότι καταρχήν η ταξική διαίρεση υφίσταται και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συνειδήσεις και τις δράσεις ακόμα και διαστρεβλωμένα. Κυρίως όμως αναγνωρίζει ότι η ταξική ηγεμονία μπορεί να μην είναι σημαντική στο Πάρκο Ναυρίνου, στο βαθμό που αυτό δεν παίζει ένα ρόλο διεκδίκησης μιας αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής. Όμως και αυτό είναι αμφισβητούμενο καθώς, το ζήτημα του πρασίνου δεν είναι αταξικό και σε κάθε περίπτωση συνδέεται με την πολιτική που εκπροσωπεί η αστική τάξη. Αν πράγματι μπορούσε να είναι μια περιοχή πραγματικού κομμουνισμού τότε σε αυτή με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να συμμετέχουν ισότιμα εργάτες και αστοί; Η ιδιότητα τους σταματά στη ρυμοτομική γραμμή του τετραγώνου; Στην περίπτωση του Συντάγματος το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου έχει μεγαλύτερη σημασία να συζητηθεί. Εκτιμώ μάλιστα, όπως υποστήριξα και νωρίτερα, ότι όπου ηγεμόνευσε η εργατική πολιτική, το κίνημα έγινε πιο αιχμηρό και επικίνδυνο και ότι η αδυναμία της πλατείας να πυροδοτήσει ριζικές ανατροπές στους χώρους εργασίας και μια αλλαγή στο ίδιο το εργατικό κίνημα σηματοδότησε και τα ανυπέρβλητα όρια της, που οδήγησαν και στην αδυναμία να αποτρέψει την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου ακόμα και μετά από μια τόσο μαζική κινητοποίηση.
Το θέμα δεν ήταν προφανώς το αν συμμετείχαν μόνο εργάτες. Άλλωστε χρειάζεται μια μεγάλη συζήτηση για το τι αποτελεί σήμερα, στην Ελλάδα, το σύγχρονο προλεταριάτο που θεωρώ ότι περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας και της χειρωνακτικής και διανοητικής παραγωγής. Η εργατική τάξη, έχει σύμφωνα με τη μαρξιστική μεθοδολογία, τη μοναδική ικανότητα να εκφράσει με τη νίκη της τα συμφέροντα και των άλλων καταπιεζόμενων κομματιών. Το επίπεδο της συνείδησης και οργάνωσης της εργατικής τάξης προφανώς δεν ήταν αυτό που απαιτούσε η περίοδος. Αυτό όμως πρέπει να το αναγνώσουμε ως αδυναμία που πρέπει να ξεπεραστεί ή σαν σημάδι ότι ο ταξικός αγώνας και τα όργανα του, με πιο χαρακτηριστικά τα συνδικάτα, έχουν ξεπεραστεί από μια διάχυτη μάζα καταπιεζόμενων;
Σύμφωνα με τον Bosteels, στο κείμενο του «Η υπόθεση του αριστερισμού»[26], αυτή η παραδοχή αποτελεί τη μία από τις δύο πηγές του σύγχρονου αριστερισμού, που και οι δύο επικαλούνται πραγματικές πλευρές του μαρξιστικού κεκτημένου στο σημείο που να ισχυρίζονται συχνά ότι «ενσαρκώνουν την πραγματική κίνηση του κομμουνισμού». «Η πρώτη μεγάλη εκδοχή του αριστερισμού περιλαμβάνει μια κάθαρση της κεντρικής Μαρξιστικής ιδέας της αντίφασης, την οποίαν την αναγάγει σε μια άμεση, αδιαμεσολάβητη και συχνά ρητά αντιδιαλεκτική αντίθεση, όπως, π.χ., των μαζών ενάντια στο κράτος.» Παραθέτει, μάλιστα, μια παλιότερη αποστροφή του Badiou:
 «Όλες αυτές οι τολμηρές αναθεωρήσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι εγείρουν το ζήτημα της εκπληκτικής καινοτομίας των περιθωριακών κι εναντιωμένων μαζών στον ‘ολοκληρωτικό’ Μαρξισμό-Λενινισμό – αποτελούν κατά λέξη αυτό που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, στην Γερμανική Ιδεολογία, έπρεπε να κατακομματιάσουν, γύρω από το 1845!– ώστε να καθαρίσουν το έδαφος για μια τελικώς συνεκτική συστηματοποίηση των επαναστατικών πρακτικών της εποχής τους.»
   Αλήθεια, τέτοιες λογικές δεν εμφανίζονται μέσα στα κινήματα καθημερινά; Δεν είναι άλλωστε μια έκφραση αυτού που κατακρίνει ο Jameson ότι στη μεταμοντέρνα εποχή στη θέση της τάξης εμφανίζονται διάφορες ομάδες (Jameson, 1999); Η πηγή των λανθασμένων, κατά τη γνώμη μου, προσλήψεων του υποκειμένου, είναι η αδυναμία επιστημονικής παρατήρησης των εξελίξεων της καπιταλιστικής οικονομίας και κατανόησης του διαρκώς εξελισσόμενου χαρακτήρα της σχέσης κεφάλαιο –εργασία. Στο σημείο αυτό νομίζω βρίσκεται και το πιο προβληματικό στοιχείο της συζήτησης για τα κοινά, για όσους αντιλαμβάνονται ότι η κυρίαρχη αντίθεση βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς που τα καταλαμβάνουν και σε αυτούς που αποκλείονται από αυτά. Ξανά, η κριτική του Harvey[27] για το ποιος παράγει και ποιος ιδιοποιείται τον μεγαλύτερο πλούτο που είναι η ανθρώπινη εργασία αλλά και για το πώς αυτή μετασχηματίζεται στο «κοινό των κοινών» που είναι το χρήμα, νομίζω ότι είναι εύστοχη.
Ποιά ιδέα του κομμουνισμού;   
Η μελέτη για τον καθορισμό του υποκειμένου, δεν έγινε από τον Μαρξ για επιστημονικούς λόγους, ούτε για εργαλείο θεωρητικής αντιπαράθεσης. Ο στόχος της ήταν μέσα από αυτό, να καθοριστούν οι πολιτικές προτεραιότητες και να αποκτήσουν μορφή και περιεχόμενο τα ιδεολογικά προτάγματα. Επομένως, η λογική κατάληξη μιας λανθασμένης πρόσληψης του φορέα της αλλαγής, είναι η λανθασμένη διατύπωση πολιτικού προγράμματος ή ακόμα χειρότερα η απουσία του.
Κάτι τέτοιο προσπάθησα να περιγράψω ήδη στην περίπτωση της διακήρυξης των Midnight Notes. Ένα άθροισμα από ιδεολογισμούς, ουτοπικές ελπίδες, υποτυπώδη ρεφορμιστικά αιτήματα προς το κράτος, στο όνομα της άρνησης διατύπωσης αιτημάτων προς αυτό, και πρακτικές συμβουλές προσπαθεί να παίξει το ρόλο του πολιτικού προγράμματος. Και φυσικά αδυνατεί. Αυτή την αδυναμία στηλιτεύει και ο Harvey,όσον αφορά στους Hardt και Negri:
«Πολλές από τις αφαιρέσεις (abstractions) του Commonwealth, ακούγονται καλές, αλλά δεν αναφέρονται πουθενά συγκεκριμένες προτάσεις. Στην πραγματικότητα, αμέτρητες προτάσεις παραμονεύουν μέσα στο Commonwealth μερικές από τις οποίες κυκλοφορούν ανυποψίαστες για την ύπαρξη των άλλων. Προκαλεί κατά κάποιο τρόπο έκπληξη το να βρίσκεις τα επαναστατικά και εμπρηστικά προτάγματα (“ήττα των κυρίαρχων δυνάμεων, καταστροφή του παλαιού καθεστώτος, διάλυση της κρατικής μηχανής- ακόμη και ανατροπή του κεφαλαίου, της πατριαρχίας και της λευκής ανωτερότητας- δεν είναι αρκετά”) να διαπλέκονται με συγκεκριμένα αιτήματα στις κυβερνήσεις του κόσμου για την παροχή “ενός εγγυημένου εισοδήματος για όλους τους κατοίκους”, βασική εκπαίδευση για όλους και εκπαίδευση όλων στις “βασικές κοινωνικές και τεχνικές γνώσεις και ικανότητες”, καθώς επίσης και να επιτραπεί “σε όλους να γίνουν ικανοί να συμμετάσχουν στη συγκρότηση της κοινωνίας”. Σίγουρα καταλαβαίνω γιατί μπορεί να θέλουν να πάρουν και τις δύο θέσεις. Πράγματι, κι εγώ τις παίρνω όλη την ώρα- αλλά από την άλλη, οι άνθρωποι το περιμένουν αυτό από τους επαναστάτες σαν κι εμένα που αναγνωρίζουν την τακτική και στρατηγική σημασία του να παίρνεις ρεφορμιστικές θέσεις κατά καιρούς, δεν το περιμένουν από τον Hardt και τον Negri. Είναι το κράτος το οποίο θέλουν να διαλύσουν αυτό που παρέχει καθολική πρόνοια στη Σκανδιναβία, τη Γαλλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία; Τάσσονται στην ίδια πλευρά με αυτούς που εξεγείρονταν ενάντια στη Μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας στις ΗΠΑ; Ίσως και αυτοί, ζυγίζουν τις πιθανότητες τους. Ξανά, καλωσορίσατε στο κλαμπ που βλέπει το ρεφορμισμό σαν το πρελούδιο της επανάστασης.» [28]
Η μαρξιστική μεθοδολογία, και κυρίως η λενινιστική κληρονομία στο, σημαντικότερο βιβλίο κατά τη γνώμη μου, το «Κράτος και Επανάσταση» δεν αποτελεί ένα σύνολο αναλύσεων και αιτημάτων αλλά μια συνολική και συμπαγή μεθοδολογία στόχων και εργαλείων. Κατά την άποψή μου αυτή ως προς το θέμα των βημάτων προς τον κομμουνισμό είναι η εξής: «Το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, και όχι αιώνια αρχή, άρα μπορεί να ανατραπεί και να σταματήσει να υπάρχει, να καταργηθούν οι τάξεις και η εκμετάλλευση και αυτό για να γίνει χρειάζεται επανάσταση και ανατροπή της αστικής εξουσίας, κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο, εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας που θα στοχεύει στην πλήρη κατάργηση του κράτους»[29]. Είναι σαφές ότι η τραγική εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης που σε τίποτα δε δικαίωσε τόσο τις ελπίδες των αγωνιστών όσο και τις προεπαναστατικές τοποθετήσεις οφείλει να τροφοδοτήσει μια συζήτηση για επαναθεμελίωση του κομμουνισμού και της επαναστατικής πολιτικής. Αυτό όμως δε σημαίνει, φρονώ, την οριστική άρνηση της μαρξιστικής και λενινιστικής μεθοδολογίας, ούτε ακόμα περισσότερο τη ουσιαστική απόρριψη κάθε θεμελιωμένης μεθοδολογίας με συγκεκριμένες απολήξεις. Γιατί διδάγματα δεν δίνουν μόνο οι ήττες αλλά και οι νίκες και η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελεί τη μεγαλύτερη νίκη που πέτυχε ποτέ ο κόσμος της εργασίας. Ποιό παράδειγμα μπορεί να αντιπαρατεθεί που να αποδείξει την αποτελεσματικότητα των «ρωγμών» στον καπιταλισμό;
Το πιο επικίνδυνο δεν είναι να γίνεται αντιπαράθεση και διαπάλη σχετικά με αντιλήψεις που φαίνονται σε κάποιον λανθασμένες, αλλά το να γίνεται αντιληπτό ότι δεν αναμετρώνται όλοι με τα ίδια ερωτήματα και κυρίως  με το μεγάλο στοίχημα της πράξης. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο έλλειμμα σε πολλές από τις θεωρίες που επανατοποθετούνται στην, εξαιρετικά αισιόδοξη, επαναφορά της «ιδέας του Κομμουνισμού». Νομίζω ότι πάνω σε αυτό στηρίζει ο Bosteels τη δεύτερη εκδοχή του νέου αριστερισμού, που «αντί να προϋποθέτει την ιδέα μιας ριζικής ρήξης, θέλει να ακολουθήσει το σχέδιο της δυνητικής (virtual) ύπαρξης του κομμουνισμού μέσα στον καπιταλισμό. Ίσως θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε ότι, αντί ή μάλλον ενάντια στις διεφθαρμένες μορφές του “πραγματικά υπαρκτού κομμουνισμού,” η εκδοχή αυτή ιχνηλατεί την πορεία του “δυνητικά υπαρκτού κομμουνισμού”.»[30]
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα μου φαίνεται και μια παρακάτω σκέψη του:
«Ακόμη και μέχρι το 1982, στην Θεωρία του Υποκειμένου, ο Αλαίν Μπαντιού συνέχιζε να συμπεριλαμβάνει τον κομμουνισμό μεταξύ αυτών που ονόμαζε, με μια χαριτωμένη αναφορά σ’ ένα από τα σεμινάρια του Λακάν, οι “τέσσερις θεμελιώδεις έννοιες του Μαρξισμού,” μαζί με την πάλη των τάξεων, τη δικτατορία του προλεταριάτου και την επανάσταση. Τι συμβαίνει τότε, όταν απ’ αυτές τις τέσσερις θεμελιώδεις ιδέες, κρατιέται μόνο εκείνη του κομμουνισμού –επιπρόσθετα ανυψωμένη στην υπόσταση της Πλατωνικής ή της Καντιανής Ιδέας; Είναι ακόμη θεμιτό να συνδέουμε μια τέτοια “Ιδέα” του κομμουνισμού με τον Μαρξισμό (και την ιστορία του) σαν πολιτική; Και, πιο γενικά, ακόμη κι αν θεωρούμε κλειστή ή κορεσμένη την περίοδο, κατά την οποία η πολιτική μπορούσε, από ιστορικής πλευράς, να αναφέρεται στον Μαρξισμό, τι να κάνουμε με τα τελευταία καλέσματα του Μπαντιού για έναν πλήρη διαχωρισμό της κομμουνιστικής υπόθεσης από την κομματική μορφή της πολιτικής κι από τις δομές του κράτους;»
Άλλωστε, μήπως αυτό δεν είναι που με άλλα λόγια περιγράφει ο Harvey: «Αρκετά με τις σχεσιακότητες (relationalities) και τις αϋλότητες (immaterialities). Τι θα λέγατε για συγκεκριμένες προτάσεις, πραγματική πολιτική οργάνωση και πραγματικές δράσεις;»[31]
Άραγε, αυτές οι σκέψεις δεν πέρασαν με άλλη μορφή από το μυαλό μας χιλιάδες φορές το περασμένο καλοκαίρι και κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια που προσπαθούμε να βρούμε μια λύση απέναντι στην καταστροφή που συντελείται. Με άλλη μορφή ίσως. Μήπως δεν ήταν έλλειψη μιας ενδιάμεσης κόκκινης κλωστής που να υπερβαίνει τη θεωρητικολογία ή τον πρακτικισμό και να μην αρκείται σε μικρά αιτήματα βελτιώσεων αλλά ούτε σε άκαιρους ουτοπισμούς; Αυτό δε φάνηκε στη δυναμική αλλά και τα όρια του Συντάγματος; Μήπως οι πολιτικές δυνάμεις αλλά και οι διανοούμενοι που αναφέρονται στον κομμουνισμό οφείλουν να συνεισφέρουν σε αυτό, να καταθέσουν συγκεκριμένες σκέψεις για το πώς θα ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και κυρίως πως θα οργανώσουμε την παραγωγή και την κοινωνία την επόμενη μέρα; Εκεί δε βρίσκεται και το πιο δύσκολο ερώτημα, όταν κάθε φορά η σκέψη φτάνει στην προφανή λογική κατάληξη, «και τι θα γίνει μετά»;
Ο R. Day
«απαντά, ότι τίποτα δεν θα έρθει μετά στο βιβλίο του “Ο Γκράμσι είναι νεκρός: Αναρχικά Ρεύματα στα Νεώτερα Κοινωνικά Κινήματα”. Ο Day πιστεύει στην μη- ηγεμονική δράση ανεξάρτητα από την υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων ή κάθε προσπάθειας να αλλάξει την προσοχή της από τις Αυτόνομες Ζώνες. Αυτή η ιδέα κοινωνικής αλλαγής πηγαίνει πέρα από τα διλλήματα ρεφορμισμός ή επανάσταση και καλεί στην εγκατάλειψη της «πολιτικής των αιτημάτων» στο όνομα της «πολιτικής των δράσεων». (Gousis, 2011β)
Αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει πράγματι ενδιαφέρον για την κοινωνική αλλαγή ή το βασικό είναι το παιχνίδι αναμέτρησης και «πρόκλησης» κάθε επαναστατικής ιδέας του 20ου αιώνα. Και αν δεν είναι έτσι, τότε αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να δούμε ξανά και να σκεφτούμε πάνω στις τελευταίες φράσεις από ένα πρόσφατο κείμενο του Zizek με αναφορά στην πλατεία Συντάγματος:
«Ακόμα και στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας δείχνει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο ισότητας και ελευθερίας χωρίς κεντρική αρχή να τον ρυθμίζει, ένα δημόσιο χώρο όπου σε όλους παραχωρούνται ίσα χρονικά διαστήματα για να μιλήσουν και ούτω καθεξής. Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητούν τι να κάνουν στη συνέχεια, πώς να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία, η πλειοψηφική άποψη ήταν ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια άμεση απόπειρα κατάληψης της κρατικής εξουσίας, αλλά ένα κίνημα που θα έχει ως στόχο να ασκήσει πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν είναι αρκετό για να επιβάλει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, κανείς χρειάζεται ένα ισχυρό σώμα σε θέση να καταλήξει σε γρήγορες αποφάσεις και να τις υλοποιήσει με όλη την απαραίτητη σκληρότητα.»[32]
—————————————————————————————————————————————————-

Επανάκτηση της πόλης για αντικαπιταλιστική πάλη.

 Φτάνοντας στο τέλος αυτού του κειμένου γνωρίζω ότι πολλά θέματα τέθηκαν χωρίς την απαραίτητη πληρότητα, ενώ περισσότερα ήταν τα ερωτήματα που δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω. Θα προσπαθήσω όμως να τοποθετηθώ σε ένα βασικό. Αφού, η λογική των «ρωγμών» του Holloway δεν με καλύπτει, αφού η επανάκτηση των κοινών μου φαίνεται ελλιπής τι νόημα μπορεί να έχει εν τέλει ο χώρος, σήμερα; Μήπως, στο κεντρικό μου θέμα, φαίνεται σαν η συζήτηση για τον κομμουνισμό και το κομμουνιστικό πρόγραμμα σήμερα να μην πιάνει εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης και επανάκτησης ή δημιουργίας δημόσιου χώρου;
Και αν είναι έτσι το σόι αντιπαράθεση μεταξύ του πάρκου Ναυαρίνου και της πλατείας Συντάγματος έχει νόημα να κάνει κανείς; Μήπως όλα είναι ανούσια μπροστά στη συσπείρωση στους χώρους δουλειάς. Μήπως είναι καταδικασμένα για πάντα να αποτυγχάνουν;
Θα προσπαθήσω όμως να ανασυνθέσω το ερώτημα. Είναι αλήθεια ότι αρνούμαι την υπέρβαση των «παραδοσιακών μορφών» του εργατικού κινήματος, τα συνδικάτα και τα συμβούλια, πολλώ δε μάλλον την εκτίμηση ότι αποτελούν εκ των πραγμάτων ρεφορμιστικά όργανα, όπως υποστηρίζεται από αναρχικά ρεύματα. Αντιθέτως υπερασπίζομαι την αναγέννηση του εργατικού κινήματος για να παίξει το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας. Είναι αλήθεια επίσης ότι συμφωνώ με πλευρές κριτικής όπως ενός κειμένου με τίτλο «Στρατηγικές για την αντικαπιταλιστική μετάβαση» στο ιστολόγιο Lenin’s Tomb: «Το γεγονός ότι αυτές οι σπερματικές κομμούνες δημιουργούνται σε πλατείες και όχι σε χώρους εργασίας υποδεικνύει ότι, ανεξάρτητα από το αν η τάξη αναγνωρίζεται ως ένας κεντρικός ανταγωνισμός πίσω από αυτό τον αγώνα, οι παραγωγικές σχέσεις δεν σχηματίζουν έναν άμεσο στρατηγικό χώρο για τους διοργανωτές.»[33]
Όμως, σκέφτομαι, τις περισσότερες φορές οι κομμούνες έξω αλλά και σε συνεργασία με τα εργοστάσια δεν έβρισκαν τον στρατηγικό τους χώρο; Πολλές φορές η ταξική πάλη δεν συγκροτούταν και γύρω από αυτό που πρώτος ο Lefebvre όρισε σαν δικαίωμα στην πόλη; Άρα πάμε ξανά το ερώτημα. Ποιος ο ρόλος της πόλης και του δημόσιου χώρου, στη προσπάθεια της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, στην προσπάθεια για τις νέες νικηφόρες κομμούνες;
Για άλλη μια φορά θα προτείνω τη σκέψη του Harvey. Είμαι, μάλιστα, τυχερός, γιατί πάνω ακριβώς στο θέμα αυτό, επικεντρώνεται το πιο πρόσφατο κείμενο του με τίτλο «Οι αστικές ρίζες των οικονομικών κρίσεων. Επανάκτηση της πόλης για την αντικαπιταλιστική πάλη» (Harvey, 2012). Υποστηρίζει ότι πολλές φορές δεν ήταν το εργοστάσιο ο κυρίαρχος χώρος που εκδηλωνόταν η ταξική πάλη, ούτε οι βιομηχανικοί εργάτες πάντα το πιο πρωτοπόρο κομμάτι του προλεταριακού αγώνα. Δεν ήταν αυτό το παράδειγμα της Παρισινής Κομμούνας. Πάνω σε αυτό ήρθε μια διαφορετική ερμηνεία, κυρίως από τον Castells που αναφέρει ότι δεν ήταν μια προλεταριακή εξέγερση ή ένα κίνημα με βάση την τάξη αλλά ένα αστικό κοινωνικό κίνημα που διεκδικούσε το δικαίωμα στην πόλη παρά αναζητούσε έναν επαναστατικό δρόμο για την οικοδόμηση μιας αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής. Και αναρωτιέται θριαμβευτικά ο Harvey: Γιατί δεν μπορούσε να είναι και τα δύο; Γιατί δεν μπορούμε να αντιληφθούμε και την πόλη ως σύνολο και τα υποκείμενα που παράγουν την αστικοποίηση σαν δημιουργούς κοινωνικού πλούτου των οποίων η υπεραξία καρπώνεται από το κεφάλαιο; Και γιατί να μην αντιληφθούμε το δικαίωμα στην πόλη σαν την αναζήτηση του ελέγχου σε αυτό που η εργατική τάξη έχει παράξει;
Στο σημείο αυτό ο Harvey συναντά τον Hardt και τον Negri, για να τους υπερβεί. Ναι, η πόλη είναι εργοστάσιο πλούτου, παραγωγός κοινών. Η κατάληψη αυτών όμως δεν είναι παρά ταξική πάλη, αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό αίτημα « Η παραγωγή και η αναπαραγωγή της αστικής ζωής, αν και ένα κομμάτι της μπορεί να “απορριφθεί” (μια ατυχής λέξη) σαν “μη παραγωγική” σύμφωνα με τον Μαρξιστικό κανόνα, είναι παρόλα αυτά κοινωνικά απαραίτητη, κομμάτι των παρεπόμενων της αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.» (Harvey, 2012).
Για να τεκμηριώσει τη θέση του χρησιμοποιεί πλείστα παραδείγματα και ιστορικούς  που δείχνουν πόσο καθοριστική πλευρά της προλεταριακή πάλης ήταν η χωρική οργάνωση μέσα στην πόλη. Τέτοια ήταν τα «Σπίτια του Λαού» στη διάρκεια των Εργατικών Συμβουλίων του Τορίνο. Τέτοιες ήταν μορφές αλληλεγγύης έξω από τα εργοστάσια σε απεργίες όπως του Flint του 1937 ή στις απεργίες των ανθρακωρύχων. Τέτοιας μορφής ήταν μερικά από τα πιο σημαντικά κινήματα του μεσοπολέμου στις ΗΠΑ με επιτροπές αστέγων κ.α. «Η οργάνωση της κοινότητας υπήρξε εξίσου σημαντική στη διεξαγωγή των εργατικών αγώνων με την οργάνωση στο χώρο εργασίας.» Μάλιστα προχωρά ακόμα παραπέρα αναφερόμενος στις προτάσεις των Fletcher και Gasapin που μιλούν για εργατικές ενώσεις σε επίπεδο κοινότητας ή ακόμα και για συνδικάτα τέτοιας μορφής.
Για τον Harvey το ζήτημα της «οργάνωσης της πόλης» είναι ένα από τα σημεία- κλειδιά πάνω στα οποία οφείλει να δουλέψει η Αριστερά ώστε να αναζωογονηθεί η αντικαπιταλιστική πάλη. Θα συμφωνήσω μαζί του. Αυτό είναι και μια από τις σοβαρότερες διεργασίες που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Νομίζω ότι προπλάσματα τέτοιων μορφών είναι ή μπορούν να γίνουν οι λαϊκές συνελεύσεις, οι επιτροπές αλληλεγγύης, οι πρωτοβουλίες άρνησης πληρωμών στα χαράτσια κ.α. Σε αυτή την κατεύθυνση οι μορφές που αναφερόταν ο Holloway, όπως των συνελεύσεων ανέργων, αποτελούν πραγματικό στοίχημα για την επόμενη περίοδο. Όχι όμως σαν φαντασιακές κοινότητες «υπαρκτού κομμουνισμού» αλλά σαν εργαλεία διεύρυνσης και προώθησης της αντικαπιταλιστικής πάλης. Ο συνδυασμός του αγώνα στους χώρους δουλειάς, με τοπικές επιτροπές, συνελεύσεις ανέργων και κάθε μορφή οργάνωσης στην πόλη θα αποτελέσει το αναγκαίο μέτωπο ανατροπής της σημερινής βαρβαρότητας.
Εδώ λοιπόν επανέρχονται και τα παραδείγματα ανάκτησης του δημόσιου χώρου. Μπορούν να γίνουν εργαλεία καθοριστικά για την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Ειδικά σε μια χώρα που η πλειοψηφία των εργαζομένων δουλεύει σε χώρους με λίγους εργαζόμενους ενώ ταυτόχρονα η ανεργία καλπάζει. Όχι όμως σαν «αυτόνομες ζώνες» στον καπιταλισμό, όχι σαν οάσεις από την καθημερινότητα αλλά σαν «συνδικάτα» νέα μορφής, έκφρασης των ταξικών συμφερόντων και αναμέτρησης με το κεφάλαιο μέχρι την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Αλλά και σαν μορφές δημοκρατίας που πράγματι μπορούν να γίνουν πειράματα μιας άλλης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που δεν μπορεί όμως να βρίσκεται μέσα σε αυτή.
Μπορούν να επιτελέσουν ένα τέτοιο ρόλο; Η ιστορία θα το δείξει. Αν όμως καλούμουν να αποφασίσω θα έλεγα ότι, με όλα τα προβλήματα, η πλατεία Συντάγματος αναμετρήθηκε με την ανάγκη αυτή, ενώ το πάρκο Ναυαρίνου λιγότερο. Με μια έννοια, ως εγχείρημα αυτοοργάνωσης, το πάρκο Ναυαρίνου κρίνεται αποτελεσματικότερο της πλατείας Συντάγματος. Διατηρήθηκε και υπάρχει ακόμα, ενώ η πλατεία, τουλάχιστον με τη μορφή της κατάληψης του δημόσιου χώρου, όχι. Από την άλλη, οι μέρες που λειτούργησε η πλατεία και η λαϊκή συνέλευση κλόνισαν την κυβέρνηση και το σύστημα περισσότερο από δέκα πάρκα Ναυαρίνου. Και από αυτή την οπτική υποστηρίζω ότι παρά την αντιφατικότητα, παρά την εντονότερη ταξική και πολιτική ασάφεια, παρά τα τεράστια προβλήματα και παρά το σύντομο της διάρκειας, το πείραμα της κατάληψης του δημόσιου χώρου σαν εργαλείο στα πλαίσιο ενός κινήματος όπως επιχειρήθηκε στο Σύνταγμα παρέχει κρισιμότερα διδάγματα και θέτει μεγαλύτερα ερωτήματα.
Όμως το θέμα δεν είναι η σύγκριση ή η βαθμολόγηση. Η απάντηση είναι πολλές πλατείες και πολλά πάρκα, αλλά πάνω στην κατεύθυνση που περιέγραψα. Ειδάλλως τα εγχειρήματα αυτά, είτε διατηρούνται είτε όχι, θα επιτελούν μικρότερο ρόλο από ότι θα τους αναλογεί.
Μα καλά, πως γίνεται, τρελάθηκε κάποιος και δεν του αρέσει ένα όμορφο πάρκο; Τι το κακό έχει; Ή μήπως ότι δεν είναι επαναστατικό ή σκληρή ταξική πάλη δεν έχει σημασία, όπως είναι μια όμορφη ταινία σε ένα θερινό σινεμά ή ένας καλοκαιρινός περίπατος. Όμως έχει έρθει η στιγμή να μην σκεφτόμαστε μόνο τι είναι καλό. Αλλά και τι είναι αυτό που θα μας απαλλάξει από το κακό που έχει κατακλύσει όλο τον κόσμο.
Για κατακλείδα ένα ακόμα στιγμιότυπο μετά από τόσα:
Στιγμιότυπο χ:
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δύο σημαντικά γεγονότα αποσπούν τη προσοχή μου. Στο κτίριο έκδοσης των λογαριασμών της ΔΕΗ έχει κάνει κατάληψη η ΓΕΝΟΠ ενάντια στα χαράτσια. Χιλιάδες κόσμου έσπευσε για να περιφρουρήσει το κτίριο από επαπειλούμενη έφοδο της αστυνομίας. Μερικά χιλιόμετρα μακριά οι εργάτες της Χαλυβουργίας βρίσκονται σε απεργία για πάνω από 20 μέρες. Κρατούν κατειλημμένο το εργοστάσιο μέχρι να δικαιωθεί ο αγώνας τους. Καθημερινά εργαζόμενοι, σωματεία και κάτοικοι της περιοχής τους επισκέπτονται, τους στηρίζουν με χρήματα, τρόφιμα και άλλα είδη, στέκονται πλάι τους στην περιφρούρηση και δηλώνουν τη συμπαράσταση τους. Πριν μερικές μέρες, μαθητές από κοντινό σχολείο ήρθαν με τους καθηγητές κρατώντας ένα πανό που έγραφε. «Είμαστε μαζί σας. Κουράγιο». Όχι δεν είναι ιστορία προερχόμενη από τη λενινιστική εμμονή κάποιου. Το ημερολόγιο γράφει, 23/11/2011.

 Βιβλιογραφικές παραπομπές

M. de Angelis & ΣτΣταυρίδης, Σχετικά με το νόημα των κοινών in Rebel, Commons vs Crisis,Rebel, Αθήνα, 2011
V. Avdikos, The political closeness of open public space; reflections from Parko Navarinou in Athens, International Critical Geography Conference, Frankfurt, 2011
W. Bonefeld, Η μονιμότητα της πρωταρχικής συσσώρευσης, in Rebel, Commons vs Crisis, Rebel, Αθήνα, 2011
K. Gousis, Critical Perspectives on Slavoj Žižek’s Perception of “Commons, Commission on Urban Anthropology Annual Conference, “Market Vs Society?, Corinth, 2011
G. Hardin, The tragedy of the Commons, Science, vol.162, 1243-1248, 1968
M. HardtA. NegriCommonwealth, Belknap Press of Harvard University Press, 2009
M. Hardt, The common in communism in C.Douzinas, S. Žižek (editors), The idea of Communism, Verso, 2009
D. Harvey, The urban roots of Financial Crises: Reclaiming the city for anti-capitalist struggle,Socialist Register, vol 48, 2012
Ντ. ΧάρβεϊΟ Νέος ιμπεριαλισμός, Καστανιώτης, Αθήνα, 2006
JHolloway, Ρωγμές στον καπιταλισμό, Σαββάλας, Αθήνα, 2011
FJamesonTo μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Αθήνα, Νεφέλη, 1999
Midnight Notes, Υποσχετικές Επιστολές: Από την Κρίση στα Κοινά in Rebel, Commons vs Crisis, Rebel, Αθήνα, 2011
N. Smith, New City, New Frontier: The Lower East Side as Wild, Wild West in M. Sorkin (editor),Variations on a Theme Park, Νέα Υόρκη, Hill and Wang, 1992
Μ. Γεητς, Μπορεί η εργατική τάξη να αλλάξει τον κόσμο; in J.B. Foster (editor), Σοσιαλισμός για τον 21 αιώνα, Αθήνα, The Monthly Review Imprint, 2006
S. Žižek, How to begin from the beginning in C.Douzinas, S. Žižek (editors), The idea of Communism, Verso, 2009
S. ŽižekFirst as Tragedy, Then As Farce, Verso, 2009
Ευχαριστώ τον Κώστα Γούση για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του.

[1]Τα κείμενα μπορούν να βρεθούν στον δικτυακό χώρο του πάρκου:http://parkingparko.espivblogs.net
[6] Αυτά τα λόγια χρησιμοποίησε η  ιστορική μορφή του μαύρου, του φεμινιστικού και συνολικά του αντικαπιταλιστικού κινήματος των ΗΠΑ, Άντζελα Ντέιβις σε δήλωση που φιλοξενείται στο ιστολόγιο «Λέσχη»:http://ilesxi.wordpress.com/2011/11/15/%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%B5%CE%BB%CE%B1-%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%B9%CE%B2%CE%B9%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%AF%CE%BD/
[8] Anderson (2011)
[10] Είναι ένα τμήμα της αστυνομίας (Στμ)
[11] Βέβαια οφείλω να σημειώσω ότι απαιτεί διερεύνηση αν η μορφή του εργάτη, λευκού, άνδρα, μέλους του συνδικάτου εργοστασίου, πάνω στην οποία συγκροτήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του συνδικαλιστικού κινήματος του 20ου αιώνα είχε ποτέ πραγματική εφαρμογή στην Ελλάδα.
[13] Χαρακτηριστική είναι η αφίσα των «Αυτόνομων» με τίτλο «Μακριά από τους “Αγανακτισμένους” και τις “διαμαρτυρίες τους”»http://autonomia.gr/autonomia/autonomoi_posters/autonomoi_posters_29.html
[15] Μ. Hardt, Επανοικειοποίηση των κοινών στον κομμουνισμό:http://www.rebelnet.gr/articles/view/Reclaim-the-common-in-communism
[16] Μ. De Angelis, Η Τραγωδία των καπιταλιστικών κοινών: http://www.rebelnet.gr/articles/view/The-tragedy-of-the-capitalist-commons/highlight:angelis
[17]  J. Holloway, Η καλύτερη άμυνα είναι συνήθως η επίθεση : http://rednotebook.gr/details.php?id=3742
[18] Συνέντευξη στην εφημερίδα Εποχή 1/1/2011
[19] Αναφέρεται στο βιβλίο του Negri, Goodbye Mr. Socialism, του 2006
[21] στο ίδιο
[22] Συνέντευξη στην εφημερίδα Εποχή 1/1/2011
[26] B. Bosteels, Η υπόθεση του αριστερισμού: Κομμουνισμός στην εποχή του τρόμου. http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?file=article&name=News&sid=7864
[28] Στο ίδιο
[30] B. Bosteels, Η υπόθεση του αριστερισμού: Κομμουνισμός στην εποχή του τρόμου. http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?file=article&name=News&sid=7864
[33] Anonymous, Strategies for the anticapitalist transition,http://leninology.blogspot.com/2011/10/strategies-for-anticapitalist.html
*Εργασία στο μεταπτυχιακό Πολεοδομία- Χωροταξία, στο ΕΜΠ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις