Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΛΕΙΝΕΙ-Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ & ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Κάθε συζήτηση για την αναγκαιότητα οικοδόμησης μιας ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από τις προοπτικές ολόκληρης της αριστεράς, όπως επίσης και από τις δυνατότητες που ανοίγει η πάλη των τάξεων.

Συνήθως οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται αυτό το καθήκον στα χρονικά όρια της συγκυρίας, και όχι μιας μεγαλύτερης περιόδου, θεωρώντας ότι η γενική πορεία δεν μπαίνει υπό αμφισβήτηση. Η προσέγγιση αυτή αν και καλύπτεται πίσω από μια σταθερή προσήλωση στο στρατηγικό στόχο, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει την αρτηριοσκλήρωση και το συντηρητικό πνεύμα οργανώσεων που επί δεκαετίες βρίσκονται σε μια μόνιμη στασιμότητα, και αδύναμες να κάνουν αποφασιστικά βήματα προς την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος.

Κάθε απολογισμός θα πρέπει, για να μην περιοριστεί στο στενό ορίζοντα μικρών οργανώσεων με περιορισμένο στην πραγματικότητα εύρος παρέμβασης, να περιλάβει, όσο είναι δυνατό να γίνει αυτό, την εμπειρία και άλλων αντίστοιχων προσπαθειών από το συγγενικό τους πολιτικό χώρο.

Χρειάζεται λοιπόν μια βαθύτερη «ιστορική» αποτίμηση και όχι η ρουτίνα μιας βραχυπρόθεσμης καταγραφής του τι κάναμε και τι δεν κάναμε τους τελευταίους 12 μήνες.

Ορισμένες διευκρινήσεις

Προηγουμένως όμως ας ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας στα βασικά ζητήματα για να μην δημιουργούνται απορίες χωρίς λόγο:

1. Δεν μπορεί να ανοίξει κανένας δρόμος στη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της κοινωνίας χωρίς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η σοσιαλιστική προοπτική δεν μπορεί να είναι το προϊόν ενός ιστορικού συμβιβασμού του προλεταριάτου με την αστική τάξη. Ούτε θα προέλθει μετά από μια αναμενόμενη οικειοθελή απόσυρση του γερασμένου και παρακμιακού καπιταλισμού. Ακόμα κι αν αφήσουμε μια στο δισεκατομμύριο να συμβεί κάτι τέτοιο μετά από 1000 χρόνια, σήμερα δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να μας οδηγεί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η ιστορική εμπειρία αλλά και η επιστημονική μελέτη των δυναμικών της κοινωνικής εξέλιξης δεν μας αφήνουν κανένα περιθώριο να πιστεύουμε ότι μια σειρά μεταρρυθμίσεων θα μας οδηγήσουν βαθμιαία στην άλλη κοινωνία και ότι η αστική αντίδραση θα παραδοθεί χωρίς μια σκληρή και βίαιη αναμέτρηση.

2. Ο ρεφορμισμός εμφανίζεται ως η πολιτική δύναμη που υπερασπίζεται το δρόμο των μεταρρυθμίσεων χωρίς να αρνείται θεωρητικά την επανάσταση, χρεώνοντας ταυτόχρονα στους επαναστάτες τη στείρα άρνησή τους για μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του συστήματος που θα διαμορφώνουν έναν ευνοϊκότερο ταξικό συσχετισμό και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για την εργατική τάξη. Οι επαναστάτες όμως δεν αρνούνται τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις μέσα στον καπιταλισμό. Η διαφορά δεν βρίσκεται εκεί αλλά στο ότι η νέα κοινωνία δεν προκύπτει μέσα από μια βαθμιαία και μακρόσυρτη διαδικασία μεταρρυθμίσεων αλλά από μια επαναστατική τομή, δηλαδή από την καταστροφή του βασικού υπερασπιστή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής - του αστικού κράτους.

3. Η επανάσταση ακόμα κι αν είναι μια διαδικασία με επιθέσεις και υποχωρήσεις στη διάρκεια μιας επαναστατικής κατάστασης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την εξέγερση και τη βίαιη ανατροπή του πολιτικού καθεστώτος και την κατάληψη της εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο. Καμία εξέγερση δεν μπορεί να φτάσει στην κατάληψη της εξουσίας χωρίς να βρίσκεται στην πρωτοπορία της ένα αποφασισμένο πολιτικό επιτελείο -κόμμα- που έχει συνείδηση του σκοπού του, δηλαδή με τι θα αντικαταστήσει το καταλυμένο αστικό κράτος και ποια θα είναι τα άμεσα μέτρα που θα πάρει εκπροσωπώντας πλέον την σοσιαλιστική τάξη. Το κόμμα αυτό έχει μια και μόνο ονομασία: Επαναστατικό κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας.

4. Καμία σοσιαλιστική ανοικοδόμηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την επέκταση της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα. Επομένως το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια χώρα δεν μπορεί παρά να είναι συνδεδεμένο με το πρόγραμμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να το έχει μόνο ένα κόμμα που οργανώνεται σε διεθνή κλίμακα.

Ένα βασικό λάθος

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ρεφορμιστική και την επαναστατική στρατηγική είναι σύμφυτη με ολόκληρη την ιστορική διαδρομή της σύγχρονης ταξικής πάλης και δεν πρόκειται για μια ανακάλυψη του Μαρξ ή του Λένιν. Ο ρεφορμισμός και η επανάσταση είναι δύο στρατηγικές που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στις γραμμές του εργατικού κινήματος, ανεξάρτητα από τις οργανωτικές μορφές που κάθε φορά εκφράζονται πίσω από αυτές και που αντανακλούν με τη σειρά τους τον αναμεταξύ τους συσχετισμό, προϊόν κι αυτός του επιπέδου συνείδησης του προλεταριάτου, της έντασης της ταξικής πάλης και του γενικού συσχετισμού ανάμεσα στις τάξεις.

Με αυτή την έννοια θα πρέπει να ξεφύγουμε από μια γραμμική και απλοϊκή αντίληψη ότι αυτή η υπόθεση έχει τελειώσει το 1914 (χρεοκοπία Β’ Διεθνούς) άντε το 1938 (ίδρυση της 4ης Διεθνούς). Πολλές φορές θεωρούμε ότι η «ιστορική» χρεοκοπία του ρεφορμισμού συνδέεται με το πέρασμα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής, των πολέμων και των επαναστάσεων. Ωστόσο μια γενικά ορθή μακροανάλυση της εποχής (από το 1914 και δώθε) δεν συνεπάγεται ότι βρισκόμαστε σε έναν διαρκή, ακατάπαυστο και ολοκληρωτικό ταξικό πόλεμο. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός τελικά δεν κατέρρευσε, ακόμα κι αν γι’ αυτό έβαλε το χέρι της αρχικά η σοσιαλδημοκρατία και στη συνέχεια η σταλινική γραφειοκρατία. Αντ’ αυτού η μεταπολεμική ανάκαμψη επέτρεψε μακρά διαστήματα, αν όχι ταξικής ειρήνης, πάντως, μιας κατά κάποιο τρόπο νόμιμης ταξικής πάλης, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Οι ρεφορμιστικές αυταπάτες σε αυτές τις συνθήκες βρήκαν πρόσφορο έδαφος παίρνοντας τη ρεβάνς από το 1917. Αν τα τελευταία 30 χρόνια καπιταλιστικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα ήταν η βάση της διαφθοράς και της αστικοποίησης του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος, κάτι ανάλογο συνέβη στην Ευρώπη αμέσως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Οι ιμπεριαλιστές εξασφάλισαν για την Ευρώπη μια πολιτισμένη ταξική πάλη δίπλα σε ένα κράτος πρόνοιας έτοιμο να επουλώσει τις κοινωνικές πληγές. Αυτό το είδος ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο προλεταριάτο και την μπουρζουαζία ήταν ένα από τα υποπροϊόντα της συμφωνίας της Γιάλτας. Στον υπόλοιπο πλανήτη όμως η συμπεριφορά ήταν τελείως διαφορετική. Η ιμπεριαλιστική ληστεία, η απόλυτη φτώχεια, ο πόλεμος, τα πραξικοπήματα, οι χούντες, οι επεμβάσεις ήταν το παγκόσμιο τίμημα για να μπορεί η Ευρώπη να κλείσει τις πληγές του 2ου π.π. και να ζήσει το όνειρο της ταξικής συνεργασίας.

Έχοντας διακηρύξει τη χρεοκοπία του ρεφορμισμού ένα μεγάλο μέρος των παππούδων μας πίστεψε ότι η ηγεμονία των επαναστατικών ιδεών στις τάξεις των καταπιεσμένων είναι εξασφαλισμένος, αφού οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αστικοποιηθεί και οι σταλινικοί έχουν περάσει με την αντεπανάσταση. Η επανάσταση από μια συνειδητή ενεργητική επιλογή, που δεν θα γίνει αν κάποιοι δεν την κάνουν, γίνεται τόσο «αναπόφευκτη» που δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από την επίκλησή της. Η οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος δεν προϋποθέτει τίποτα άλλο πέρα από την ίδρυσή του. Η επίμονη προεργασία για να ξαναπιάσουμε το νήμα με την επαναστατική παράδοση αντικαταστάθηκε από μια μεταφυσική επαναστατική μοιρολατρία. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, έδωσε τη θέση της στην αναμονή της επερχόμενης κατάρρευσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, ενώ τα συγκεκριμένα επαναστατικά συνθήματα (μεταβατικό πρόγραμμα) αντικαταστάθηκαν από τη μόνιμη επανάληψη του τελικού σκοπού.

Ο μεταπολεμικός τροτσκισμός αρκετές φορές εγκλωβίστηκε σε χοντροκομμένες αναλύσεις οι οποίες άλλοτε για να μην διαταραχτεί η συνέχεια της επαναστατικής εποχής προέβλεπαν έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που θα επαναστατικοποιούσε τη σταλινική ή έστω την τιτοϊκή γραφειοκρατία (Πάμπλο) και άλλοτε στο όνομα της απόλυτης αντεπαναστατικής φύσης του ρεφορμισμού δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι μπορούν να γίνουν επαναστάσεις (Κούβα) χωρίς την ηγεσία των τροτσκιστών (Χίλυ).

Όπως και να χει, ο ρεφορμισμός έδειξε πολύ μεγαλύτερες αντοχές, όχι μόνο αναγέννησης, αλλά και αποκατάστασης της κυριαρχίας του στο εργατικό κίνημα, αφήνοντας τις δυνάμεις της Οκτωβριανής Επανάστασης στα κρύα του λουτρού. Και το σημαντικότερο είναι ότι ο μεταπολεμικός ρεφορμισμός έγινε ο βασικός χώρος υποδοχής και ζύμωσης του εργατικού κινήματος που μπήκε στην ταξική πάλη δοκιμάζοντας από την αρχή τις ρεφορμιστικές αυταπάτες και τις προσδοκίες για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που είτε θα προέλθει από την επέκταση του κράτους πρόνοιας όπως υπόσχονταν οι σοσιαλδημοκράτες, είτε από την επίδειξη ανωτερότητας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπως υπόσχονταν οι σταλινικοί και οι χρουτσοφικομπρεσνιεφικοί επίγονοί τους.

Αυτός ο ρεφορμισμός δεν είναι ο ουτοπικός σοσιαλισμός της εποχής του Μαρξ, ούτε περιορίζεται στις αυταπάτες για μια ειρηνική εξέλιξη (στη βάση της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης) που καλλιέργησε η σοσιαλδημοκρατία του Μπερνστάιν. Έχει προστεθεί και ο ρεφορμισμός του σταλινισμού. Ένας ρεφορμισμός που προέρχεται από τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της σοβιετικής εξουσίας, ένας ρεφορμισμός δηλαδή που προέρχεται από τις γραμμές ενός επαναστατικού –μπολσεβίκικου- κόμματος, ακόμα κι αν είναι η άρνησή του, ακόμα κι αν οφείλεται στο σταλινικό θερμιδώρ της ρώσικης επανάστασης.

Ο παλιός ρεφορμισμός (ουτοπικός σοσιαλισμός) του 19ου αιώνα μπορεί να μην έπειθε πλέον, όμως ο ρεφορμισμός του ανατολικού μπλοκ μπορούσε να δημιουργεί νέες προσδοκίες. Επίσης η καπιταλιστική μεταπολεμική ανάκαμψη δημιούργησε άλλου τύπου προσδοκίες στα εργατικά στρώματα τα οποία επωφελήθηκαν για δεκαετίες από τις πολιτικές του κράτους πρόνοιας.

Έτσι το πρόβλημα της επανάστασης και του ρεφορμισμού δεν μπορεί να μπαίνει σαν μια υπεριστορική αφαίρεση. Η εργατική τάξη η οποία εξάλλου πρέπει να πειστεί για την μια ή την άλλη στρατηγική, διαλέγει όχι τόσο στη βάσει μιας «σωστής» για τα ιστορικά της συμφέροντα θεωρητικής προσέγγισης, αλλά στη βάση της εμπειρίας της και των προσδοκιών που δημιουργεί η μια ή άλλη στρατηγική. Επιπλέον ο ρεφορμισμός και η επανάσταση δεν μπορεί να είναι μόνο ένας διαφορετικός δρόμος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, δηλαδή για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον. Η ύπαρξη διαφορετικών οργανωτικών σχηματισμών που αναφέρονται στον έναν ή τον άλλον δρόμο, θα πρέπει να είναι ικανοί να επιβεβαιώνουν το λόγο της ύπαρξής τους και στην καθημερινότητα, σε αυτό δηλαδή που αφορά άμεσα την τρέχουσα ταξική και κατά συνέπεια πολιτική πάλη. Αν κανείς δεν μπορεί να διαμορφώσει μια διακριτή άμεση πολιτική παρουσία, που να γίνεται κατανοητή στο κόσμο που απευθύνεται, τότε η ύπαρξή του καταλήγει χωρίς νόημα, ακόμα κι αν έχει δίκιο σε μια σειρά ιστορικά ή ακόμα και τρέχοντα ζητήματα της κριτικής του.

Το σημείο που διαχωρίζεται μια διαλλακτική (ρεφορμισμός) από μια αδιάλλακτη (επανάσταση) τάση δεν είναι ούτε αφηρημένο, ούτε υπεριστορικό, ούτε απόλυτο. Κάθε φορά το σημείο είναι διαφορετικό. Κάποτε ήταν η Κομμούνα, για να ακολουθήσει η Ρωσία, ο σταλινισμός, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Κίνα, ο φασισμός, η Γερμανία ξανά, τα λαϊκά μέτωπα, η Ισπανία, η Γαλλία, ο πόλεμος, η Κίνα, η Γιουγκοσλαβία, η Κορέα, ο εμφύλιος στην Ελλάδα, το Βιετνάμ, τα εθνικοαπελευθερωτικά, η Κούβα, οι αντιγραφειοκρατικές εξεγέρσεις στην Αν. Ευρώπη και εκατοντάδες άλλα μεγαλύτερα ή μικρότερα γεγονότα πάνω στα οποία όλοι καλούνταν να πάρουν θέση, ρεφορμιστές, επαναστάτες, και άλλοι που δεν κατατάσσουν τους εαυτούς τους σε καμία κατηγορία. Αυτός που πήρε αδιάλλακτη θέση στην Ρωσία μπορεί στη συνέχεια να συμβιβάστηκε και στο τέλος να άλλαξε και στρατόπεδο. Οι άνθρωποι, η συνείδηση, οι οργανώσεις είναι σε μια διαρκή κίνηση. Δεν υπάρχει τίποτα που να μένει ακίνητο. Η ισορροπία των δυνάμεων παραμένει «σταθερή» μόνο για ένα διάστημα μέχρι να έλθει τούμπα. Όσοι σ’ αυτό το περιβάλλον νιώθουν ευτυχισμένοι και εξασφαλισμένοι με τις οργανωτικές τους σιγουριές, μπορούν να συνεχίσουν τον ίσιο δρόμο τους. Εμείς να τους θυμίσουμε μια πασίγνωστη παροιμία. Ή ο γιαλός είναι στραβός ή στραβά αρμενίζουμε.

Ο τροτσκισμός της σιγουριάς του 1914 ή του 1938, μπορεί να έμεινε πιστός στα θέσφατα, αλλά αδύναμος να επηρεάσει το γενικό συσχετισμό στο εσωτερικό του κινήματος. Ο τροτσκισμός που κατάλαβε ότι δεν αρκεί να αυτοανακηρυχθείς σε κόμμα της επανάστασης και ότι ένα κόμμα μπορεί να φτιαχτεί μόνο σε μαζικές διαδικασίες και που τόλμησε να παρέμβει σε αυτές, με όλα του τα λάθη και τις πιθανές προσαρμογές, είναι αυτός που μπόρεσε να διατηρήσει τις παραδόσεις του Οκτώβρη ζωντανές ακόμα και σήμερα σε μερικές γωνιές του πλανήτη.

Μνήμη, χάσμα γενεών και ιστορική εμπειρία

Μια παροιμία λεει ότι όσοι δεν θυμούνται τα λάθη τους είναι έτοιμοι να τα επαναλάβουν. Αυτό δυστυχώς συμβαίνει με το εργατικό κίνημα και θα λέγαμε με κάθε κίνημα των καταπιεσμένων. Η μνήμη δεν διατηρείται στο κενό, αλλά μέσα από συνειδητούς φορείς που αναλαμβάνουν να την υπενθυμίζουν. Όμως την ιστορία την γράφουν οι νικητές και όχι οι ηττημένοι. Το πως χάθηκε η ισπανική επανάσταση, πως προδόθηκε ο ελληνικός εμφύλιος ή πως εκφυλίστηκε η ρώσικη είναι μια υπόθεση που απασχολεί ένα ελάχιστο τμήμα του μαζικού κινήματος. Η πλειοψηφία του όχι μόνο έχει άγνοια, αλλά ούτε καν θέλει να ακούει για όλα αυτά που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Κι αν έχει ακούσει κάτι είναι τα ψέματα των νικητών ή τα παραμύθια που χαϊδεύουν τις σημερινές αυταπάτες και τα ιδεολογήματα που επανεμφανίζονται σαν πρωτόλεια «αδιμεσολάβητη και αυθόρμητη» συνείδηση των γενεών που βρίσκονται κάθε στιγμή στο προσκήνιο.

Καλώς ή κακώς η νέα γενιά δεν θέλει να έχει σχέση με τις προηγούμενες, θέλει να παίξει το δικό της παιχνίδι, ακόμα κι αν στο τέλος επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λάθη. Οι επαναστάτες προσπαθώντας να υπενθυμίσουν τα λάθη του παρελθόντος, τις ευθύνες των κάθε είδους προδοτών, χωρίς να το καταλαβαίνουν κερδίζουν την αντιπάθεια αντί τη συμπάθεια της νέας γενιάς. Αυτό είναι το τίμημα της ειλικρίνειας, αλλά και της αυταπάτης για τις ιδεολογικές ικανότητες των καταπιεσμένων.

Από την άλλη, οι διάφοροι οπορτουνιστές, από τους σοσιαλδημοκράτες και τους σταλινικούς μέχρι και τους αναρχικούς διακηρύσσουν την απέχθειά τους για τις διαμάχες του παρελθόντος. «Έλα μωρέ τώρα με τον Στάλιν και τον Τρότσκυ. Όλοι τα ίδια είναι». Ο σφάχτης των ηγετών της ρώσικης επανάστασης εξισώνεται με τα θύματά του. Οι γραφειοκράτες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εχθροί της ρώσικης, εξισώνονται με την επαναστατική πρωτοπορία. Ότι καλύτερο, ότι πιο περήφανο έχει να δείξει το εργατικό κίνημα, στα χέρια της οπορτουνιστικής βλακείας μετατρέπεται σε μια διαβολική παρένθεση που καλύτερα να μην έχει συμβεί. Η ρώσικη επανάσταση η μεγαλύτερη νίκη του διεθνούς προλεταριάτου ηττήθηκε όχι όταν κατέβηκε η κόκκινη σημαία το 89 από το Κρεμλίνο, αλλά όταν η συκοφαντία και η λήθη εξαφάνισαν από την ιστορία το αφρό της κομμουνιστικής εμπροσθοφυλακής. Η ιστορική στρεψοδικία, η δαιμονοποίηση του παρελθόντος και όχι η ψύχραιμη αποτίμησή του, το τσουβάλιασμα των επαναστατών με τους αντεπαναστάτες, η απαξίωση των κυνηγημένων μπολσεβίκων γιατί δήθεν θα έκαναν κι αυτοί τα ίδια εγκλήματα με τους γραφειοκράτες έτσι που ο σταλινισμός παρουσιάζεται ως αναγκαίο κακό, δεν διαφέρει σε τίποτα από την προσπάθεια να ταυτιστεί η βία των καταπιεσμένων με τη βία των καταπιεστών, των παλαιστινίων με τους σιωνιστές, ή την προσπάθεια των νεοφασιστών να εξαφανίσουν τη γενοκτονία των εβραίων. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Κάθε εγκληματίας και κάθε σύμμαχός του επιδιώκει να εξαφανίσει τα ίχνη του, για να μπορέσει όταν έλθει η ώρα να επιστρέψει. Επιπλέον έχει λόγους να απολέσουν οι αντίπαλοί του τη μνήμη τους. Να συκοφαντηθούν οι ηγέτες τους και οι οργανώσεις τους, να χάσουν τελικά τη συλλογική τους ταυτότητα. Είναι πολύ απλό. Μόνο έτσι δεν θα μπορέσουν να βρουν ή να ανοίξουν το δρόμο τους.

Το αστείο είναι, ότι για αυτό το έργο τα πολιτικά αστικά επιτελεία έχουν βρει ένα κάρο φελλούς που πιστεύουν ότι η ιστορία ξεκινάει από την ημέρα γέννησής τους. Εθελοντές της ιστορικής αμνησίας, και τελικά πράκτορες της αστικής ιδεολογίας, deliverάδες της σύγχυσης που βρίσκει αμέσως έδαφος στην οκνηρία που διακατέχει τη συνείδηση της πλειοψηφίας των καταπιεσμένων. Μια οκνηρία που έχει τις ρίζες της στις ασφυκτικές συνθήκες διαβίωσης που δεν αφήνουν πολυτέλειες για περίεργα ψαξίματα, αλλά πάνω απ’ όλα στην δύναμη της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, που μπορεί να δηλητηριάζει τη συνείδηση των θυμάτων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Ο τροτσκισμός, και εμείς μαζί του, έχει εγκλωβιστεί σε μια μάχη για την αποτίμηση του παρελθόντος. Θεωρούμε ότι μια ξεκάθαρη θέση για το παρελθόν (σοσιαλισμός σε μια χώρα, σταλινική αντεπανάσταση, εκκαθαρίσεις μπολσεβίκων, λαϊκά μέτωπα, Γερμανία, Ισπανική, Δεκέμβρης, Βάρκιζα κ.ο.κ.) είναι προϋπόθεση για την επαναστατική ανασυγκρότηση. Πρώτα θα αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια και μετά θα έλθουν τα υπόλοιπα. Ο τροτσκισμός υπερασπίστηκε τον μπολσεβικισμό, τον Οκτώβρη τα πρώτα χρόνια της ΚΔ, την πάλη ενάντια στη γραφειοκρατία και συγκροτήθηκε πάνω σε αυτές τις μάχες. Ύστερα όμως από κάνα δύο γενιές και λίγα χρόνια οι μάχες αυτές περνάνε στην Ιστορία.

Ένα ρεύμα για να παραμείνει ζωντανό δεν μπορεί απλά να επαναπαύεται στις ηρωικές στιγμές του παρελθόντος και ειδικά όταν ανήκει στους ηττημένους αυτών των μαχών. Πράγματι το παρελθόν αποτελεί μια εκκρεμότητα, όπως επίσης από αυτές τις μάχες αντλούμε ένα μεγάλο μέρος όχι μιας άχρηστης παράδοσης, αλλά μιας επαναστατικής τεχνογνωσίας. Χρήσιμης για τις τρέχουσες πολιτικές μάχες, και όχι για να τις περιφέρουμε σαν τα φαντάσματα που έχουν κολλήσει και δεν θα ξεκολλήσουν αν δεν υπογράψουν όλοι ότι εμείς είχαμε το δίκιο με το μέρος μας. Η αναφορά στα κατορθώματα των μπολσεβίκων του Λένιν και του Τρότσκι και η υπενθύμιση των εγκλημάτων του Στάλιν, δεν αποδεικνύει από μόνη της την τρέχουσα χρησιμότητα του μπολσεβικισμού (και τη δική μας), όπως και η κατοχή μερικών καλών εργαλείων δεν αποδεικνύει από μόνη της, ότι αρκούν για να κατασκευαστούν χρήσιμα προϊόντα που ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες. Ο κόσμος λίγο ενδιαφέρεται για το πως κατασκευάζεται κάτι, αυτό που κοιτάει είναι το αποτέλεσμα. Ακόμα κι αν επιδιώκουμε την αποκατάσταση των προδομένων επαναστατών, αυτό θα γίνει μόνο αν καταφέρουμε να κερδίσουμε την εργατική πρωτοπορία σε αυτά που λέμε τώρα και που την αφορούν σε αυτή τη ζωή, ούτε στην προηγούμενη, ούτε στην επόμενη. Και δεν πρόκειται να γίνει τίποτα απ’ όλα αυτά αν δεν πάμε να τη βρούμε εκεί που βρίσκεται και όχι εκεί που θα θέλαμε να βρίσκεται.

Επαναστατικές ιδέες και η οργανωτική τους αντιστοιχία

Ο διαχωρισμός των επαναστατών από τους ρεφορμιστές και η οικοδόμηση μιας ξεχωριστής οργάνωσης στα πρότυπα του λενινιστικού κόμματος νέου τύπου είναι το αλφάβητο του κάθε επαναστάτη. Οι επαναστάτες έσπασαν από τους ρεφορμιστές ιδρύοντας την 3η Διεθνή. Και ξαναέσπασαν -όπου δεν καταδιώχτηκαν- από τους σταλινικούς γραφειοκράτες ιδρύοντας την 4η Διεθνή. Από κει και πέρα ένα πλήθος από 4ες Δ. έρχονται να επιβεβαιώσουν τον «ίσιο» δρόμο προς την επαναστατική καθαρότητα, όχι όμως προς την οικοδόμηση ισχυρών κομμάτων ικανών να διεξάγουν επαναστατική πολιτική πάλη. Το αποτέλεσμα αυτής της εσφαλμένης και τυπικής αντίληψης για την οικοδόμηση του κόμματος, μας έχει φέρει μετά από δεκαετίες μπροστά σε εκατοντάδες μικρές οργανώσεις επαναστατικής προπαγάνδας, αδύναμων να κάνουν πολιτική παρέμβαση και αν μη τι άλλο να μην έχουν πραγματοποιήσει έστω και μια απόπειρα κατάληψης της εξουσίας. Αυτό είναι κάτι για το οποίο ο παγκόσμιος τροτσκισμός όλων των ειδών θα έπρεπε να έχει αναρωτηθεί ύστερα από 70 χρόνια από την ίδρυση της 4ης Διεθνούς και τέλος πάντων σε μια εποχή που σχεδόν όλα τα ρεύματά του δέχονται ότι είναι η εποχή της θανάσιμης αγωνίας του καπιταλισμού, των πολέμων και των επαναστάσεων.

Από αυτά μήπως βγαίνει το συμπέρασμα ότι ήταν λάθος ο οργανωτικός διαχωρισμός των επαναστατών από τους ρεφορμιστές;

Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να υπάρχει μια γενική απάντηση πάνω από το χρόνο και το χώρο. Άλλοτε μπορεί ο διαχωρισμός να είναι χρήσιμος και άλλοτε προϊόν μιμητισμού. Το κριτήριο δεν είναι ο διαχωρισμός αυτός καθαυτός, αλλά αν ανοίγει πραγματικά τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας ισχυρής επαναστατικής ξεχωριστής οργάνωσης και μιας πραγματικής, έστω και μειοψηφικής, επιρροής στο προλεταριάτο. Αν το αποτέλεσμα του διαχωρισμού είναι η απελπιστική απομόνωση των επαναστατών από τους χώρους όπου πραγματικά συγκεντρώνονται οι πρωτοπόρες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, τότε ο διαχωρισμός αυτός δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό πέρα από την αυτοϊκανοποίηση.

Ο οργανωτικός διαχωρισμός δικαιώνεται όχι από θέση αρχής, αλλά από το αν σε πραγματικούς όρους δημιουργεί προϋποθέσεις άμεσης πολιτικής -επαναστατικής- δράσης. Με αλλά λόγια δεν μπορεί απλώς να δικαιώνεται με «ιστορικά» ή «ιδεολογικά» κριτήρια που άλλωστε δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν στην πράξη. Εκτός κι αν πιστεύουμε ότι η επαναστατική θεωρία μπορεί να υπάρχει χωρίς επαναστατική δράση.

Σήμερα υπάρχουν μπόλικες τροτσκιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα και παγκόσμια. Στην πλειοψηφία τους όμως πρόκειται, όχι για οργανώσεις, αλλά για ιδεολογικούς ομίλους που επικαλούνται ένα επαναστατικό κόμμα. Βεβαίως δεν είναι μεμπτό ένα σύνολο ανθρώπων να βρεθούν κάτω από ορισμένες συνθήκες σε μια μικρή ομάδα επαναστατικής προπαγάνδας και μάλιστα όταν αυτό τις περισσότερες φορές συμβαίνει χωρίς τη θέλησή τους.

Η διάσπαση όμως με το ρεφορμισμό και ο οργανωτικός διαχωρισμός δεν γίνεται για να εκφράσουμε το θυμό μας στους ρεφορμιστές ηγέτες. Δεν πρόκειται για μια ψυχολογική κίνηση εν βρασμό ψυχής. Είναι πάνω απ’ όλα κίνηση πολιτικού υπολογισμού που επιδιώκει να πάρει επάνω του την υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, τα καθήκοντα διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα και φυσικά της οργάνωσης της ταξικής πάλης. Με άλλα λόγια είναι ανάληψη ευθύνης και όχι η παρωδία που συμβαίνει σήμερα, δηλαδή το βασικό καθήκον των «επαναστατών» να είναι η καταγγελία του ρεφορμισμού που δεν κάνει την… επανάσταση.

Είναι πιθανό εντούτοις, κάτω από την καταστολή της αστικής αντίδρασης, ή ακόμα και της εσωτερικής καταστολής μέσα από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς όπως ο σταλινισμός, είτε για άλλους λόγους, οι επαναστάτες να μην τα καταφέρουν και να απομονωθούν. Τότε η ξεχωριστή οργανωτική συγκρότηση, μπορεί να ικανοποιεί τη ματαιοδοξία, ίσως και την επαναστατική επιμονή, ωστόσο θα πρέπει να εγκαταλείπεται μέχρι να παρουσιαστούν οι πολιτικές -και όχι μόνο οι μακροϊστορικές- συνθήκες που θα επιτρέπουν τη συγκρότηση ενός ξεχωριστού επαναστατικού κόμματος. Όχι κατ’ όνομα (πχ. ΕΕΚ, ΣΕΚ, WRP, SWP), αλλά και στην πραγματικότητα.

Τα ζητήματα αυτά έχουν απασχολήσει το επαναστατικό κίνημα στο παρελθόν και ποτέ δεν είχε μια απόλυτη θέση αρχής. Πολύ περισσότερο δεν ταυτίζονταν οι επαναστατικές ιδέες με το ξεχωριστό πολιτικό κόμμα.

Ένα πολιτικό κόμμα ή μια οργάνωση δεν χτίζεται μόνο για να αντιπολιτευθούμε την κυρίαρχη αριστερά. Τα καθήκοντα δεν είναι μόνο ιδεολογικά, αλλά πάνω απ’ όλα πολιτικά. Ιδιαίτερα όταν το target group δηλαδή το υποκείμενο στο οποίο απευθυνόμαστε (εργατική τάξη, νεολαία, καταπιεσμένοι) ξέρουμε ότι δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να αξιολογήσει ιδεολογικές αφαιρέσεις, αλλά πολιτικές θέσεις και στάσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα που προκύπτουν μέσα από το τρέχων κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό. Πολύ περισσότερο πάνω σε αυτές τις θέσεις μπορεί να κινητοποιηθεί και ακριβώς έτσι να γίνει ενεργητικός παράγοντας των εξελίξεων, ενώ μια όψιμη ιδεολογική δικαίωση για ζητήματα του 1920 δεν συνεπάγεται καμία στράτευση σε κανένα αγώνα.

Όμως αν ο κόσμος αντιλαμβάνεται τις μικρές οργανώσεις ως ιδεολογικούς ομίλους επαναστατικής διαμαρτυρίας, τότε τις όποιες πολιτικές τους προτάσεις τις αντιλαμβάνεται όχι ως κάτι για το οποίο αξίζει να ξοδέψει δυνάμεις αλλά σαν μια καλοκάγαθη ουτοπία. Εκεί ακυρώνεται κάθε προσπάθεια πολιτικής δράσης. Βεβαίως οι ομάδες νομίζουν ότι με το να αραδιάζουν μερικά συνθήματα, που δεν υιοθετούνται ποτέ από το κίνημα, κάνουν και πολιτική δράση. Όμως το γεγονός ότι δεν στρατολογείται κανένα σοβαρό νούμερο αγωνιστών, γύρω από αυτά τα συνθήματα, φτάνει για να αποδειχτεί ότι κανείς δεν αναγνωρίζει αυτές τις οργανώσεις σαν πολιτικά εργαλεία. Αυτός είναι και ο λόγος που σε κάθε διαδικασία που μπορεί να μετρηθεί η πολιτική επιρροή αυτών των ομάδων τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά.

Ένα έμβρυο ζει πάνω από 9 μήνες;

Η περίοδος των ομάδων δεν μπορεί να αφορά μερικές δεκαετίες. Μπορεί να είναι μια φυσιολογική κατάσταση μόνο σαν προσωρινό γεγονός, ύστερα από μια ήττα, όπου προηγείται η ανάγκη μιας ενδοσκόπησης, να μαζέψουμε τα συντρίμμια να περισώσουμε τις αρχές. Όμως δεν είναι δυνατό να ανασυγκροτείται το κίνημα, να γίνονται σκληροί ταξικοί αγώνες, ακόμα και επαναστατικά γεγονότα και την ίδια ώρα οι πιο ακραιφνείς επαναστάτες να συνεχίζουν να βρίσκονται στη γωνία; Κάτι δεν πάει καλά εδώ.

Κάθε προσπάθεια, ανεξάρτητα από το πως προέκυψε θα πρέπει να βάζει ορισμένα χρονικά όρια για την επιτυχία της. Αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς της ζωής εκτός από τους επαναστατικούς πειραματισμούς και τις θρησκευτικές σέχτες. Εδώ, είτε πρόκειται για την αναμενόμενη οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος, είτε για την δευτέρα παρουσία δεν υπάρχει κανένας χρονικός περιορισμός. Μπορούμε να αναμένουμε αιώνια; Αν είναι για τους οπαδούς μιας θρησκευτικής σέχτας δεν υπάρχει τίποτα το αντιφατικό. Η μοιρολατρία είναι συστατικό τους στοιχείο. Όμως τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τον επαναστατικό μαρξισμό; Καμία. Ένας επαναστάτης δεν ενδιαφέρεται να σώσει την ψυχή του, αλλά να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Η πρόθεσή του αυτή δεν ξεκινάει από καμία μεσσιανική διάθεση, αλλά βασικά από τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης, τους ταξικούς και τους πολιτικούς ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται γύρω από αυτές. Εκεί μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον εαυτό του όχι ως αντικείμενο αυτής της διαδικασίας, αλλά ως υποκείμενο που επεμβαίνει και τελικά την καθορίζει. Η δράση λοιπόν και όχι η αναμονή είναι το ουσιαστικό στοιχείο για οποιαδήποτε επαναστατική λύση.

Οι οργανώσεις δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εργαλεία δράσης. Δεν μπορούν να υπάρχουν επαναστατικές οργανώσεις που να αδυνατούν να κάνουν δράση. Αν συμβαίνει το τελευταίο, δεν μιλάμε για οργάνωση, αλλά για λέσχη συζήτησης. Ο Λένιν ποτέ δεν επαναπαύτηκε στους επαναστατικούς ομίλους. Αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν η καθαρή επαναστατική θεωρία, αλλά πως αυτή θα γίνει οδηγός για την επαναστατική δράση. Η δράση προϋποθέτει ένα κόμμα το οποίο δεν θα προκύψει σε συνθήκες εργαστηρίου, αλλά μέσα από την ταξική πάλη και τους πολιτικούς αγώνες που θα αφορούν εκατομμύρια καταπιεσμένων και όχι απλά μερικές δεκάδες διανοούμενους. Στο «Τι να κάνουμε» δεν είχε καμία αναφορά στο ένδοξο παρελθόν, ούτε θεωρούσε προαπαιτούμενο της οικοδόμησης να μάθουν όλοι οι εργάτες την αλήθεια για την Κομμούνα. Απεναντίας ήταν ένα σχέδιο για να ενώσει τις σκόρπιες ομάδες σε ένα ενιαίο κόμμα, ένα εγχειρίδιο οδηγιών υπέρβασης του ερασιτεχνισμού, του χειροτεχνισμού, του οικονομισμού και του αυθορμητισμού. Παρά τις ομηρικές διαμάχες από το 1903 με τους μενσεβίκους, ο «διασπαστής» Λένιν συνέχιζε να λειτουργεί κατά διαστήματα στο ίδιο κόμμα μέχρι το 1912. «Για να ενωθούμε πρέπει πρώτα να διαχωριστούμε». Ο διαχωρισμός για τον Λένιν δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν αναγκαίος για το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα, ιδιαίτερα ύστερα από μια ήττα. Δεν μπορεί όμως το ξεκαθάρισμα να κρατάει αιώνια. Ο μαρξισμός δεν είναι ένα φιλοσοφικό ρεύμα αλλά μια μέθοδος πάλης. Το ιδεολογικό του οπλοστάσιο δεν εξελίσσεται κριτικάροντας τους άλλους, αλλά πάνω απ’ όλα από τη συμμετοχή στον αγώνα. Το πότε θα διασπαστούμε και πότε θα ενωθούμε εξαρτιόταν από τις ανάγκες του αγώνα. Ότι προάγει την πάλη, ότι διαπαιδαγωγεί πολιτικά το προλεταριάτο είναι δικαιολογημένο. Μόνο έτσι μπορεί να χτιστεί το κόμμα της επανάστασης.

Πολλοί σύντροφοι πιστεύουν ότι η ατομική κινηματική εμπειρία απομονωμένων επαναστατών σημαίνει ότι αυτές οι οργανώσεις συμμετέχουν στην ταξική πάλη. Λάθος. Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα η ατομική από τη συλλογική εμπειρία ενός κόμματος. Το πολιτικό σχέδιο μιας μικρής πολιτικής ομάδας δεν μπορεί να δοκιμαστεί στο σύνολό του, εκτός των άλλων και λόγω της αδυναμίας της. Αυτό αναγκαστικά ακυρώνει το όλο σχέδιο. Η αδυναμία να εφαρμοστεί ισούται με την αποτυχία. Επειδή οι οργανώσεις δεν μπορούν να έχουν μια συλλογική εμπειρία, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ζούνε με την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στον ταξικό και τον πολιτικό αγώνα. Κάνουν πράγματι αγώνα εδώ και εκεί διαμέσου ορισμένων αγωνιστών τους, νομίζοντας ότι αποτελούν και το κέντρο του ενδιαφέροντος, ενώ στην πραγματικότητα περνάνε σχεδόν απαρατήρητες, ακόμα και στους πιο συγγενής πολιτικούς κύκλους. Εξαιτίας αυτής της κατακερματισμένης εμπειρίας, ταυτόχρονα με την απουσία οποιασδήποτε συλλογικής εμπειρίας (πέρα ίσως από το φοιτητικό κίνημα, που επίσης παραμένει αποσπασματική σε σχέση με το συνολικό κοινωνικό εύρος), τα συμπεράσματα που βγάζουν είναι επίσης αποσπασματικά και ως εκ τούτου αδύνατο να κεφαλαιοποιηθούν, εμπλουτίζοντας ισορροπημένα το ιδεολογικοπολιτικό τους κεφάλαιο.

Λέμε συχνά ότι μια μικρή ομάδα επαναστατών αποτελεί το «έμβρυο» του μελλοντικού κόμματος. Όμως τι σημαίνει αυτό; Μήπως ότι με το φούσκωμα αυτής της μικρής ομάδας κάποτε θα φτάσουμε στο κόμμα. Αυτό δεν έγινε ποτέ στην ιστορία. Οι περισσότερες προσπάθειες αυτού του τύπου αντί να καταλήγουν σε ένα μεγάλο κόμμα καταλήγουν στις πιο άγριες σέχτες ή σε φούσκες που παριστάνουν το κόμμα κρύβοντας τις αδυναμίες τους μέσα σε ένα πλήθος δεκάδων πανό. Αν πραγματικά μια μικρή ομάδα επαναστατών επιδιώκει τη δημιουργία ενός κόμματος τότε θα πρέπει να βρει το δρόμο προς την πρωτοπορία του προλεταριάτου.

Είναι τελείως λάθος να συγχέουμε τον εαυτό μας με τις οργανώσεις που προκύπτουν μέσα από μεγάλα ιστορικά γεγονότα όπως π.χ. η 3η Διεθνή στα 1920 ή ακόμα και η συγκρότηση της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης και λίγο αργότερα της 4ης Διεθνούς. Σίγουρα η 4η σε σχέση με την 3η υστερούσε αφάνταστα σε μαζικότητα, και αυτό οφείλεται στο ότι η 4η είναι το προϊόν της ήττας και η 3η της νίκης της επανάστασης. Όμως η βαρύτητα της 4ης βρίσκεται στο γεγονός ότι τα στελέχη της δικαιωματικά συνεχίζουν την κληρονομιά του Οκτώβρη. Είναι άλλωστε οι επιζώντες αυτής της επανάστασης και των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Αυτές οι διασπάσεις καλύπτουν υπαρκτά πολιτικά κενά. Όμως οι κληρονόμοι του Τρότσκυ έχουν πλέον ελάχιστο βάρος. Μοιάζουν με κάτι θαυμαστές των πετυχημένων που νομίζουν ότι μιμούμενοι τα ινδάλματά τους θα πάρουν και κάτι από τη δόξα τους. Ο αυτοσαρκασμός αυτός δεν έχει πρόθεση να μειώσει σε τίποτα την πίστη εκατοντάδων ή και χιλιάδων τροτσκιστών που τάχθηκαν να συνεχίσουν και να υπερασπιστούν τις καλύτερες στιγμές της επαναστατικής ιστορίας, πράγμα για το οποίο πολλές φορές πλήρωσαν με τη ζωή τους. Όμως εδώ δεν μιλάμε γι’ αυτό, αλλά για τη δυνατότητα να δοκιμαστεί ένα επαναστατικό μεταβατικό πρόγραμμα. Αν οι τροτσκιστές του 21ου αιώνα θέλουν να αποκτήσουν το βάρος του Τρότσκυ θα πρέπει να κάνουν τουλάχιστον μια πετυχημένη επανάσταση. Μόνο τότε θα τους πάρει ο κόσμος στα σοβαρά. Μέχρι τότε θα θεωρούνται νοσταλγοί ενός μακρινού παρελθόντος.

Στη σφαίρα της στατιστικής υπάρχει η πιθανότητα μια μικρή ομάδα να αναπτυχθεί και να φτάσει κάποτε να γίνει ένα μεγάλο κόμμα. Ωστόσο στο πράσινο δέντρο της ζωής δεν βρίσκουμε τέτοια παραδείγματα. Οι μόνες ομάδες που απέκτησαν μια κάποια επιρροή ήταν αυτές που συνδέθηκαν με μαζικές πολιτικές διαδικασίες. Μια ματιά στη ιστορία των ισχυρών τροτσκιστικών οργανώσεων θα μας έδειχνε ότι προέκυψαν μέσα από μια εισοδιστική δουλειά στα μαζικά ρεφορμιστικά (Αγγλία, Βραζιλία) ακόμα και σε αστικά ριζοσπαστικά κόμματα όπως ο περονισμός στην Αργεντινή.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η είσοδος σε κόμματα που συσπειρώνουν πλατιές εργατικές μάζες είναι πάντοτε ο σωστός δρόμος. Το βασικό κριτήριο είναι το που γίνονται διεργασίες, που ελπίζουν τα πιο προχωρημένα κοινωνικά τμήματα, ποιοι σχηματισμοί γεννούν προσδοκίες και μπορούν να εκφράσουν ένα σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Να το πούμε πιο απλά. Ο επαναστάτης ενδιαφέρεται πάνω απ’ όλα να βρει έδαφος για να απλωθούν οι ιδέες του. Όχι γιατί είναι κολλημένος, αλλά γιατί πιστεύει ότι με αυτό το πολιτικό σχέδιο μπορεί να ξεμπλοκάρει το εργατικό κίνημα, να πάρει μπροστά η Ιστορία. Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν στο Άγιο Όρος, ούτε στα απομακρυσμένα χωριά της αγνότητας και της επιστροφής στην παράδοση. Ο επαναστάτης δεν κλαίγεται για το παρελθόν. Ψάχνεται διαρκώς πως θα πάρει εκδίκηση, και όχι πως θα κάνει μνημόσυνα. Ακόμα κι αυτά έχουν νόημα μόνο αν στοχεύουν στο μέλλον. Άρα πάει εκεί που είναι ο κόσμος που θέλει να παλέψει, που πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα, που έχει μια ελάχιστη επαναστατική αισιοδοξία. Αν οι παρέες του και οι κύκλοι που συχνάζει είναι βουτηγμένοι στην μαυρίλα και την απαισιοδοξία, στο ότι «δεν γίνεται τίποτα, όλοι είναι βολεμένοι, τα παίρνουν, είμαστε χαμένοι έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος δεν τραβάει» κ.ο.κ. τότε θα πρέπει να απομακρυνθεί με αστραπιαία ταχύτητα. Ο κανόνας είναι απλός: Μακριά απ’ όσους έχουν αποδεχτεί την ήττα τους, και ειδικά από αυτούς που παριστάνουν ότι είναι οι τελευταίοι των μοϊκανών. Η επανάσταση θέλει φρέσκο αέρα και αισιόδοξο περιβάλλον. Μόνο εκεί μπορεί να πιάσει ο σπόρος. Στη στέπα της μαυρίλας πιάνουν μόνο τσουκνίδες.

Μια προσπάθεια που για χρόνια δεν μπορεί να κάνει αποφασιστικά βήματα μαζικοποίησης και στελεχοποίησης αναγκαστικά θα βαλτώσει εξυπηρετώντας εγωισμούς και εμμονές και ως εκ τούτου η ύπαρξή της δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Η αρχική ορμή χάνεται όταν η ομάδα γίνει γνωστή και προβλέψιμη και όταν εκτεθεί στην ανοικτή αρένα αποκαλύπτεται πόσο ευάλωτη είναι και ποια είναι τα όρια αντοχής της.

Αν πραγματικά έχουν μια αξία οι μικρές αυτές οργανώσεις είναι σαν ιδεολογικά εργαστήρια, σαν όμιλοι συζήτησης και επεξεργασίας θέσεων, σαν εκδοτικοί οίκοι. Όμως η αυταπάτη ότι μπορεί κάποτε να εξελιχθούν σε ένα μεγάλο κόμμα κατευθύνει τις λιγοστές τους δυνάμεις σε μια καρικατούρα κόμματος με γραμματείς, κεντρικές επιτροπές, αχτίδες, πυρήνες, εφημερίδες, κ.ο.κ. Οι άμεσοι πολιτικοί στόχοι που βάζουν ακυρώνονται αμέσως εξαιτίας της αδυναμίας τους να κάνουν πολιτική. Αυτό έχει σχέση με το μέγεθος -κρίσιμη μάζα- και με τίποτα άλλο.

Από αυτή την αδυναμία -να κάνουν πολιτική- οδηγούνται σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον στο να αναδεικνύουν διαρκώς την ιδεολογική τους διαφορετικότητα προκειμένου να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και δεύτερον να επιδιώκουν την άμεση επιβεβαίωσή τους στη συνδικαλιστική αρένα και σε επιμέρους ζητήματα. Αυτό όμως δεν τους οδηγεί προς το κόμμα, σε ένα μηχανισμό που ενώνει οριζόντια και πολιτικά την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αλλά στον οικονομισμό και την προσαρμογή σε οργανωτικά σχήματα και προσανατολισμούς που εξυπηρετούν την αποσπασματική συνδικαλιστική ή τοπική παρέμβαση

Η ελληνική περίπτωση

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ελληνική εξωκοινοβουλευτική αριστερά είναι μετρ στο συνδικαλισμό και στις τοπικές κινήσεις. Εκεί μόνο βρίσκει κενά για να παρέμβει. Γι’ αυτό και το καμάρι της είναι τα ΕΑΑΚ και οι Παρεμβάσεις. Από κει και πέρα το χάος. Η αδυναμία αυτή παρουσιάζεται μάλιστα και ως πλεονέκτημα. Εξού και ο νεολογισμός της «κοινωνικής αριστεράς» στην οποία έχουν επενδυθεί όλες οι ελπίδες και η απαξίωση της πολιτικής αριστεράς, ως ο υπαίτιος όλων των κακών.

Τα αποτελέσματα της εικοσαετούς διαρκούς απασχόλησης με το συνδικαλισμό, τα θεματικά και τις γειτονιές τα βλέπουμε σήμερα σε μια εξωκοινοβουλευτική αριστερά που αδυνατεί να παράγει πολιτικά και ιδεολογικά στελέχη. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι ο νέος κόσμος που συσπειρώνεται γύρω από αυτές τις προσπάθειες έχει μια εντελώς αποσπασματική και σχεδόν απολίτικη αντίληψη της ταξικής πάλης και της πολιτικής κατάστασης. Αδυνατεί να αντιληφθεί τι σημαίνει πολιτική δράση. Σχεδόν θα λέγαμε αδιαφορεί για τους πιο στοιχειώδης μηχανισμούς του εποικοδομήματος: το ρόλο του κράτους, ποιος είναι κυβέρνηση, η σχέση με την μαζική ρεφορμιστική αριστερά, τα συνδικάτα, τη συνείδηση. Αντιλαμβάνεται την πάλη σε μια ρουσσωϊκή, αγνή μορφή (αφεντικό-εργάτης). Εκεί οφείλεται και η φετιχοποίηση της «ταξικής» δουλειάς, δηλαδή η υποτίμηση της πολιτικής πάλης. Αυτό το είδαμε σε όλες τις τελευταίες μάχες (άρθρο 16, ασφαλιστικό). Εξαιτίας αυτής της οπτικής όλο το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε πρωτόγονες μορφές οργάνωσης, ξεχνώντας για πάντα την κεντρική πολιτική συγκρότηση.

Πως όμως φτάσαμε μέχρι εδώ; Τα στελέχη της και ο βασικός της πολιτικός κορμός παραμένουν εκείνοι που πολιτικοποιήθηκαν α) στην αστάθεια της μετάβασης από τη Χούντα στη μεταπολίτευση και στις οργανώσεις την περίοδο 1973-78 (Πολυτεχνείο και μεταπολίτευση), β) στην κρίση του ΚΚΕ εσωτερικού και τη διάσπαση της Β’ Πανελλαδικής (καταλήψεις 79) και γ) το 1990 με την κατάρρευση του σταλινισμού, την κυβέρνηση Τζανετάκη και τη διάσπαση του ΚΚΕ (αποχώρηση ΚΝΕ Γράψα). Τα στελέχη αυτά αναπτύχθηκαν και εκπαιδεύτηκαν μέσα σε πολιτικές μάχες συμμετέχοντας σε οργανώσεις και κόμματα που έπαιξαν ρόλο σε μεγάλα πολιτικά γεγονότα. Με αυτά τα στελέχη συνεχίζει ακόμα και σήμερα η εξωκοινοβουλευτική. Έχει άραγε αναρωτηθεί γιατί αδυνατεί να παράγει, μέσα από τους δικούς της οργανισμούς κάτι καινούργιο;

Η άκρα αριστερά στην Ελλάδα έχασε και τις τρεις αυτές ευκαιρίες για να παίξει ένα ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή, και πολύ περισσότερο να συγκροτήσει μια σοβαρή εναλλακτική λύση στα αριστερά του ρεφορμισμού. Οι γενιές (1974-9, 1989-91) που στήριξαν την άκρα έχουν ηττηθεί. Η πρώτη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1980 που επιτάχυνε την κρίση του μαοϊσμού και την ενσωμάτωση ενός μεγάλου τμήματος του χώρου στους σχεδιασμούς του ΠΑΣΟΚ. Οι αρχικές προσδοκίες, για μια μετατροπή της κρίσης μετάβασης από τη χούντα στην αστική δημοκρατία σε μια επαναστατική κρίση. που μαζικοποίησε το χώρο της άκρας του 70, κατέληξαν στην απογοήτευση. Ο χώρος χρεώθηκε τις αδυναμίες του μαοϊσμού και τελικά βούλιαξε μαζί του. Εξίσου την ήττα τους συνεχίζουν να κουβαλάνε τα υπολείμματα από τη διάσπαση της ΚΝΕ του 1990 που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται μέσα από το ΝΑΡ και τα «κοινωνικά» του παρακλάδια. Οι δύο αυτές γενιές που έχουν παραιτηθεί από κάθε πολιτικό καθήκον, διότι πολύ απλά δεν διαθέτουν κανένα σχέδιο, έχουν βρει καταφύγιο στον εργατισμό, το συνδικαλισμό, τον εναλλακτισμό και τον τοπικισμό. Με αυτό απασχολείται το 95% της ΑΡΑΝΑΡΑΣ και γύρω από αυτούς εκατοντάδες πρώην του μαοϊσμού του 70, του Ρήγα και της ΚΝΕ. Κινήσεις και στέκια γειτονιάς, μάχιμος συνδικαλισμός, θεματικές επιτροπές. Εκεί τελειώνει η παλαιά άκρα αριστερά. Κάθε φορά η ενότητα επιτυγχάνεται σε ένα κατώτερο επίπεδο. Κάθε φορά η συζήτηση, οι στόχοι και οι προσδοκίες μειώνονται. Από την άκρα που έψαχνε την επανάσταση το 70 καταλήξαμε ύστερα από 30 χρόνια στα 1400 ευρώ της ΔΟΕ, και στα «όλα τα εργασιακά δικαιώματα στο πτυχίο» των ΕΑΑΚ. Καμία προσδοκία, καμία φαντασία, κανένας στόχος. Η κομμουνιστική προοπτική κατάντησε για αυτό το χώρο ότι και ο παράδεισος για τους χριστιανούς. Μια κρυφή ελπίδα για τη μεταθάνατο ζωή.

Υπάρχει έστω και κάποια ελπίδα στο χώρο αυτό;

Εδώ και χρόνια -και ιδιαίτερα σε κάθε προεκλογική περίοδο- οι οργανώσεις του χώρου αναγνωρίζουν την αδυναμία τους, αλλά και την ανάγκη να παρέμβουν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Τέλος πάντων να διαμορφώσουν ένα αντίπαλο δέος στις δύο κυρίαρχες δυνάμεις της παραδοσιακής αριστεράς. Ο στόχος ενός πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς, ή μιας κάποιας αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης απασχολεί τετραετίες ολόκληρες το συγκεκριμένο χώρο, χωρίς όμως να έχει βρεθεί η λύση αυτής της εξίσωσης. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που ο χώρος αυτός αδυνατεί να βρει την άκρη του νήματος. Ας τους μαζέψουμε σε τρεις βασικούς:

Α) Για να υπάρχει προοπτική πρέπει να υπάρχει πολιτικό σχέδιο. Να έχεις να πεις πραγματικά κάτι περισσότερο από το ρεφορμισμό. Όχι σε επίπεδο αφηρημένων, πέρα από το χωροχρόνο, διακηρύξεων που γράφονται για τις ανάγκες των εκλογών. Αλλά σε κρίσιμα ζητήματα που η διαφοροποίηση με τον αστισμό και την καθεστωτική αριστερά είναι κάθετη και ξεκάθαρη. Πουθενά η «άκρα» δεν κατάφερε να δώσει μια σοβαρή πολιτική μάχη που να την καταγράφει ως μια ξεχωριστή δύναμη από το ρεφορμισμό τα τελευταία χρόνια.

Όταν το κράτος σε κλίμα γενικής υστερίας εφάρμοσε τους τρομονόμους στις δίκες 17Ν και ΕΛΑ η «άκρα» χώθηκε κάτω από το τραπέζι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που ουσιαστικά δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν ούτε κατ’ ελάχιστον τον συγκεκριμένο χώρο, όχι μόνο εξαιτίας των λιγοστών τους δυνάμεων, αλλά περισσότερο γιατί συνειδητά βρίσκονται έξω από τα κονέξια, τα παραγοντιλίκια και τις αλληλοφρονήσεις όλων αυτών που αγαπιούνται τόσο, αλλά ποτέ δεν μπορούν να ολοκληρώσουν την αγάπη τους.

Στις απαγωγές των Πακιστανών ξανά η ίδια αδιαφορία. Σε ζητήματα ρατσιστικής βίας και αντιφασιστικής δράσης περισσότερα αντανακλαστικά δείχνει ο χώρος του Συριζα, παρά οι ορθόδοξοι κομμουνισταράδες κάθε κοπιάς, που επικαλούνται την κομμουνιστική απελευθέρωση μόνο όταν γράφουν εκθέσεις ιδεών για φόντο στα ψηφοδέλτιά του ΜΕΡΑ και του ΕΝΑΝΤΙΑ. Στα εθνικά ζητήματα που η αστική τάξη δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της η λεγόμενη «άκρα» χάνει κάθε αίσθηση της διαφορετικότητας. Ο Λένιν έλεγε ότι ο εχθρός βρίσκεται στη χώρα μας. Για αυτούς εδώ πάντα βρίσκεται έξω απ’ αυτήν. Είτε πρόκειται για την Κύπρο, είτε για τη Μακεδονία, είτε για το Αιγαίο και την Τουρκία, είτε για τις μειονότητες, πάντα βρίσκει έναν ιμπεριαλιστικό δάκτυλο για να δικαιολογήσει τα πατριωτικά γλειψίματα και τελικά την στοίχισή της με τον εθνικό κορμό.

Τόσα και τόσα πολιτικά γεγονότα έχουν περάσει χωρίς η «άκρα» να καταθέσει τη θέση της εκτός βεβαίως αν πρόκειται για τσάμπα αντιιμπεριαλισμό. Καθόλου τυχαίο. Στον τομέα αυτό έχει εκπαιδευτεί από την εποχή των διαδηλώσεων για την Κύπρο στα 50’s δεν κάνει τίποτα περισσότερο από αυτό που την δίδαξε ο ηττημένος σταλινισμός. Να επιδιώκει την αποκατάσταση της πολιτικής του παρουσίας ύστερα από την ήττα του εμφυλίου μέσω των εθνικών ζητημάτων, για να αποβάλει τη ρετσινιά του ΕΑΜοβούλγαρου εθνοπροδότη και να δώσει έτσι διαπιστευτήρια εθνικοφροσύνης στην αστική τάξη.

Β) Μήπως όμως έχει να δείξει μια κινηματική αποφασιστικότητα στο τομέα που διαπρέπει; Ο χώρος της «άκρας» (μέσα από τα «κοινωνικά» της παρακλάδια), την τελευταία δεκαετία έδωσε τρεις μεγάλες μάχες για να αποδείξει ότι δεν έχει να πει τίποτα περισσότερο από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Μια στα εξεταστικά το 98, μια στις φοιτητικές καταλήψεις το 2006-7 και μια στην απεργία των δασκάλων το φθινόπωρο του 2006. Δεν θα αναφερθούμε σε λεπτομέρειες, (έχουμε μιλήσει εκτενώς μέσα από την Εργατική Εξουσία), παρά που η μνήμη διακρίνεται για την αδυναμία της. Το συμπέρασμα και από τις τρεις αυτές μάχες είναι ότι πάντα την κρίσιμη στιγμή βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει τη σύγκρουση. Το έχει κάνει και τις τρεις φορές. Αυτά είναι τα όρια του αγνού «ταξικού» συνδικαλισμού των πρωτοβάθμιων σωματείων. Όμως το χειρότερο είναι ότι όποιος επιχειρεί να τραβήξει τον αγώνα μέχρι την τελική του συνέπεια αντιμετωπίζεται με τις πιο χυδαίες μεθόδους: Συκοφαντίες, λάσπη, προβοκατορολογία και ασφαλιτομανία. Απ’ όλα τα σταλινικά τερτίπια της μεγάλης σχολής των ΚΝΑΤ, τα μεγαλοστελέχη της «κοινωνικής» άκρας δεν έχουν ξεχάσει τίποτα. Τα θυμούνται όλα χαρτί και καλαμάρι. Παρόλα αυτά για να μην χαλάσουν οι παρέες ακόμα και η τροτσκιστική πτέρυγα αυτής της αριστεράς δείχνει την πιο μεγάλη ανεκτικότητα σε αυτές τις άθλιες και ανήθικες συμπεριφορές. Όπως και να χει η ευκαιρία που είχε ο χώρος αυτός να δείξει μια άλλη προοπτική στο εργατικό κίνημα και στη νεολαία έχει ήδη χαθεί, ακόμα κι αν στην προσπάθειά τους να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις γίνονται εντελώς γελοίοι προσπαθώντας να πείσουν ότι οι αγώνες που ηγήθηκαν έχουν «ηθικά» νικήσει και αφήσει «παρακαταθήκες» για το μέλλον. (βλ. «νεκρός διαγωνισμός», «νίκη» των φοιτητικών καταλήψεων του πρώτου γύρου, απονομιμοποίηση του ν-π, «νίκη των δασκάλων που πέρασαν στην κοινωνία τα 1400 μισθό» κλπ.)

Γ) Ο πρωτογονισμός, ο χειροτεχνισμός και αυτή καθ’ αυτή η συγκρότηση του χώρου, κατά βάση σε συνδικαλιστικό, τοπικό και θεματικό επίπεδο, δεν αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε πολιτική ζύμωση. Στους σχηματισμούς αυτούς δεν γίνεται όπως είναι φυσικό καμία πολιτική συζήτηση δεδομένου ότι είναι έξω από το πλαίσιο των στενών τους ενδιαφερόντων. Επίσης αυτό είναι πολύ βολικό γιατί αν ξεφύγει το θέμα από τα στενά της γειτονιάς ή της συντεχνίας τότε θα αποκαλυφθούν οι πολιτικές διαφορές και πιθανόν να μπει σε δοκιμασία η αντοχή και η συνοχή αυτών των σχημάτων. Βεβαίως κάθε που έχουμε εκλογές (βουλευτικές, ευρωεκλογές) οι δυνάμεις αυτές ενθυμούνται όπως και κάθε ρεφορμιστικός μηχανισμός τις μεταθανάτιές του υποχρεώσεις. Εκεί που το κέντρο της συζήτησης είναι η κεραία της κινητής και τα 1400 ευρώ που τα χει φαει ήδη ο πληθωρισμός, ξαφνικά τους πιάνει ντελίριο για την κομμουνιστική απελευθέρωση, την επανάσταση, την εργατική εξουσία και όλα τα σχετικά. Μέχρι να τελειώσουν οι εκλογές να πάρουν τους 11.626 ψήφους και να ξαναρχίσουν τα γνωστά με τα 1400, τα δικαιώματα στο πτυχίο, τη συνθήκη της Μπολώνιας, και τα ΕΠΕΑΕΚ.

Σ’ αυτό το ξερό έδαφος δεν υπάρχει καμία προϋπόθεση για μια σοβαρή συζήτηση, και επομένως ακόμα και οι προθέσεις για μια ανασύνθεση του χώρου αυτού σκοντάφτουν, όχι μόνο στην έλλειψη ενός πολιτικού σχεδίου αλλά και στα πολιτικά όρια της στρεβλής, μερικής και πρωτόγονης πολιτικοποίησης των τελευταίων 20-30 χρόνων.

Ο χώρος αυτός θα μπορούσε να πάρει μια τολμηρή απόφαση. Αν πράγματι διακατέχονται από τα πλέον φιλικά αισθήματα, και το δέσιμο που έχουν αποκτήσει από την όσμωση στα ΕΑΑΚ, τις Παρεμβάσεις και τις «γειωμένες» παρεμβάσεις στις γειτονιές είναι τόσο σημαντικά όσο λένε, τότε θα έπρεπε να έχουν ήδη δώσει ένα τέλος στις διασκορπισμένες ομάδες, ιδρύοντας το αντικαπιταλιστικό ριζοσπαστικό κόμμα που ονειρεύονται. Είναι απορίας άξιο πώς, ενώ καμία 10ριά αυτοκόλλητες οργανώσεις-παράγοντες σε αυτό το χώρο που η μια χτυπάει φιλικά την πλάτη στην άλλη, αδυνατούν να ενωθούν σε ένα κόμμα. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι αυτοί τρέμουν ακόμα και στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να βρεθούν σε ένα κόμμα με περισσότερα από 1000 μέλη και να αναγκαστούν να μπουν σε μια καθημερινή πολιτική λειτουργία. Γιατί δεν το κάνουν; Πολύ απλά γιατί έτσι θα αποκαλυφθεί ότι πρόκειται περί φλυαρίας που εκτός από τα 1400 ευρώ και τον κομμουνισμό στη δευτέρα παρουσία δεν έχει να προσθέσει τίποτα περισσότερο. Τους αρέσει εκεί που βρίσκονται. Να μην αναλαμβάνουν κανένα καθήκον, για να μπορούν να ρίχνουν όλες τις ευθύνες στο ρεφορμισμό και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που δεν κάνει την επανάσταση για λογαριασμό τους. Στην πραγματικότητα καταλαβαίνουν ότι δεν είναι για τέτοιες δουλειές, οπότε αρέσκονται σε ρόλο πλανόδιου και τους πιάνει λύσσα, όχι με τα μεγαλοκαταστήματα αλλά με τους άλλους πλανόδιους που διεκδικούν την ίδια πελατεία. Από κει και πέρα τα ανέχονται όλα.

Μα, θα πει κανείς, δεν υπάρχουν διαφορές; «Η στάση απέναντι στο κράτος (καταστολή, βία και αυτοάμυνα, συμμετοχή στα όργανα διοίκησης, συναλλαγή με κυβερνητικά κόμματα), τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, τα εθνικά θέματα, τις διεκδικήσεις των συνδικάτων, το ενιαίο μέτωπο και πολλά τρέχοντα ζητήματα, τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, τα εθνικά θέματα, τις διεκδικήσεις των συνδικάτων, το ενιαίο μέτωπο και πολλά τρέχοντα ζητήματα»; Καθένας μπορεί να λεει οτιδήποτε ιδιαίτερα όταν γι’ αυτό δεν έχει καμία συνέπεια. Το να μην συμμετέχεις σε ένα ΠΥΣΔΕ (συνδιοικητικό όργανο στην εκπαίδευση) δεν σημαίνει ότι είσαι επαναστάτης. Σίγουρα αποτελεί μια συνεπή στάση ταξικής ανεξαρτησίας. Αλλά μέχρι εκεί. Το κράτος θα γελάσει ειρωνικά για αυτή τη συνέπεια. Δεν θέλεις να ψηφίσεις μην πάς. Κάποτε θεωρούνταν σχεδόν εξτρεμισμός να απέχει κανείς από τις κάλπες των βουλευτικών. Προβλέπονταν μέχρι και ποινές γι’ αυτό. Τώρα δεν θα ασχοληθεί κανείς με αυτό. Οι αναρχικοί παρόλα αυτά συνεχίζουν να πιστεύουν ότι εδώ παίζεται ολόκληρη η επαναστατική τους τιμή. Επίσης μια αποχή όχι μόνο δεν είναι από θέση αρχής επαναστατική πράξη, αλλά μπορεί να είναι και μια καθαρή αυτοκτονία. Η στάση γενικά απέναντι στο κράτος επίσης δεν σημαίνει τίποτα. Μπορεί κανείς από τον καναπέ του και φορώντας τις παντόφλες του να κηρύσσει αδιάλλακτο αγώνα εναντίον των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, διαβάζοντας ακατάπαυστα Πουλαντζα και Αλτουσέρ. Και για να μην παρεξηγηθούμε την επομένη να διαβάζει τη Ρώσικη επανάσταση του Λέον Τρότσκυ. Όλα αυτά έχουν μια αξία αν βάλεις τα παπούτσια σου και βγεις στο δρόμο. Αν η θέση σου για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού σε οδηγήσει σε μια διεθνιστική θέση για την Κύπρο και το Μακεδονικό. Αν η θέση σου για το κράτος σε οδηγήσει στον αγώνα για να οργανωθούν απεργιακές φρουρές. Αν η θέση σου για το φασισμό σε οδηγεί όχι σε επαναλήψεις συνταγών του 33 για μέτωπο SPD-KPD, αλλά για να οργανώσεις τώρα τον αντιφασιστικό αγώνα, αναλαμβάνοντας εσύ την ευθύνη και όχι ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Σημαίνει πάνω απ’ όλα ότι αν εσύ καλείς τη ΓΣΕΕ αλλά η ΓΣΕΕ αδιαφορεί, και αναλάβει κάποιος άλλος αυτό το καθήκον, εσύ δεν θα κοιτάς που η συνταγή σου πήγε άπατη, αλλά θα τρέξεις να βοηθήσεις αυτόν που δίνει τη μάχη και παίζει το κεφάλι του. Και για να τελειώνουμε με την εξυπνάδα, σημαίνει πάνω απ’ όλα, μα πάνω απ’ όλα, ότι δεν συκοφαντείς και δεν παίζεις κρυφτούλι με την πραγματικότητα, αφήνοντας τους συντρόφους σου που μάχονται στην πρώτη γραμμή να τους αποτελειώσει ο αντίπαλος. Αυτό για όσους δεν το κατάλαβαν λέγεται επαναστατική ηθική. Λοιπόν για να παριστάνει κανείς τον επαναστάτη θα πρέπει να έχει επαναστατική τσίπα. Βεβαίως μπορεί να συνεχίζει να πουλάει τσάμπα συμβουλές στους νεόκοπους οπαδούς του, που θα τους χάσει σε 2-3 χρόνια το πολύ, όμως όλα αυτά ακούγονται αέρας κοπανιστός σε αυτούς που έχουν δώσει μάχες και παίζουν το κεφάλι τους, κρατώντας όχι το σημαιάκι της ΑΔΕΔΥ και της ΔΟΕ αλλά με την κόκκινη, το σφυροδρέπανο της 4ης και το όνομα της οργάνωσής τους. Αυτοί έχουν δικαίωμα να λένε ότι έχουν πραγματικές διαφορές με τους άλλους. Γιατί αυτές τις διαφορές τις πληρώνουν μέχρι τώρα, το 2008, όχι το 1918, ούτε το 1978, με τα κατάγματα στο κρανίο τους και τα σπασμένα πλευρά και χέρια τους

Για να το πούμε διαφορετικά. Το να μουρμουράς «εμπρός για καταλήψεις και διαδηλώσεις» και αυτό να σημαίνει ότι μόλις ξεκινήσει η σύγκρουση (8 Μάρτη) εσύ τα μαζεύεις και φεύγεις καταγγέλλοντας όσους μάχονται σαν προβοκάτορες και ασφαλίτες, αυτό δεν σε κάνει επαναστάτη, αλλά σκέτο καραγκιόζη. Τουλάχιστον οι ρεφορμιστές δεν μιλάνε για συγκρούσεις, και ως εκ τούτου δεν έχουν ανάγκη στο τέλος να ανακαλύπτουν ευφάνταστα αστυνομικά σενάρια. Ρίχνουν την ευθύνη στους «αριστεριστές» και τελειώνει η συζήτηση. Οι δήθεν τώρα επαναστάτες, αρχίζουν το τσάμικο και το κρυφτούλι. Πως αλλιώς θα μείνουν πιστοί στις αρχικές τους διακηρύξεις και το «τέρμα πια στις εκτονώσεις». Και εφόσον δεν υπάρχει τίποτα πιο αριστερό απ’ αυτούς, τότε η σύγκρουση έγινε από ασφαλίτες και ήταν προβοκάτσια. Γι’ αυτό η σταλινική αριστερά και όλοι της οι κλώνοι γίνονται χυδαίοι και ανήθικοι σε τέτοιο βαθμό που ο κλασσικός ρεφορμισμός να μοιάζει αγγελούδι. Γι’ αυτό και εγκαταλείπουν τους αγωνιστές όταν διώκονται στο έλεος της καταστολής. Τι να υπερασπίσει τους «ασφαλίτες»;

Οι διαφορές λοιπόν, ανάμεσα στην «άκρα» ή ανάμεσα στην «άκρα» και τον ρεφορμισμό δεν υπάρχουν σε κενό αέρος, ούτε στέκονται μόνο σαν ιστορικές διαφορές χωρίς σημερινό αντίκρισμα. Μια ιδεολογική διαφορά αν δεν βρίσκει αντίκρισμα τώρα χάνει κάθε χρηστική αξία. Οι μεγάλοι επαναστάτες έλεγαν ότι τα κόμματα αποδεικνύουν την αντοχή τους μπροστά στα μεγάλα γεγονότα. Η ιδεολογική συνέπεια της σοσιαλδημοκρατίας έγινε κομμάτια μπροστά στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Όλες οι διακηρύξεις για την ειρήνη και τον προλεταριακό διεθνισμό ξεχάστηκαν σε μια νύχτα. Οι σοσιαλδημοκράτες έγιναν σοσιαλσωβινιστές και πράκτορες της αστικής τους τάξης.

Η «άκρα» φυσικά δεν ήλθε μπροστά στην πρόκληση μιας επανάστασης ούτε ενός πολέμου, παρόλο που στο δεύτερο δείχνει πανέτοιμη να θυσιαστεί για την πατρίδα. Οι διακηρύξεις για την επανάσταση δεν την εμπόδισαν στην απεργία των δασκάλων να τα μαζέψει από κοινού με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, και στο φοιτητικό κίνημα όταν έφτασε η ώρα της τελικής σύγκρουσης (8/3/07) να υποχωρήσει χωρίς μάχη και καταγγέλλοντας όσους την έδωσαν. Εκεί κρίνεται η συνέπεια στην επαναστατική γραμμή και όχι στις διακηρύξεις. Για αυτό και αυτή η αριστερά βγάζει τα μάτια της όταν δεν κρίνεται τίποτα, ενώ όταν μυρίζει μπαρούτι, αναρωτιέται πως φτάσαμε μέχρι εδώ. Αυτή δεν είναι ούτε αριστερά, ούτε άκρα. Είναι η αριστερά της υποκρισίας και της περιορισμένης ευθύνης. Ότι διαφορές και να έχει αναμεταξύ της, δεν έχουν καμία σημασία. Για έναν απλά λόγο: Δεν πιστεύουν σε τίποτα. Κάποτε έφτιαξαν τις οργανώσεις τους πιστεύοντας ότι η επανάσταση είναι στο παραπέντε, τώρα είναι σίγουροι ότι δεν θα γίνει ποτέ. Ή και αν γίνει, θα γίνει είτε από το κίνημα, είτε από τη ΓΣΕΕ. Αυτοί πάλι δεν θα κάνουν κάτι. Το ερώτημα παραμένει. Γιατί υπάρχουν;

Το προλεταριάτο απαιτεί ενότητα

Η ζωή μας έχει δείξει ότι η εργατική τάξη απεχθάνεται τις μικρές ομάδες και τη διάσπαση. Αυτό συμβαίνει γιατί αντιλαμβάνεται από ταξικό ένστικτο ότι για να συγκρουστεί με την αστική τάξη και τα κόμματά της δεν αρκούν οι έξυπνες ιδέες, αλλά η δύναμη.

Οι μικρές ομάδες έλκουν κατά βάση διανοούμενους (εργαζόμενους με έντονη πνευματική και ατομικοποιημένη απασχόληση, πχ. δημοσιογράφοι, καθηγητές) και φοιτητική νεολαία.

Οι διανοούμενοι έχουν μια υπερβολική εμπιστοσύνη στα επιχειρήματά τους. Ομολογουμένως έχουν αυτή τη δυνατότητα. Πιστεύουν ότι άμα σε βάλουν κάτω, δεν γίνεται, θα σε πείσουν. Αυτό τους σπρώχνει σε μια ολοένα και μεγαλύτερη ακριβολογία στις διατυπώσεις, στο ύφος, στο στυλ και σε ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες. Για έναν διανοούμενο το σημαντικότερο είναι ένα όσο το δυνατόν πιο ελεύθερο περιβάλλον χωρίς περιορισμούς και καταναγκασμούς. Αυτό το έχει μισοκερδίσει ήδη στον καπιταλισμό. Τείνει αυθόρμητα, όχι σε μια συγκεντρωτική οργάνωση με πειθαρχία στη δράση, αλλά, μάλλον σε ένα όμιλο διαρκούς συζήτησης. Γι’ αυτό και σε ένα πειθαρχημένο κόμμα ο εγωισμός και η ελευθερία του μπαίνει σε δοκιμασία. Θίγεται με το παραμικρό και αυτό κάνει σχεδόν αδύνατη τη συμμετοχή του σε ένα οργανωμένο στρατό. Οι μικρές οργανώσεις έρχονται γάντι σ’ αυτές τις προδιαγραφές.

Η φοιτητική νεολαία έλκεται επίσης από τις ομάδες για δύο λόγους: Πρώτον γιατί τα μεγάλα λόγια συγκινούν, (παρόλο που δεν μπορεί ακόμα να αξιολογηθεί η πραγματική τους αξία). Για έναν νέο το πιο σημαντικό δεν είναι η δυνατότητα να βρουν απήχηση οι ιδέες του, αλλά να οριοθετηθεί αποκτώντας ιδέες και ταυτότητα. Δεύτερον γιατί η νεολαία αντιδράει αυθόρμητα στους παλιότερους που ανήκουν στα παραδοσιακά κόμματα, τα οποία ταυτίζονται συλλήβδην με το καθεστώς ενώ απεναντίας στις μικρές οργανώσεις ανακαλύπτουν μια αίσθηση ελευθερίας που δεν υπάρχει στα μεγάλα κόμματα. Και τρίτον γιατί στις νεαρές ηλικίες υπάρχει και μια σχετική άγνοια κινδύνου αλλά και του πραγματικού μεγέθους της αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο.

Η συμμετοχή σε μια περίεργη επαναστατική οργάνωση, εκτός του ότι είναι από μόνο του προκλητικό, εκλαμβάνεται και ως μια πράξη διαμαρτυρίας προς τις παραδοσιακές ισχυρές δυνάμεις της τάξης για το συμβιβαστικό τους ρόλο, για την νομιμοφροσύνη τους, και τελικά μια έκκληση να πάνε πιο αριστερά. Ακόμα και τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών σε συνεντεύξεις τους μερικά χρόνια μετά τη σύλληψή τους αναφέρονται στο σχέδιο τους που ήταν να παρασύρουν ή καλύτερα να επαναφέρουν το ΚΚ Ιταλίας στον επαναστατικό δρόμο. Όπως αποδείχτηκε πολλά μέλη τους ήταν ταυτόχρονα και μέλη της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Το ίδιο συνέβη και με τη διάσπαση της ΚΝΕ το 1990. Τα περισσότερα μέλη της ΚΝΕ έφυγαν για να διαμαρτυρηθούν για τη κυβέρνηση Τζανετάκη και για να εκφράσουν την απογοήτευσή τους για την οικτρή κατάρρευση του «υπαρκτού» που τόσο είχαν πιστέψει. Όταν συνειδητοποίησαν ότι το ΚΚΕ δεν βάζει μυαλό και δεν ακολουθεί την ΚΝΕ τότε οι περισσότεροι γύρισαν πίσω ή πήγαν σπίτι τους εντελώς απογοητευμένοι.

Το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει και με την πλειοψηφία των νέων αγωνιστών που στα πρώτα χρόνια της πολιτικοποίησής τους ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια (γιατί μόνο εκεί υπάρχει η άκρα) διαλέγει τις μικρές οργανώσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα λειτουργούν ως φράξιες στο φοιτητικό (ενίοτε στα ΕΑΑΚ) και όχι ως πραγματικές πολιτικές οργανώσεις. Αμέσως μετά το πανεπιστήμιο τις εγκαταλείπουν. Γιατί συμβαίνει αυτό το πράγμα; Μήπως γιατί οι άνθρωποι απλά συντηρητικοποιούνται μόλις φτάνουν τα 30; Αυτή είναι μια εύκολη ερμηνεία. Όμως υπάρχει μια βαθύτερη αιτία. Οι αγωνιστές αυτοί μόλις ενηλικιώνονται πολιτικά, ανακαλύπτουν μαζί με το πραγματικό μέγεθος της ταξικής πάλης και την καθημερινή αγριότητα του αγώνα για την επιβίωση και το μικρό μπόι αυτών των οργανώσεων που μέσα στο πανεπιστημιακό άσυλο παριστάνουν τον Τσε Γκεβάρα και μόλις βγουν απ’ έξω είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτες και δεν έχουν πλέον να προσφέρουν τίποτα στον ενήλικα πλέον πρώην φοιτητή και νυν εργαζόμενο. Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια των έντονων φοιτητικών χρόνων, οι νεολαίοι αυτοί αναπτύσσουν μια αγωνιστική δράση που όμως ήταν εν πολλοίς φερέφωνο συντεχνιακών συμφερόντων (τα δικαιώματα στο πτυχίο κλπ.) Στο συλλογικό τους υποσυνείδητο υπερισχύει πάντοτε, όχι η πολιτική αλλά η φοιτητική τους ταυτότητα (βλέπε πως τοποθετούνται δημόσια, όχι ως ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, κλπ αλλά ως ηλεκτρολόγοι, μεταλλειολόγοι, αρχιτέκτονες κ.ο.κ.). Νοιώθουν μια απίστευτη δέσμευση με τη σχολή τους, σαν να είναι όλος τους ο κόσμος. Ότι είναι για έναν πρόεδρο 15μελους το λύκειό του. Λογικό δεν είναι; Εκεί είναι το μεγάλο αφεντικό, παραέξω είναι μια κλασική περίπτωση εφήβου. Αύριο οι ίδιοι άνθρωποι θα νιώθουν δεσμευμένοι από το επάγγελμά τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ελάχιστοι που θα παραμείνουν στο κίνημα, συνεχίζουν να πολιτεύονται όχι ως ΝΑΡ, ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, κλπ. αλλά σαν καθηγητές, δάσκαλοι, μισθωτοί τεχνικοί κ.ο.κ. Έτσι ακριβώς γίνονται φερέφωνα της συντεχνίας τους, με φόντο μια ανάλογη οικονομίστικη συνείδηση.

Η άκρα αριστερά, αφού έχει υποταχθεί στον φοιτητικό οικονομισμό, αρνείται να ενηλικιωθεί. Αδυνατεί να βρει ένα ρόλο για όσους τελειώνουν με το πανεπιστήμιο και το αντίστοιχο φοιτητικό life style. Τα παραμένοντα στελέχη της αναπαράγουν τις διαδικασίες των σχολών και μοιάζουν με αιώνιοι φοιτητές. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο στο χώρο της εκπαίδευσης αυτή η άκρα μπορεί και διατηρεί μια παρουσία. Το σχολείο είναι ένας καλός χώρος για να μείνεις πάντα νέος. Τα παιδιά, κάποιος ελεύθερος χρόνος, μια μίνιμουμ ελευθερία, το ότι δουλεύεις χωρίς να έχεις το αφεντικό στη μούρη σου, όλα αυτά βοηθάνε. Ένας δάσκαλος επιπλέον είναι και ένας διανοούμενος. Μπορεί όπως και ένας φοιτητής να αυτοσχεδιάζει ελευθεριακά συστήματα εκπαίδευσης, 12χρονα σχολεία, και φυσικά να ανταλλάσσει επιχειρήματα, να διαφωνεί και να μην συμβαίνει τίποτα. Η αυταπάτη ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο με την παιδεία, δηλαδή με τα επιχειρήματα είναι ευρέως διαδεδομένη στην εκπαιδευτικό αριστερά. Εδώ βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με το φοιτηταριάτο. Εκεί όμως τελειώνει και η ελευθερία στον καπιταλισμό. Παραδίπλα δεν υπάρχει καμία ανοχή. Στις επιχειρήσεις και το δρόμο οι καπιταλιστές και το κράτος δεν αφήνουν περιθώρια για φλυαρίες. Επιβάλλονται με ένα στυγνό και βίαιο τρόπο. Εδώ δεν υπάρχει κανένας σεβασμός στις ιερές αγελάδες. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο σεβασμός της διαφορετικότητας πάει περίπατο. Όποιος θέλει να σταθεί σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να κάνει πραγματικό πόλεμο. Χρειάζεται στο πλάι του σοβαρά μεγέθη, κόμματα που να έχουν πέραση, συνδικάτα που να είναι αναγνωρισμένα ακόμα και από το νόμο και όχι στη φαντασία του κάθε αριστεριστή και του κάθε αναρχοσυνδικαλιστή που ονειρεύεται αυτόνομα συνδικάτα, συνεχείς εργατικές συνελεύσεις και παρατεταμένους αγώνες διαρκείας.

Αυτό που κάποτε ήταν σημαντικό για έναν φοιτητή ή και για έναν καθηγητή, που έχει εξασφαλίσει ένα ορισμένο ελευθεριακό περιβάλλον, να φαντασιώνεται τον καθαρό σοσιαλισμό και να ψάχνει πόσο γραφειοκράτης ήταν ο Τρότσκυ στην Κροστάνδη που δεν επέτρεψε στην Κομμούνα της ομώνυμης πόλης να αυτονομηθεί ακόμα κι αν έπεφτε στα χέρια της αντεπανάστασης, για έναν εργάτη είναι μια γελοιότητα. Αυτός έχει άλλα πιο επείγοντα προβλήματα που η θεωρητική (άκρα) αριστερά δεν έχει να τον βοηθήσει σε τίποτα.

Τα προβλήματα όμως δεν αντιμετωπίζονται πλατωνικά. Το προλεταριάτο απαιτεί ενότητα, γιατί η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει. Οι διαφορές χάνουν τη σημασία τους. Γίνονται σχεδόν ακατανόητες. Μάλιστα από ένα σημείο και πέρα όσοι δεν μπαίνουν στο μπλοκ θεωρούνται εκτός από περίεργοι και διασπαστές. Για τους εργάτες το πράγμα είναι απλό: Η ύπαρξη δεκάδων οργανώσεων στην αριστερά ταυτίζεται με την ύπαρξη διαφορετικών καπετανάτων. Ακόμα κι αν κάποια απ’ αυτά έχουν περισσότερο δίκιο από τα υπόλοιπα, αυτό δεν λύνει το πρόβλημα ότι το μέτωπο έχει αδυνατίσει. Ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο κέντρο για να συντονίσει το στρατόπεδο. Όσο κι αν δεν ευθυνόμαστε εμείς γι’ αυτή την κατάσταση, ακόμα κι αν οι εργάτες μας αναγνωρίζουν ότι έχουμε δίκιο σε πολλά πράγματα, η διάσπαση παραμένει ακατανόητη, από την άποψη των αναγκών της αντιπαράθεσης με τα αφεντικά και τα αστικά κόμματα.

Μια επίκληση σε ένα «ενιαίο μέτωπο» (εδώ έχουν master όλοι οι τροτσκιστές) που δεν πραγματοποιείται ποτέ, ή μια υπεκφυγή ότι μπορεί να είμαστε σε διαφορετικά κόμματα και οργανώσεις, αλλά έχουμε τουλάχιστον κοινά συνδικάτα, επίσης δεν αποτελεί μια πειστική απάντηση.

Αυτό το σχήμα μπορεί να μας βολεύει, αλλά για έναν εργάτη είναι ιερογλυφικά. Αυτός αντιλαμβάνεται τα πράγματα μονομπλόκ. Δεν μπορεί να διακρίνει (και καλά κάνει) το ταξικό από το πολιτικό, και πώς να το κάνει όταν υπάρχουν 30 οργανώσεις που διεκδικούν ένα στρέμμα γης. Πολλοί, ιδιαίτερα από τον τροτσκιστικό χώρο μιλάνε ακατάσχετα για το ενιαίο μέτωπο. Όμως μόλις τελειώσουν δεν καταλαβαίνει κανείς ποιους περιλαμβάνει αυτό το μέτωπο. Ξεχνάνε ότι το μέτωπο μπορεί να γίνει ανάμεσα σε υπαρκτές, αναγνωρίσιμες και αντίστοιχες δυνάμεις και όχι ανάμεσα σε ένα κόμμα μερικών χιλιάδων μελών και μια ολιγομελή ομάδα μερικών δεκάδων αγωνιστών.

Δυστυχώς η βαθύτερη ουσία μιας μικρής επαναστατικής οργάνωσης, δεν μπορεί να αξιολογηθεί ούτε καν από πρωτοπόρους εργάτες, γι’ αυτό και στο τέλος αντιμετωπίζεται όχι στη βάση της σοβαρότητας των ιδεών που εν δυνάμει αντιπροσωπεύει, αλλά στη βάση της χλεύης που προκαλεί η αδυναμία της. «Μα πόσοι είσαστε τελικά;» Αυτό είναι το κλασσικό ερώτημα που δεχόμαστε, μόλις επιχειρήσουμε να πείσουμε κάποιον να στρατευτεί μαζί μας. «Μα είναι δυνατόν να επηρεάσετε κάτι με αυτές τις δυνάμεις;» Οι άνθρωποι που μας ρωτάνε δεν είναι περίεργοι. Είναι απλώς ρεαλιστές. Μας λένε στα μούτρα το αυτονόητο. «Όσο και να σας τρωει το δίκιο δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα». Και εκεί τελειώνουν όλα.

Η γεωγραφία της αριστεράς

Η σημερινή γεωγραφία της ελληνικής αριστεράς είναι το προϊόν δεκάδων διασπάσεων στο πέρας 35 χρόνων πολιτικής σταθερότητας. Δεν έχει σημασία αν αυτές οι διασπάσεις την εποχή που έγιναν ήταν απολύτως δικαιολογημένες, ή και όχι. Δεν αξιολογούμε αυτό, παρά μόνο τι έχει αφήσει αυτή η υπόθεση ύστερα από 1/3 αιώνα. Στο χώρο της «άκρας» ο αριθμός αυτών των ομαδοποιήσεων αγγίζει τις μερικές δεκάδες. Δίπλα σ’ αυτές υπάρχει και μια πανσπερμία συνδικαλιστικών και τοπικών σχημάτων που κατά μια έννοια έχουν την αναφορά τους στο χώρο αυτό. Ανεξάρτητα από το πως κάθε μια απ’ αυτές τις ομαδοποιήσεις συνειδητοποιεί το πρόβλημα αυτό, σημασία έχει ότι ο κόσμος που βρίσκεται έξω απ’ αυτές ακόμα και η βάση τους διαισθάνεται ότι δεν μπορεί να πάει μακριά με αυτά τα σαράβαλα.

Ο λαός της αριστεράς απαιτεί πλέον ενότητα. Αυτό εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Ένας είναι το σιχτίρισμα για τις διαφορές του παρελθόντος. Πολλοί θεωρούν ότι εκεί βρίσκεται η αιτία των κακών: Στον τροτσκισμό, το μαοϊσμό, τον σταλινισμό. Υπάρχουν οργανωμένες δυνάμεις που επενδύουν οπορτουνιστικά σε αυτή την ερμηνεία για να παίξουν το δικό τους παιχνίδι. Εμείς πολεμήσαμε αυτή την τάση πολιτικής και ιστορικής αμνησίας, και ταυτόχρονα παραγραφής των σταλινικών και ρεφορμιστικών προδοσιών, θεωρώντας ότι η αποσαφήνιση του παρελθόντος αποτελεί προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού κινήματος. Αλλά ποιος μας ακούει. Είναι τέτοιο πλέον το έδαφος που δεν επιτρέπει όχι καμία αποσαφήνιση, μα ούτε καν το άνοιγμα της συζήτησης. Το κλίμα των μικροομάδων, που βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας σε συνδυασμό με τον θλιβερό χειροτεχνισμό τους δεν βοηθάνε στο ιδεολογικό ξεκαθάρισμα και την επανασύνδεση με την επαναστατική παράδοση, αλλά τελικά όλους τους φορείς της σύγχυσης που υποσυνείδητα επιθυμούν και τελικά αναπαράγουν αυτή την κατάσταση ακριβώς για να μην μπορούν να αποκαλυφθούν οι ανεπάρκειές τους.

Η ύπαρξη πλέον αυτών των ομάδων έχει τις περισσότερες φορές ως επίφαση ένα ιδεολογικό ή και πολιτικό πλαίσιο. Πλέον συγκροτούνται στη βάση πολύ πιο πεζών ζητημάτων. Απλώς έχουν συνηθίσει στους κλειστούς κύκλους, με τους λιγοστούς και γνώριμους ανθρώπους που έχουν μάθει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον αλλά κανένα παραέξω, ή ακόμα έχουν μάθει να συνεννοούνται ή να δουλεύουν με ένα ορισμένο στυλ. Ακόμα και σε αυτούς τους μικροσκοπικούς οργανισμούς έχει αναπτυχθεί και μια ορισμένη οργανωτική σιγουριά, αν όχι γραφειοκρατία, με την ρουτίνα της και με όσους την εγγυούνται. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν σχηματίσει την δική τους επετηρίδα και επιπλέον, αν δεν αντλούν υλικά ανταλλάγματα έστω και πενιχρά, σίγουρα απολαμβάνουν στα πλαίσια της ομάδας μια αρκετά μεγάλη δόση αναγνωρισιμότητας, που σε ένα ανοικτό περιβάλλον πιθανό να τη χάσουν. Όλα αυτά έχουν χτιστεί σε 20-30 χρόνια χωρίς βίαιες διακοπές. Η επετηρίδα είναι μεγάλη και τα μικροσυμφέροντα άπειρα.

Το να αποφασίσουν, να υπερβούν τον εαυτό τους, ακόμα κι αν συνειδητοποιούν -μετά από 30 χρόνια- ότι το σχέδιό τους έχει βαλτώσει, είναι σαν να ζητάει κανείς από ένα μπακάλη 60 χρονών να κλείσει το μαγαζί για να δουλέψει έστω και σαν μεριδιούχος σε ένα μεγάλο συνεταιρικό σούπερ μάρκετ. Είναι φυσικώς αδύνατο ακόμα και αν καταλαβαίνει ότι μόνο έτσι δεν θα συντριβεί από τον ανταγωνισμό. Έχουν αναπτύξει στο πέρας των χρόνων μια αξεπέραστη μικροαστική νοοτροπία, που σε συνδυασμό με τον εγωισμό που δεν κατάφεραν να είναι αυτές το μελλοντικό κόμμα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο να παραδεχτούν ότι τελείωσε ο κύκλος τους, και να ρίξουν τις δυνάμεις τους σε μια νέα προσπάθεια.

Υπάρχει και κάτι ακόμα. Οι ομάδες αυτές αν και η ύπαρξή τους δικαιολογείται μόνο ιδεολογικά κατά βάθος είναι εξαιρετικά αδύναμες και σε αυτό τον τομέα. Αυτό συμβαίνει γιατί παριστάνοντας το κόμμα, προσπαθούν να αναπτύξουν μια άμεση πολιτική δραστηριότητα. Επειδή κι αυτό είναι αδύνατο, λόγω μεγέθους, κατεβαίνουν κατηγορία συγκεντρώνοντας τις λίγες δυνάμεις τους σε επιμέρους και αποσπασματικές δραστηριότητες, όπως ο συνδικαλισμός σε κάνα δυο χώρους και τελικά μόνο στο πανεπιστήμιο, καμία θεματική, και κάνα δυο γειτονιές. Με τα χρόνια ο κόσμος που συσπειρώνεται και ίσως στρατολογείται γύρω από αυτές τις οριακές προσπάθειες αποκτάει μια επίσης αποσπασματική πολιτική τεχνογνωσία, πολύ χαμηλότερης ποιότητας από την αρχική των πρώτων ιδρυτικών στελεχών, οι οποίοι τόλμησαν το βήμα έχοντας στο μυαλό τους το σύνολο του σχεδίου. Το επίπεδο πέφτει τόσο χαμηλά που κάνει αντικειμενικά αδύνατη κάθε μελλοντική ανάνηψη. Στο βαθμό που δεν βάζουν από μόνες τους ένα τέλος στη μιζέρια τους, θα συνεχίσουν να λειτουργούν μέχρι να εκφυλιστούν εντελώς, εξαντλώντας ότι χρήσιμο έχει απομείνει και θα μπορούσε να συνεισφέρει σε ένα νέο κύκλο.

Και τι θα γίνει που οι περισσότερες απ’ αυτές τις ομάδες δεν επιθυμούν να αυτοδιαλυθούν και να ξαναενωθούν; Τίποτα περισσότερο μέχρι να χάσουν και την ψυχή τους. Μια ομάδα που δεν αναπτύσσεται σε ένα ανταγωνιστικό έτσι κι αλλιώς ταξικό και πολιτικό περιβάλλον, για να διατηρηθεί στη ζωή πρέπει να αποφεύγει διαρκώς τις συγκρούσεις. Η στρατηγική επιβίωσης αυτών των σεχτών είναι ακριβώς η ίδια με τη στρατηγική επιβίωσης (ειρηνική συνύπαρξη) της σταλινικής γραφειοκρατίας. Όσο αποφεύγεις τη μάχη τόσο μεγαλώνει το προσδόκιμο επιβίωσης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της ελληνικής «άκρας».

Τα αποτελέσματα τα ζούμε εδώ και καιρό. Ο χώρος αυτός έχει χάσει πλέον κάθε αντανακλαστικό. Τα αποθέματα αγωνιστικότητας είναι ήδη στον πάτο. Αποφεύγει τη μάχη σαν το διάολο το λιβάνι. Για να δικαιολογήσει τη στάση του συμπεριφέρεται όπως η γραφειοκρατία που σε κάθε μαχητική ενέργεια διακρίνει μόνο προβοκάτορες και ασφαλίτες. Στο σημείο αυτό χάνει κάθε αίσθηση της συντροφικής αλληλεγγύης, γίνεται ανήθικος, και τελικά χάνει και την ψυχή του. Το βλέπουμε αυτό κάθε φορά που έστω και ένα μικρό μέρος αγωνιστών ή ομάδων της «άκρας» βρίσκεται στο στόχαστρο του κράτους, γιατί αντιστάθηκαν έμπρακτα στην τρομοϋστερία και την καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων (τρομοδίκες, λευκά κελιά, σκευωρίες κατά αγωνιστών, απαγωγές κλπ), είτε γιατί κατά τη διάρκεια κοινωνικών ή πολιτικών αγώνων θεώρησαν ότι απέναντι στην προσπάθεια καταστολής και τρομοκρατίας (ΜΑΤ, φασιστικές συμμορίες, απεργοσπαστικοί μηχανισμοί) το κίνημα και οι οργανώσεις του δεν μπορούν να μένουν με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά να υπερασπιστούν έμπρακτα τον αγώνα.

Η οργάνωσή μας βρέθηκε αρκετές φορές αντιμέτωπη με τέτοιου είδους συμπεριφορές. Αποκορύφωμα το τελευταίο περιστατικό της παραλίγο δολοφονίας του συντρόφου μας Κ. Κουνενάκη στις 2/2/08 (αντιφασιστική διαδήλωση, κοινή δράση χρ.αυγής ΜΑΤ) και η αδιαφορία που έδειξε σύσσωμος ο χώρος, όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο. Όλοι αυτοί, μαζί και το ΚΚΕ, σε ένα αντίστοιχο περιστατικό με τον Κουσουρή εφάμιλλης δημοσιότητας είχαν στρατοπεδεύσει κατά εκατοντάδες, μαζί και εμείς, έξω από το Ιατρικό Κέντρο εκδηλώνοντας, όπως και έπρεπε, την συμπαράστασή τους. Εδώ οι «επαναστάτες» της «άκρας» προφανώς έκριναν ότι δεν αξίζει τον κόπο να φερθούν με τον ίδιο τρόπο, σαν να μην τους αφορούσε η υπόθεση. Φωτεινή εξαίρεση το ενδιαφέρον του ΕΕΚ, ελάχιστων μεμονωμένων συντρόφων και ενός βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ του Λεβέντη.

Από τα δεκάδες έντυπα της «αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς» στα άρθρα τους για τα γεγονότα τις 2ας Φλεβάρη δεν βρήκαν το λόγο να αναφέρουν ότι ο βαρύτατα τραυματισμένος είναι τροτσκιστής λέγεται τάδε και είναι σύντροφος της τάδε οργάνωσης. Τι να πει κανείς. Σύμφωνα με αυτή τη λογική δεν θα ήταν απαραίτητο να ξέρουμε ότι το 65 δολοφονήθηκε ο Πέτρουλας, ούτε λίγο πριν ο Λαμπράκης. Το 1980 ήταν άσκοπο που μάθαμε τα ονόματα των Κουμή και Κανελοπούλου και το ίδιο ισχύει και για τον Τεμπονέρα το 91. Την ώρα που οι φασίστες διέδιδαν με τη βοήθεια των καναλιών ότι οι τραυματίες είναι ένας αλβανός και ένας υπόδικος (για τον 2ο βαριά τραυματισμένο αναρχικό σύντροφο), επιχειρώντας να απαξιώσουν και τελικά να αποκρύψουν τα πραγματικά πρόσωπα, τα έντυπα της «άκρας» αριστεράς δεν έγραψαν, ούτε μια, μα ούτε μια αναφορά για τις πολιτικές ταυτότητας των τραυματιών και ιδιαίτερα του συντρόφου μας, παίζοντας το παιχνίδι της ανωνυμίας και επομένως της εξαφάνισης των πραγματικών στοιχείων. Όταν δεν υπάρχει όνομα είναι σαν να μην έγινε τίποτα. Τι σημαίνει κάποιος «αγωνιστής»; Αν δεν πεις ποιος, δεν σημαίνει τίποτα. Τι σημαίνει νεκροί του Πολυτεχνείου αν δεν ξέρουμε τα ονόματά τους για να αποτίσουμε φόρο τιμής φωνάζοντας παρών. Γι’ αυτό και η χούντα έστειλε τους ασφαλίτες στα νοσοκομεία για να υποχρεώσουν τις οικογένειες των νεκρών να τα δηλώνουν αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Ας μην αναρωτιόμαστε όταν θα ακούσομε «ποιοι νεκροί, ονόματα έχετε;» Έχουμε φτάσει στο σημείο να εξηγούμε σε αυτούς τους «επαναστάτες» τα πιο στοιχειώδη. Ας φανταστούμε να μην υπήρχε η αστική Ελευθεροτυπία, τα Νέα και η ρεφορμιστική Αυγή, και να εξαρτιόταν η πληροφόρηση από τα έντυπα της «άκρας». Δεν θα μάθαινε κανείς τα ονόματα ούτε και την πολιτική ταυτότητα των βαριά τραυματισμένων αγωνιστών. Είναι τραγικό μόνο να το σκέφτεται κανείς. Μετά βεβαίως θα μας καλέσουν να συζητήσουμε για το μέλλον του επαναστατικού κινήματος, την ανασύνθεση και διάφορα άλλα, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ε, δεν έχει και τόση σημασία το όνομα, ούτε η πολιτική ταυτότητα. Εμ βέβαια, αφού είμαστε όλοι αγωνιστές, ε; Όλοι το ίδιο δεν είμαστε; Και αυτοί που πάνε μπροστά, και αυτοί που μένουν πίσω, και αυτοί που μάχονται και αυτοί που φιλοσοφούνε. Και μετά λέμε ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσά τους. Στα ασήμαντα άπειρες. Στα σημαντικά δεν υπάρχει καμία. Το μόνο που υπάρχει είναι πονηριές και υποκρισία.

Μα είναι σοβαρό αυτό το θέμα; Βεβαίως είναι. Γιατί η απόκρυψη του ονόματος και της πολιτικής ταυτότητας, σε αποφορτίζει από τις ευθύνες που σου αναλογούν. Αν πεις ότι ένας τροτσκιστής, κομμουνιστής σύντροφος παραλίγο να χάσει τη ζωή του αμέσως αναλαμβάνεις υποχρεώσεις. Και εσύ τι κάνεις, που είσαι επίσης τροτσκιστής και κομμουνιστής; Θα πρέπει κάτι να κάνεις. Όμως εσύ την ίδια μέρα με διάφορες δικαιολογίες εγκατέλειψες τη μάχη, ρίχνοντας την ευθύνη στους «άγνωστους» και χωρίς ταυτότητα «αντιφασίστες» αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται για τους «γνωστούς άγνωστους» που «παρεισφρύουν» στις πορείες. Αυτό εξάλλου ειπώθηκε ανοιχτά. Όμως οι αγωνιστές της Εργατικής Εξουσίας δεν είναι ούτε αντιφασίστες ούτε άγνωστοι. Είναι πασίγνωστοί έχουν όνομα και δράση και πάνω απ’ όλα παίρνουν την ευθύνη για τις πράξεις τους, γεγονός που τους διακρίνει κάθετα απ’ όλες τις ομάδες που η ειδικότητά τους είναι το τσάμικο. Είναι δύσκολο για κάποιον να μην πάρει θέση αν πει όλη την αλήθεια. Προκείμενου λοιπόν να αποποιηθεί τις ευθύνες κάνει ότι δεν κατάλαβε. «Μπα ήσασταν και εσείς εκεί. Βρε τι μας λες;»

Η μικρότητα σε όλο της το μεγαλείο. Αυτή είναι η ελληνική «άκρα». Ιδεολογική μπουρδολογία, συμβουλές αφ’ υψηλού και εκ του ασφαλούς, ρετούς στα γεγονότα και τις φωτογραφίες, φυγομαχία, έλλειψη στοιχειώδους συντροφικότητας. Αν θα άξιζε μια μικρή οργάνωση είναι ότι δεν αναπαράγει αυτή τη συμπεριφορά. Δεν υπάρχει καμία πλέον αμφιβολία ότι όσοι συμπεριφέρονται με αυτό τον άθλιο τρόπο έχουν τελειώσει μια για πάντα.

Η ήττα της μεταπολιτευτικής «άκρας» αριστεράς την έχει μεταμορφώσει σε ένα λείψανο του παρελθόντος. Η «άκρα» έχει πλέον μόνο γεωγραφική έννοια. Σαν αυτό που ισχυρίζεται ο ελληνικός εθνικισμός για τη Μακεδονία. Θα μπορούσε κατ’ αναλογία να έχει μια διπλή ονομασία. Ας πούμε «γηραιά άκρα αριστερά», ή καλύτερα «πρώην άκρα αριστερά». Δεν υπάρχει καμία επαναστατική ουσία σε αυτό το χώρο και πάνω απ’ όλα καμία ελπίδα να βγει κάτι από εδώ.

Για έναν καινούργιο σχεδιασμό απαιτείται μια καταρχήν αποκατάσταση της πραγματικής και ουσιαστικής αριστερής γεωγραφίας, αποδεσμευμένης από τις ιστορικές καταβολές κάθε οργανωμένης έκφρασης, και με βασικό κριτήριο την τρέχουσα στάση τους σε βασικά κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της τελευταία δεκαετίας. Γιατί της τελευταίας δεκαετίας; Γιατί βασικά κάθε προσπάθεια θα κριθεί από τη νέα γενιά και όχι από τους βετεράνους. Και κάθε γενιά θυμάται και αξιολογεί μόνο πρόσφατα γεγονότα. Για έναν 25αρη το 1989 είναι σαν το 1821. Για αυτόν κάθε μήνας είναι ότι 5 χρόνια για έναν μεσήλικα.

Η αριστερά λοιπόν δεν ανταποκρίνεται πλέον στη γεωγραφία του 70. Άλλωστε δεν μπορεί να μετατοπίζεται ο ρεφορμισμός, το ΠΑΣΟΚ να «αλλάζει» φύση, ισχυρές συνδικαλιστικές ομοσπονδίες όπως η ΟΤΟΕ να μοιάζουν με ομαδούλα της άκρας, και η «άκρα» να διατηρεί ηθικόν ακμαίο, άφθαρτο νου και σώμα. Σιγά και μην έχει ανακαλύψει το αθάνατο νερό. Αν ξεχνάγαμε για λίγο τα κλισέ μας και μπαίναμε στη θέση ενός αντικειμενικού παρατηρητή που μόλις έφτασε στη χώρα, η εικόνα της αριστεράς θα ήταν τελείως διαφορετική. Η «άκρα» δεν είναι πλέον πιο αριστερά από το ρεφορμισμό. Και το ΚΚΕ δεν είναι πιο αριστερά από το ΣΥΡΙΖΑ. Η τοποθέτηση στο χώρο έχει αλλάξει. Όχι με βάση τι ήταν κανείς πριν 30 χρόνια, ούτε με βάση τις αφηρημένες του ιδέες.

Η «άκρα» μπορεί ακόμα στη συνείδηση ενός κόσμου να διατηρεί τη θέση της, αλλά μόνο από κεκτημένη ταχύτητα του παρελθόντος. Ο τρόπος που δραστηριοποιείται, οι προγραμματικές της θέσεις, και οι προοπτικές που βάζει την καθιστούν στον ίδιο πολιτικό χώρο με την υπόλοιπη αριστερά.

Το ΚΚΕ επίσης δεν είναι το ίδιο με την εποχή της κραταιάς σοβιετικής γραφειοκρατίας. Σήμερα δεν υπάρχει ο Μπρέσνιεφ, ούτε η σχολή των κούτβιδων. Το ΚΚΕ βρίσκεται ιδεολογικά θολωμένο και η γραμμή του θυμίζει μεθυσμένο που δεν ξέρει που πέφτει ο βορράς και που ο νότος.

Ο ΣΥΝ ενώ πριν από 7-8 χρόνια ετοίμαζε την κηδεία του, με μια στροφή προς τα Φόρουμ και τα κινήματα δείχνει όχι μόνο να κερδίζει τον αγώνα της επιβίωσης, αλλά να είναι ο μόνος σχηματισμός σε επίπεδο πλέον ΣΥΡΙΖΑ που να προκαλεί την προσοχή, όχι μόνο του 10% του πιστού λαού της αριστεράς, αλλά ενός ευρύτερου κομματιού της κοινωνίας. Αν σήμερα μεγαλώνει η επιρροή της αριστεράς (ΚΚΕ+Συριζα) ξεπερνώντας πλέον το 20% έστω και στα γκάλοπ, αυτό γίνεται χάρη στην ελκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο σχηματισμός αυτός τέλος είναι ο μόνος που στη κεντρική σκηνή εμφανίζεται σαν ο υποστηρικτής χωρίς όρους των αγώνων της τελευταίας περιόδου, για αυτό και σε όλα τα γκάλοπ εμφανίζεται σε ποσοστά 45% σαν η πιο σκληρή αντιπολίτευση στη ΝΔ όταν το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ έχουν 12%.

Ενώ το ΚΚΕ θα πρέπει να βρει μια νέα σχολή να διαπαιδαγωγεί τα νέα της στελέχη μετά το λουκέτο της ΚΟΥΤΒ, οι «ανανεωτές» την έχουν ήδη βρει και προελαύνουν με τη σχολή Τσίπρα. Η σχολή αυτή βεβαίως είναι βουτηγμένη στο ρεφορμισμό. Εντούτοις είναι ένας αναβαπτισμένος - ζωντανός ρεφορμισμός που παρεμβαίνει στις κρίσιμες μάχες, καλύπτοντας υπαρκτές ανάγκες. Βγήκαν από την κολυμπήθρα της Γένοβα, των Φόρουμ και των νέων πολιτικών ρευμάτων της Λ. Αμερικής. Η ηλικιακή τους σύνθεση, παιδιά της δεκαετίας του 90, είναι μια ακλόνητη απόδειξη ότι πρόκειται για έναν ανανεωμένο φρέσκο ρεφορμισμό και όχι για δοκιμασμένα και σε απόσυρση στελέχη. Η ελκτικότητα που προκαλεί ο Τσίπρας μπρος τον Χαλβατζή βγάζει μάτι, ανεξάρτητα αν και οι δύο είναι ρεφορμιστές.

Επίσης απαντάει στο πιο σημαντικό που είναι η ενότητα της αριστεράς. Αυτό είναι το πιο ισχυρό του όπλο. Η τακτική ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα βασικό πλεονέκτημα σε σχέση με το ΠΑΜΕ. Δεν καλεί κανένα να αφήσει απ’ έξω τις πολιτικές και ιδεολογικές του καταβολές. Ανεξάρτητα αν κανείς πιστεύει ότι μπορεί να βγει κάτι με τσιμπολογήματα από όλα τα ιστορικά ρεύματα, (εμείς πάντως όχι) η διαδικασία αυτή είναι πολύ πιο τίμια και αξιοπρεπείς για όσους θέλουν να συμμετέχουν. Από την άλλη για να συμμετάσχεις στο ΠΑΜΕ του ΚΚΕ θα πρέπει να παρατήσεις απ’ έξω τις πολιτικές σου ιδέες. Αυτό ισχύει ακόμα και για το ΚΚΕ. Στο ΠΑΜΕ δεν συμμετέχουν κόμματα, αλλά «κοινωνικές» οργανώσεις. Με αυτό το τρικ -μέτωπο της κοινωνίας από τα κάτω- το ΚΚΕ κλείνει κάθε πολιτική ζύμωση πριν αρχίσει. Άλλο τα ταξικά, άλλο τα πολιτικά ζητήματα. Ναι στην ταξική ενότητα, όχι στην πολιτική. Αυτό είναι το τροπάρι του ΚΚΕ. Λες και μπορεί να υπάρχει ταξική ενότητα χωρίς πολιτική βάση. Το ίδιο επαναλαμβάνουν όλοι οι μαθητευόμενοι κλώνοι του με τα 15 πρωτοβάθμια σωματιάκια τους και τις «ταξικές» τους συγκεντρωσούλες.

Με αυτή τη θέση όμως αφήνουν απ’ έξω το πιο καίριο ζήτημα που απασχολεί τον κόσμο της αριστεράς. Ποιο είναι αυτό; Να ενωθούμε και να ξαναδούμε ενωμένοι μπροστά στον αντίπαλο τις προηγούμενες διαφορές. Ας γίνει επιτέλους ένα up date. Ας καταλάβουμε γιατί τους τροτσκιστές τους τρωει 80 χρόνια το δίκιο και δεν το έχουν βρει ακόμα. Ας δούμε αυτοί οι μαοϊκοί έχουν να προσφέρουν κάτι στην περικύκλωση του αντιπάλου, ή είναι αυτό που ακούμε στο Νεπάλ που αφού διώξουν τον μονάρχη ετοιμάζονται να φέρουν τον… καπιταλισμό. Αυτό το απλό πραγματάκι απαιτεί ο κόσμος που διατηρεί την επαφή με το περιβάλλον. Δεν καταλαβαίνει πλέον γιατί η αριστερά παραμένει διασπασμένη. Ο μόνος που συνεχίζει απτόητος να υπερασπίζεται αυτή τη διάσπαση είναι ο ακραιφνής σταλινισμός. Αν τα διάφορα ΚΚΕ, ΜΛ και ΝΑΡ θέλουν να μείνουν απέξω ας μείνουν και να αναλάβουν την ευθύνη για τη συνεχιζόμενη διάσπαση. Μόνο που σε λίγο δεν θα βρίσκουν κανένα επιχείρημα για να τη δικαιολογήσουν. Θα είναι σαν το ΚΚΕ που το μόνο επιχείρημα που του έχει απομείνει για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πριν από 18 χρόνια ψήφισε το Μάαστριχτ.

Είναι απίστευτο. Για να ανακαλύψει κανείς το λόγο της διαφορετικότητάς του είτε θα ανατρέχει δυο τρις δεκαετίες πίσω, είτε θα σκίζει την τρίχα στα τέσσερα στα πιο επουσιώδη ζητήματα. Μέσα σε 18 χρόνια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία πέρασε στην αντεπανάσταση, το μπολσεβίκικο κόμμα υπό την ηγεσία του Στάλιν έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα ολόκληρη την ηγεσία της ρώσικης επανάστασης, ενώ ακόμα κι αυτή η σταλινική ΕΣΣΔ που επί δυναστείας Μπρέσνιεφ είχε μπει στον αγύριστο δρόμο του Παλλαϊκού κράτους επέστρεψε στον πρωτόγονο μαφιόζικο καπιταλισμό. Όλα αυτά μπορούν να συμβούν ακόμα και σε 18 μήνες. 18 ολόκληρα χρόνια αρκούν για να διαλύσουν 10 μπολσεβίκικα κόμματα και να τα ξαναφτιάξουν, να διαλύσουν την 3η Διεθνή και να συμπεριλάβουν σχεδόν 2 παγκοσμίους πολέμους αν προσθέσουμε και άλλα έξι. Για το ΚΚΕ ο χρόνος έχει άλλη διάσταση. Είναι αιώνιος, άφθαρτος, δεν προκαλεί καμία αλλαγή. Δεν επιφυλάσσει τομές, καμπές, εκπλήξεις, στροφές. Τίποτα. Όλα έχουν πάρει το δρόμο τους. Πότε όμως έγινε η αρχή αυτή της αέναης πορείας; Πότε έγινε το προπατορικό αμάρτημα; Μόνο για το Βατικανό και το Οικουμενικό πατριαρχείο τα πράγματα μπορεί να συμβαίνουν με αυτό τον τρόπο. Αλλά τι λέμε τώρα. Υπάρχει κανείς που κατέχει την αλήθεια περισσότερο από τους πάπες του ΚΚΕ;

Τι σημαίνει σήμερα ενότητα και γιατί

Αν υπάρχει μια ελπίδα σήμερα αυτή βρίσκεται στην ενότητα της αριστεράς, όχι γιατί έχουμε καμία αυταπάτη ότι θα λυθούν ως δια μαγείας οι διαφορές, ούτε ότι ρεφορμισμός και επανάσταση θα γίνουν ένα. Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ με όλες του τις αντιφάσεις δείχνει να ικανοποιεί την ανάγκη αυτή και αυτός είναι ο βασικός λόγος που εισπράττει την επιδοκιμασία ευρύτερων κομματιών της κοινωνίας. Η συσπείρωση αυτή δίνει ύστερα από χρόνια την δυνατότητα να συμβούν παράλληλα δύο γεγονότα: η αριστερά να αποκτάει στο σύνολό της μια δυναμική να συσπειρώσει πραγματικά νέες δυνάμεις πέρα από μια πρόθεση ψήφου και δεύτερον σε αυτή τη βάση να ανοίξει με φόντο αυτή τη δυναμική η συζήτηση για τη στρατηγική και τακτική της αριστεράς και μαζί μ’ αυτό να διαμορφωθούν οι νέες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο ρεφορμισμό και την επανάσταση. Διαχωριστικές γραμμές που θα μπορούσαν να εκφραστούν ακόμα και μέσα στο ίδιο κόμμα. Βεβαίως η αντοχή αυτής της συνύπαρξης θα εξαρτηθεί από μια σειρά παράγοντες και πάνω απ’ όλα από το αν η ρεφορμιστική πτέρυγα διαλέξει παρά την θλιβερή ιστορική εμπειρία, να δώσει το φιλί της ζωής στο αστικό καθεστώς και το καπιταλιστικό σύστημα, και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που βουλιάζει σε μια αξεπέραστη οικονομική και κοινωνική κρίση.

Πάντως όταν λέμε ενότητα της αριστεράς δεν εννοούμε την «ενότητα στη δράση» από τα δεκάδες καπετανάτα που σχεδιάζουν ναυμαχίες σε ένα φλιτζάνι νερό. Στην πραγματικότητα η «ενότητα» αυτή είναι μια καρικατούρα απ’ αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια με το χώρο αυτό. Ας θυμηθούμε τις 45 υπογραφές για τις απαγωγές των πακιστανών και το κάλεσμα το Νοέμβρη του 2005 εν μέσω Πολυτεχνείου σε μια ανοιχτή συζήτηση στο Γκίνη. Το αμφιθέατρο είχε κλειστεί την ίδια ακριβώς ώρα από το ΝΑΡ για δική του επετειακή συζήτηση για άσχετο θέμα ενώ υποτίθεται ότι συμμετείχε στην πρωτοβουλία. Κανείς τους δεν το γνώριζε. Επίσης κανένα από τα μέλη των ΑΡΑΝ ΑΡΑΣ αν και οι υπογραφές τους ήταν στις 45 δεν συμμετείχε στην εκδήλωση λόγω απόλυτης αγνοίας όχι μόνο της εκδήλωσης αλλά και των απαγωγών. Αυτοί δεν διαβάζουν ούτε Ελευθεροτυπία, αν και ξέρουν τα πάντα περί Αλτουσέρ και καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση που συνεχίζεται χωρίς διακοπές τα τελευταία 30 χρόνια. Ξέρουμε πως πέφτουν οι υπογραφές και επίσης ξέρουμε ότι δεν αξίζουν τίποτα. Είναι σαν τον πρόεδρο του Μετάλλου στη ζώνη του περάματος που περιφέρεται από σύσκεψη σε σύσκεψη εκπροσωπώντας 15 σωματεία στη ζώνη. Πολύ βαρύ πράμα. Ότι και να λεει αυτός ο υπερπρόεδρος δεν σημαίνει τίποτα. Ούτε ο ίδιος δεν θυμάται ύστερα από μερικές ώρες που έχει πρωτοβάλει την υπογραφή του. Το ΣΕΚ κάνει το ίδιο με τα συνδικάτα, οι πρώην άκρα και νυν ριζοσπάστες κάνουν το ίδιο με τα σχηματάκια τους, τα μέτωπά τους, τους πόλους τους και τις γκρούπες τους. Είναι μια υπογραφή χωρίς αντίκρισμα, κάτι σαν το πληθωριστικό χρήμα. Χαρτονομίσματα των δισεκατομμυρίων που δεν αγοράζεις ούτε μια κάλτσα.

Αυτό το είδος «ενότητας» έχει χρεοκοπήσει και όλος ο κόσμος το έχει συνειδητοποιήσει. Τα σχήματα αυτά δεν έχουν πλέον καμία βαρύτητα. Το να πουν 18 «οργανώσεις» της πολιτικής και της κοινωνικής άκρας ότι θα κάνουν κάτι είναι ήδη σαν να μην πρόκειται να κάνουν τίποτα.

Εμείς ότι λέμε το κάνουμε και αυτό το έχουμε πληρώσει και όλα αυτά όχι σαν ηλεκτρολόγοι, αρχιτέκτονες μισθωτοί τεχνικοί, παιδαγωγοί και φαναρτζήδες και άλλες ιδιότητες του «λαϊκού μαζικού κινήματος», αλλά σαν τροτσκιστές της Εργατικής Εξουσίας, γεγονός για το οποίο είμαστε και θα συνεχίζουμε να είμαστε υπερήφανοι. Πράγματι αν σε κάτι συμμετέχουμε εμείς παίρνει άλλη βαρύτητα. Αλλά ένας κούκος δεν μπορεί να φέρει την άνοιξη. Στο τέλος καταγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο σαν ένας όπως όλοι οι άλλοι.

Η ενότητα σήμερα δεν μπορεί να μπαίνει με την έννοια της ενότητας δράσης των υπαρκτών «οργανώσεων», διότι πολύ απλά αυτές οι «οργανώσεις» δεν μπορούν να κινητοποιήσουν ούτε το πολιτικό τους γραφείο. Εκεί τελειώνουν όλα περί ενιαίου μετώπου και κοινής δράσης. Πλέον η υπόθεση αυτή πρέπει να μπεi σε μια εντελώς νέα βάση που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και όχι σε κάτι που δεν υπάρχει. Και αυτή η νέα βάση είναι η υπέρβαση των σημερινών οργανωτικών σχέσεων που παραμένουν σαν ένα τσόφλι του παρελθόντος. Υπέρβαση δεν σημαίνει ότι θα υπερβούμε τις ουσιαστικές διαφορές. Οι διαφορές θα εμφανιστούν εκ νέου κάνοντας refresh στο σήμερα. Οι διαχωριστικές γραμμές θα επαναχαραχθούν σε νέα βάση. Αλλά όλα αυτά να έχουν μια ουσία. Ο Τσίπρας κάνει αυτή τη δουλειά για το ρεφορμισμό. Αλλά για να το πετύχει πρέπει να γονιμοποιηθεί με τα κινήματα, την ριζοσπαστική αριστερά, τους διάφορους ισμούς. Είναι ένας τρόπος για να κάνει format στο σκληρό και να λειτουργήσει το σύστημα. Έτσι μόνο μπορεί να σβήσει ιούς που δεν σβήνουν με κανένα antivirus. Ακριβώς αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς. Να ανανεωθούμε. Χρειαζόμαστε και εμείς ένα format, να φύγει η σαβούρα. Να φρεσκάρουμε τις γραμμές μας, τον τρόπο που δρούμε, τα οργανωτικά μας σχήματα, την πολιτική μας. Να δούμε ξανά τι ακριβώς μας χωρίζει από το ρεφορμισμό, από ένα σημερινό ρεφορμισμό, όχι γενικά το ρεφορμισμό που ξέραμε. Αυτό πρέπει επίσης για να έχει περιεχόμενο να το κάνουμε μαζί με τον κόσμο που θέλει να ξαναδοκιμάσει την αριστερά και που επιτέλους μετά από δεκαετίες επιστρέφει. Ο κόσμος αυτός δεν καταλαβαίνει πλέον τι είναι αυτό που κρατάει την αριστερά χώρια. Κι αν ακόμα διακρίνει διαφορές δεν καταλαβαίνει γιατί να μην συζητηθούν από κοινού στα πλαίσια του ίδιου κόμματος.

Ο περισσότερος κόσμος ακόμα και αγωνιστές που αυτοτοποθετούνται στην άκρα, θεωρούν ότι τα σημερινά μορφώματα, είναι μαγαζάκια που οι εργολάβοι τους (=ηγεσίες) έχουν συμφέροντα να διατηρείται αυτή η κατάσταση, ενώ τα μέλη αυτών των οργανώσεων είναι οι εργάτες-θύματα που παράγουν υπεραξία για τους εργολάβουςκόκκινους πρίγκιπες). Το καθεστώς των περισσότερων ομάδων που αν και ολιγομελείς διαθέτουν μερικούς επαγγελματίες και σαν τους επαίτες ψάχνουν όλοι την ώρα για λεφτά, χωρίς καν να σκέφτονται ( ;) τις υποχρεώσεις που δημιουργούν, ακόμα και από τους εχθρούς τους, επιβεβαιώνει αυτή την εικόνα διαφθοράς. Εμείς επιλέξαμε να μείνουμε έξω από τέτοιες δουλειές. Παρόλα αυτά υπάρχουν άνθρωποι που μας ρωτάνε αν έχουμε επαγγελματίες, αν έχουμε δουλέψει στη ζωή μας, αν είμαστε παιδιά του κομματικού σωλήνα κ.ο.κ. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει λόγος εφόσον οι οργανώσεις στο λαϊκό υποσυνείδητο έχουν αυτή την εικόνα να υποβάλλουμε τους εαυτούς μας σε αυτή την εξευτελιστική δοκιμασία. Μας έχει μείνει αρκετή αξιοπρέπεια για να νιώθουμε το ειρωνικό βλέμμα του κάθε νεόκοπου κινηματία ή του κάθε «βετεράνου» ξερόλα, όταν κρατάμε την Εργατική Εξουσία ή να απολογούμαστε στον κάθε καμένο από το σταλινισμό και την άκρα, μετά από 25 χρόνια γιατί επιμένουμε στη γραμμή της επανάστασης. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Δυστυχώς όμως, η άποψη αυτή είναι κυρίαρχη. Το μικρό μας παράδειγμα δεν αρκεί για να αλλάξει την γενική αίσθηση. Όπως και η μαχητικότητά μας στο δρόμο και το ότι παίρνουμε στα σοβαρά την υπογραφή μας δεν αλλάζει σε τίποτα τη γενική απαξίωση που έχουν υποστεί όλες οι «κοινές» προσπάθειες. Κανένας δεν θα μάθει για μας, γιατί όλοι θα το έχουν κρύψει. Όταν διώκεται ένας κομμουνιστής κρύβουμε την πολιτική του ταυτότητα γιατί δήθεν είναι πιο political correct το «αγωνιστής εργάτης». Το παραμυθάκι του κάθε αυτόνομου εργατιστή και όλων των αδιαμεσολάβητων «αλληλέγγυων» για να οικοδομήσουν τα ανεμομαζώματά τους. Το ίδιο έγινε και στις 2/2. Κανείς δεν έμαθε ότι υπήρχαν τροτσκιστές στην πρώτη γραμμή. Το έκρυψαν όλοι. Ο Σπάρτακος, το Ξεκίνημα, το Δίκτυο, η ΔΕΑ, το ΣΕΚ, το ΝΑΡ η άκρα ολόκληρη, μιλώντας για αναρχικούς και προβοκάτορες. Μας εξαφάνισαν παρόλο που παίζαμε το κεφάλι μας. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι έτσι, ότι αγωνιστικό και ηθικό στοιχείο υπάρχει, το στέλνουν στην αναρχία. Το προτιμούν, από το να παραδεχτούν ότι στο χώρο τους υπάρχουν αγωνιστές με χαρακτηριστικά που έχουν ξεχαστεί εδώ και δεκαετίες.

Στο βαθμό που υπάρχει αυτή η άποψη, είναι μάταιο να συνεχίζουμε σ’ αυτό το δρόμο. Ο κόσμος απαιτεί να κλείσουν τα μαγαζιά. Τελικά έχει απόλυτο δίκιο. Απαιτεί ενότητα, όχι γιατί έχει καμία αυταπάτη για τους ρεφορμιστές, αλλά για να γίνει η κάθαρση, για να γίνει format για να λειτουργήσει ξανά το σύστημα.

Η ενότητα της αριστεράς είναι σήμερα κλειδί γιατί εξυπηρετεί δύο κρίσιμους στόχους: 1) Ενότητα απέναντι στον αντίπαλο και 2) ένα κοινό πολιτικό περιβάλλον (προσοχή πολιτικό, όχι «κοινωνικό») για να ανοίξει η κουβέντα για τη στρατηγική και την τακτική του κινήματος από δω και πέρα, και να τεθούν οι πολιτικές κόντρες σε μια νέα βάση, όπου ο κόσμος της αριστεράς θα συμμετάσχει και θα μπορεί να πάρει θέση, χωρίς την ίδια στιγμή να εγκαταλείπει έδαφος στα χέρια του αντιπάλου. Σημαίνει ότι συζητάμε και στο τέλος ψηφίζουμε τη γραμμή. Ανοιχτά και με συνείδηση ότι η απόφαση αυτή μετράει, απέναντι στον αντίπαλο, θα γίνει κεντρικό ζήτημα, δεν θα μείνει στα πλαίσια μιας συζήτησης μεταξύ 42 ατόμων στο Γκίνη που δεν βάζει κανένα παραπάνω καθήκον και δεν το παίρνει χαμπάρι ούτε η ΚΥΠ. Κοινό πολιτικό περιβάλλον σημαίνει ανάληψη πολιτική ευθύνης, από όλον τον κόσμο που συμμετέχει και όχι από 4-5 παραμένοντες κουρασμένους επαγγελματίες καθοδηγητές. Σ’ αυτό το περιβάλλον μπορούν να εκπαιδευτούν οι νέες γενιές των επαναστατών.

Η «άκρα» μας προσφέρει ένα τέτοιο περιβάλλον; Όχι, γιατί με απόφαση των καθυστερημένων πρώην σταλινικών έχουν επιβάλει τη δικτατορία του αγνού συνδικαλισμού. Όποτε μαζεύεται αυτός ο χώρος, γίνεται ένα μασκέ πάρτυ. Όλοι έρχονται ντυμένοι φοιτητές, δάσκαλοι, καθηγητές και μισθωτοί τεχνικοί. Κανένας δεν έρχεται με τις πολιτικές του απόψεις. Οι άνθρωποι αυτοί λένε ότι είναι άκρα αριστερά αλλά πουθενά δεν το υπερασπίζονται παρά μόνο στις εκλογές κάθε 4 χρόνια, εκεί δηλαδή που δεν έχει κανένα νόημα. Όλον τον άλλο καιρό θριαμβεύει σε αυτό το χώρο ο συνδικαλιστικός κρετινισμός. Όλοι κάνουν στην πάντα για να περάσουν οι αστέρες των ΕΑΑΚ, των Παρεμβάσεων και των δημοτικών κινήσεων. Μπροστά σε αυτές τις μετριότητες, σύντροφοι που έχουν διάθεση να αναλάβουν τις πολιτικές τους ευθύνες εκμηδενίζονται. Ε, τέρμα πια με αυτό το πάρτυ. Μόνο αν βγάλουν τις μάσκες τους ξανασυζητάμε.

Πως μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η ενότητα; Το βέλτιστο θα ήταν να αυτοδιαλύονταν όλες οι οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς και να δημιουργούσαν από την αρχή ένα νέο πολιτικό κόμμα. Και εννοούμε κόμμα, όχι πόλους, μέτωπα και άλλες υπεκφυγές. Γιατί τα μέτωπα είναι ένας τρόπος να συνεχίζει ο ένας να ρίχνει την ευθύνη στον άλλο. Δεν υπάρχει καμία δέσμευση στους «πόλους». Πρόκειται για ανεμομαζώματα περιορισμένης ευθύνης.

Μια τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με θαύμα. Είναι αδύνατο να παρθεί μια ταυτόχρονη απόφαση. Ο καθένας συνειδητοποιεί το πρόβλημα με τους δικούς του ρυθμούς. Άλλοι ούτε που το διανοούνται. Όμως αυτό δεν μπορεί να είναι άλλοθι για όσους το καταλαβαίνουν να κάνουν σαν να μην το βλέπουν μέχρι να γίνει κοινός τόπος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δίνει μια ευκαιρία να δοκιμαστεί αυτό το σχέδιο. Ακόμα κι αν δεν είναι το καλύτερο, ωστόσο μπορεί να είναι ένα σημείο εκκίνησης. Πολλοί αντιλαμβάνονται τον ΣΥΡΙΖΑ σαν μια υπέρβαση των οργανώσεων, σαν μια ρουφήχτρα που θα καταπιεί τη διασπασμένη αριστερά, αφού αυτή δεν μπορεί να συνεννοηθεί αλλιώς. Την ηγεμονία σε αυτό το περιβάλλον την έχει ο ρεφορμισμός. Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Αυτό δεν χρειάζεται να αποθαρρύνει τους επαναστάτες. Αυτοί δεν θα πάνε στο ΣΥΡΙΖΑ για να πείσουν τους ρεφορμιστές ηγέτες. Αυτό είναι αδύνατον. Μας ενδιαφέρει αν η κοινωνική διαμαρτυρία μπορεί να εκφραστεί πολιτικά και μέσα από ποιες οργανωμένες διαδικασίες. Στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βλέπουμε όχι μόνο το ρεφορμιστικό του πρόγραμμα και τα φλερτ στην κεντροαριστερά, αλλά και τις αυταπάτες του κόσμου που βλέπει προς τα κει μια κάποια διέξοδο στο πρόβλημα της αριστεράς και επίσης την άμεση προοπτική η αριστερά να μπει σφήνα στο αστικό δικομματικό σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης, του οποίου σήμερα τα ποσοστά του για πρώτη φορά εδώ και 30 χρόνια τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να αποτελέσει ένα χώρο που θα αλέσει και θα ξαναζυμώσει την αριστερά, καλύπτοντας εν μέρει ένα τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης των καταπιεσμένων απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις του ταξικού αντίπαλου. Αυτό δεν θα κρατήσει αιώνια. Οι πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις στο άμεσο μέλλον θα κρίνουν και τη διάρκεια αυτού του πειράματος. Σε αυτή τη διαδικασία θα ξαναβρούν τη θέση τους οι δυνάμεις, που θέλουν να μείνουν πιστές στην επανάσταση, αλλά όχι από το αναχωρητήριο του καναπέ τους, αλλά μέσα στα βαθιά νερά της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και της προλεταριακής νεολαίας. Στις δυνάμεις που βάζουν πάνω από τα μαγαζάκια και τις προηγούμενες μορφές, την ουσία και το περιεχόμενο του ανειρήνευτου επαναστατικού αγώνα. Ας ξαναμοιραστεί λοιπόν η τράπουλα και οι σίγουρες για τον εαυτό τους δυνάμεις δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Οι άλλοι ας χαθούν σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια.

Και η οικοδόμηση «Κόντρα στο Ρεύμα»;

Πολλοί σύντροφοι, ακόμα και φίλοι μας πολύ πιθανόν να εκπλαγούν ακούγοντας τέτοιου είδους σκέψεις. Όλα αυτά έχουν καμία σχέση με όσα λέγαμε μόλις πριν 4 χρόνια στο «Κόντρα στο Ρεύμα»; Μπορούν να είναι μια συνέχεια στην πορεία της Εργατικής Εξουσίας, της οικοδόμησης μιας ανεξάρτητης επαναστατικής οργάνωσης σε ανταγωνισμό με το ρεφορμισμό; Και η θέση μας για την ανασύνθεση; Μήπως τελικά αργήσαμε μερικά χρόνια για να παραδεχτούμε ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος; Ας τα δούμε όλα αυτά ένα ένα.

Η Εργατική Εξουσία ιδρύθηκε το 1996 συνδέοντας την ανάγκη για την οικοδόμηση μιας ισχυρής πολιτικής οργάνωσης, όχι μέσω μιας αφηρημένης ιδεολογικής προπαγάνδας, αλλά πάνω σε τρέχουσες πολιτικές μάχες. Η δεκαετία του 90 έβρισκε ολόκληρη την αριστερά στριμωγμένη στον τοίχο, ύστερα από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Το ΚΚΕ προσπαθούσε να συνέλθει ύστερα από δύο απανωτές διασπάσεις, την ίδια στιγμή που αναζητούσε μια νέα αναφορά μετά την πτώση του «υπαρκτού». Ο Συνασπισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος με τη δεξιά πτέρυγα να κυριαρχεί και να θέλει να ενσωματωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο σχέδιο της κεντροαριστεράς. Η παλιά άκρα αριστερά δυνάμωνε όχι όμως πολιτικά αλλά καλύπτοντας συνδικαλιστικές τρύπες. Πολιτικά είχε ήδη στεγνώσει. Το ΣΕΚ που είχε αναπτυχθεί στις αρχές του 90 έμπαινε ήδη σε κρίση με την επιλογή του να ψάχνει φαντάσματα (μια ανύπαρκτη ριζοσπαστικοποίηση) στην εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία, με αποτέλεσμα να γίνεται η τραγική ουρά της. Η Εργατική Εξουσία προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από όλη αυτή τη μιζέρια. Νοιώθαμε ότι μπορούσαμε να ανατρέψουμε τις ισορροπίες. Να σπρώξουμε κατά κάποιο τρόπο οργανώσεις και αγωνιστές. Να τους δείξουμε ότι μπορούμε να πάρουμε πολιτικές πρωτοβουλίες. Στα πανεπιστήμια ήρθαμε σε ρήξη με τον ιδιόμορφο φοιτητικό οικονομισμό της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και των ΕΑΑΚ. Θεωρούσαμε ότι αυτό το δυναμικό θα πρέπει να πολιτικοποιηθεί βγαίνοντας έξω από το φοιτητικό άσυλο, παίρνοντας θέση για τους μετανάστες, το ρατσισμό, τον εθνικισμό. Χωρίς να το επιδιώκουμε διαπιστώσαμε ότι όχι μόνο δεν ξυπνάμε τα επαναστατικά ένστικτα, αλλά ότι γινόμαστε και «ενοχλητικοί». Οι πρωτοβουλίες που πήραμε όχι μόνο δεν έβρισκαν απήχηση αλλά σχεδόν αντιμετωπίστηκαν με εμπάθεια. Ο χώρος αυτός είχε πλέον αποκτήσει αντανακλαστικά γραφειοκρατίας. Πολλά από τα στελέχη του έχουν πλέον κάτσει για τα καλά σε μια σειρά δημοσιογραφικά συγκροτήματα, άλλα σε ΔΣ συνδικάτων και ομοσπονδιών και άλλα διαπραγματεύονται την επιστροφή τους στην ρεφορμιστική αριστερά. Όλοι αυτοί επηρεάζουν ποικιλοτρόπως στη γραμμή και τη στάση αυτού του χώρου και δεν δείχνουν πια καμία διάθεση να επιστρέψουν σε μαχητικές πρωτοβουλίες. Η προσαρμογή τους φάνηκε σε γεγονότα που ο χώρος αυτός μπορούσε να κρίνει την έκβαση της αντιπαράθεσης (εξεταστικά 98), όπως επίσης και σε πολιτικά γεγονότα (καταστολή, διώξεις, δημοκρατικά δικαιώματα, φασισμός, ρατσισμός, εθνικά) που όχι μόνο δεν διαφοροποιήθηκε αλλά θα λέγαμε και μέσα από μια σιωπή συναίνεσε σε κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης και του κράτους.

Θεωρούσαμε ότι ακόμα και χωρίς μια μεγάλη οργάνωση και σε μια μη επαναστατική κατάσταση μπορούμε να κάνουμε επαναστατική πολιτική και δράση. Όσοι ξεκινήσαμε το 96, και μερικοί από μας από τα τέλη τα 80΄s, φέραμε βαρέως ένα τροτσκισμό που από καθέδρας σχεδίαζε ενιαία μέτωπα, εργατοαγροτικές επαναστάσεις και κυβερνήσεις, έκρινε τα πάντα και τους πάντες αλλά χωρίς ουσιαστική και διακριτή συμμετοχή -ως τροτσκισμός- στον καθημερινό αγώνα. Αφηρημένη προπαγάνδα, αφ’ υψηλού πολιτική, απέχθεια στη χειρονακτική επαναστατική εργασία, καθήκοντα σε τρίτους, γλειψίματα στο ρεφορμισμό και τον κεντρισμό, μηδενική αποτελεσματικότητα.

Κάτι έπρεπε να γίνει. Ο τροτσκισμός δεν αξίζει τέτοια τύχη. Η οργάνωσή μας ανέλαβε να αποκαταστήσει το κύρος του, μπροστά σε διάφορους που επέμεναν στα 90’s ότι μαζί με το σταλινισμό και τον μαοϊσμό έχει πεθάνει και ο τροτσκισμός. Βάλαμε στόχο να αλλάξουμε την εικόνα. Αυτό απαιτούσε λιγότερα λόγια και περισσότερες πράξεις. Θέλαμε να αποδείξουμε ότι ο τροτσκισμός είναι μια μαχητική δύναμη σήμερα και όχι μόνο κάποτε. Ότι μπορεί να δώσει λύσεις τώρα, χωρίς πολλές φλυαρίες. Ότι εμείς αυτό που λέμε το εννοούμε. Όλο το σχέδιο μπορούσε να συνοψιστεί σε λίγες λέξεις: Οικοδομούμε την οργάνωση μέσα από μαχητικές ενέργειες. Που θα μπορούσε να φανεί αυτό; Η αφορμή δόθηκε με το άνοιγμα των γραφείων μια φασιστικής συμμορίας που το συνδύασε με απανωτές επιθέσεις και ξυλοδαρμούς αριστερών νεολαίων και μεταναστών στον Πειραιά. Κάποιος έπρεπε να τους δώσει ένα μάθημα.

Με αυτό το πνεύμα αναπτύξαμε μια πλούσια αντιφασιστική δράση το 96 στον Πειραιά και το 97 στην Κυψέλη. Όταν μιλάμε για δράση δεν εννοούμε καλέσματα στη ΓΣΕΕ ή σε κάποιο φαντασιακό «ενιαίο μέτωπο» για να κυνηγήσει τους φασίστες, αλλά, σε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που περιελάμβανε όχι μόνο προπαγάνδα αλλά και πρακτική δράση αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την υλοποίησή του. Η φάση αυτή ήταν ένα μεγάλο σχολείο για τους συντρόφους που πήραν μέρος, για το τι μπορεί να σημαίνει οργάνωση δράσης. Μας έδωσε αυτοπεποίθηση απέναντι σε παλιές οργανώσεις που όμως δεν είχαν καμία δυναμική. Γύρω από αυτή τη δουλειά και σε συνδυασμό με την ηγεμονική παρέμβαση σε ορισμένες σχολές συγκεντρώσαμε ένα αριθμό νεολαιών αγωνιστών. Το πιο σημαντικό ήταν η δυναμική που είχαμε και που τη δείχναμε στα μαζικά μπλοκ και τις δημόσιες εμφανίσεις. Εκείνη τη στιγμή πιστέψαμε ότι έχουμε μπει σε μια φάση διαρκούς οικοδόμησης, κάνοντας αποφασιστικά και γρήγορα βήματα προς το στόχο μας. Προς στιγμήν θεωρήσαμε ότι μπορούμε να υπερβούμε τη φάση της ομάδας κατευθείαν με μαζικές στρατολογίες. Ούτε είχαμε σκεφτεί, αν μπορούμε να τις χωνέψουμε.

Εκεί ακριβώς αγγίξαμε τα όριά μας. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι γι’ αυτό:

α) Κάθε επαναστατική πολιτική δράση έξω από το πανεπιστημιακό άσυλο και πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια συγκεκριμένης περιοχής του κέντρου της Αθήνας προσκρούει σε ένα ορισμένο σημείο σε υπέρτερους συσχετισμούς που για να αντιμετωπιστούν απαιτούνται διαφορετικά σε ποιότητα και ποσότητα μεγέθη. Κάθε βήμα που γίνεται βρίσκει ακόμα μεγαλύτερη αντίσταση, από μηχανισμούς που δεν είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν κεκτημένους συσχετισμούς. Αυτό που σήμερα παίρνει δημοσιότητα, οι επιθέσεις σε στέκια, οι παρακολουθήσεις πολιτικών δραστηριοτήτων και αγωνιστών, οι απειλές και η τρομοκρατία, όλα αυτά που ο κόσμος της αριστεράς πίστευε ότι αφορούσαν το μακρινό παρελθόν, για όσους επιχειρούσαν να δράσουν μακριά από το άσυλο των Εξαρχείων και των πανεπιστημίων ήταν μια καθημερινότητα.

Η Εργατική Εξουσία δοκιμάζοντας να σπάσει τα όρια ανάμεσα σε μια γενικόλογη προπαγανδιστική δουλειά και σε μια συγκεκριμένη επαναστατική παρέμβαση όταν επέλεγε να μπει σε ένα μέτωπο το έκανε με όλες της τις δυνάμεις και πάντα στην πρώτη γραμμή. Το όφελος από αυτή την ομολογουμένως μαχητική δραστηριότητα ήταν δυσανάλογα μικρότερο από το κόστος και μεσοπρόθεσμα δημιουργούσε συνθήκες διαρκούς αιμορραγίας και γρήγορης εξάντλησης της δυναμικής της

β) Γνωρίζαμε από την αρχή ότι η προσπάθεια αυτή δεν θα έχει αποτελέσματα στο βαθμό που ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και πολύ περισσότερο της τροτσκιστικής δεν θα έμπαινε σε αντίστοιχες διαδικασίες. Όταν ανοίγαμε νέους δρόμους μας ενδιέφερε να ακολουθήσουν και άλλοι. Σκοπεύαμε να μεγαλώσουμε την πίττα και όχι να μοιραστούμε αυτή που υπήρχε. Για να το πούμε διαφορετικά. Θεωρούσαμε ότι ο χώρος της άκρας συσπειρώνει το πλέον πρωτοπόρο δυναμικό της αριστεράς, ιδιαίτερα σε μια δεκαετία που οι δύο κυρίαρχοι ρεφορμιστικοί μηχανισμοί βρίσκονται σε μια βαθιά κρίση ταυτότητας. Αυτό πράγματι συνέβαινε ιδιαίτερα σε χώρους νεολαίας. Πιστέψαμε ότι αυτή η νέα γενιά μπορεί να μαζικοποιήσει και τα ταυτόχρονα να «αναγκάσει» τις οργανώσεις να προχωρήσουν πολιτικά. Όμως η μαζικοποίηση αυτή δεν κατευθύνθηκε προς τις πολιτικές οργανώσεις αλλά έμεινε σε συνδικαλιστικές και τοπικές παρεμβάσεις. Γι’ αυτό είχαν ήδη φροντίσει οι μεγάλες οργανώσεις του χώρου οι οποίες τροφοδοτούσαν τη ροή αυτή ακριβώς γιατί ήταν ανίκανες να χτίσουν μια πολιτική δομή. Αυτό τις εξυπηρετούσε γιατί έτσι μπορούσαν να διαχειρίζονται τον κόσμο αυτό μέσα από τα διάφορα σχήματα (ΕΑΑΚ, Παρεμβάσεις, γειτονιές) και την ίδια στιγμή να αποφεύγουν κάθε πολιτικό και ιδεολογικό ξεκαθάρισμα πατώντας στην αδυναμία των σχημάτων να σηκώσουν ένα τόσο βαρύ καθήκον. Η κατάσταση αυτή έκανε αδύνατη κάθε προσπάθεια αφενός για κεντρικές πολιτικές παρεμβάσεις και αφετέρου για βάθεμα της πολιτικής ζύμωσης προκείμενου να συζητηθούν επιτέλους οι διαφορές ανάμεσα στις οργανώσεις και τα ιστορικά ρεύματα του κινήματος και μέσα από αυτή τη διαδικασία να προκύψει πραγματικά μια ισχυρή εναλλακτική λύση στο ρεφορμισμό. Όσο εμείς επιμέναμε σε μια τέτοια προοπτική, κάνοντας ταυτόχρονα ανοιχτή και σκληρή κριτική στις θέσεις και τη στάση των οργανώσεων, των πόλων και των παρατάξεων της «άκρας», τόσο συνειδητοποιούσαμε την ανεπάρκεια αλλά και την ηθική αυτού του χώρου, που δεν άργησε να καταφύγει σε μεθόδους λάσπης και συκοφαντίας προκειμένου να μετατοπίσει τη συζήτηση και να αποφύγει να απαντήσει στην κριτική. Πολλές φορές μάλιστα, πράγμα που το συνεχίζουν ακόμα, όταν γίναμε στόχος του κράτους ή και των φασιστών, ο χώρος αυτός απέδειξε ότι έχει χάσει πλέον κάθε επαφή με την προλεταριακή αλληλεγγύη και την επαναστατική ηθική. Η παρουσία μας ήταν ενοχλητική για όλο το χώρο, γιατί φέρναμε ένα φρέσκο αέρα, που τους χάλαγε την ησυχία. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κουρασμένοι, δεν ήθελαν άλλες περιπέτειες. Εμείς τους υπενθυμίζαμε τις υποχρεώσεις τους. Αυτοί δεν ήθελαν να θυμούνται τίποτα απ’ όλα αυτά.

γ) ο πιο σημαντικός λόγος όμως είναι ότι δεν μπορέσαμε να διαχειριστούμε τα ανοίγματα που κάναμε. Ακόμα κι αν οι παλιότεροι σύντροφοι είχαν καθαρό ότι η δράση που αναπτύσσουμε είναι μερική, εξαιτίας της γενικής μας αδυναμίας, και ότι η χρησιμότητά της δεν βρίσκεται σε αυτή καθ’ εαυτή τη δραστηριότητα, αλλά στο ότι διαπαιδαγωγούμε αγωνιστές στην επαναστατική πολιτική δράση, στο τέλος χάσαμε το έλεγχο αυτής της εργασίας. Οι περισσότεροι νέοι σύντροφοι που κερδήθηκαν στην αντιφασιστική δράση ή σε μια φοιτητική παρέμβαση, τελικά απέκτησαν μια εντελώς αποσπασματική πολιτικοποίηση. Ναι μεν ήταν μέλη σε μια τροτσκιστική οργάνωση, αλλά το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο εξολοκλήρου στο αντιφασιστικό ή το φοιτητικό. Από κει και πέρα το τι είναι η οργάνωση, που θέλει να το πάει, τα γενικά της καθήκοντα, η υπόλοιπη αριστερά, η άκρα, η γενική πολιτική κατάσταση, η παγκόσμια, όλα αυτά παρέμεναν σε δεύτερο πλάνο. Κάθε προσπάθεια να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση κατέληγε σε αποτυχία.

Τελικά πάθαμε αυτό που παθαίνει όλη η άκρα που κινείται εδώ και 30 χρόνια με ένα κατακερματισμένο τρόπο. Στρεβλή και μερική αντίληψη, πολιτική ενότητα σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Η διαφορά είναι ότι εμείς προσπαθήσαμε να ανοίξουμε κεντρικά πολιτικά ζητήματα, να σπάσουμε τα όρια μιας στενής συνδικαλιστικής και φοιτητικής παρέμβασης. Ακόμα κι έτσι όμως, και παρά τη μαχητικότητα που δείξαμε, δεν μπορέσαμε σε καμία περίπτωση να κεφαλαιοποιήσουμε πολιτικά αυτή τη δουλειά. Η αδυναμία δεν είναι ένα απόλυτο αλλά ένα σχετικό νούμερο και εξαρτάται από την πίεση που δέχεται το υλικό. Η οργάνωσή μας ύστερα από 3 χρόνια (96-9 8) ακτιβισμού προσπάθησε να συστηματοποιήσει αυτή την εμπειρία περνώντας σε μια νέα φάση ανάπτυξης, σε ένα θα λέγαμε πιο ποιοτικό, πολιτικό και ισορροπημένο χτίσιμο, κατανοώντας ότι η περίοδος αυτή έχει κλείσει τον κύκλο της. Παρόλα αυτά συνεχίζαμε να θεωρούμε ότι ο βασικός χώρος υποδοχής της ριζοσπαστικοποίησης και επομένως πολιτικής ζύμωσης παραμένει ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Σε αυτό το πλαίσιο αποφασίσαμε μια στροφή στη συνέχεια (1999-2001) σε ένα πιο σκληρό ιδεολογικό χτίσιμο και την απεύθυνση σε παλιότερους έμπειρους συντρόφους. Αυτή η περίοδος ήταν εξαιρετική όχι από ποσοτική άποψη αλλά γιατί συνέβαλε στο πολιτικό χτίσιμο της οργάνωσης μέσα από σκληρές αντιπαραθέσεις σε μεγάλα γεγονότα που άλλαξαν τη κατάσταση σε όλο τον πλανήτη. Η επίθεση στους πύργους της ΝΥ σαν απάντηση στα 10 χρόνια λεηλασίας της μέσης ανατολής και ταπείνωσης του Ιράκ από τον οικονομικό του αποκλεισμό και ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ανοίγοντας από τη μεριά του ιμπεριαλισμού μια ολόκληρη περίοδο παγκόσμιας τρομοϋστερίας και περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων, άνοιξαν στην αριστερά ολόκληρη μια έντονη συζήτηση γύρω από ζητήματα που είχε να ασχοληθεί δεκαετίες. Πλέον τα ζητήματα ξέφευγαν από τα πλαίσια μιας «νορμάλ» και πολιτισμένης ταξικής πάλης. Ο ιμπεριαλισμός έδειχνε τα δόντια του και μια πρωτόγνωρη αγριότητα χωρίς μάσκες. Άνοιξε μια νέα ατζέντα. Η αριστερά θα έπρεπε να τοποθετηθεί. Θα έμενε στην επίκληση της ειρήνης ή θα έπαιρνε αποφασιστικά το μέρος των καταπιεσμένων. Όπως και να χει η αντιπαράθεση αυτή μεταφέρθηκε σε όλη την αριστερά. Ανεξάρτητα από τις καταβολές και τις προηγούμενες ιδεολογικές σιγουριές φάνηκε ότι υπάρχουν όλων των ειδών οι απαντήσεις σε όλα τα ρεύματα. Οι πασιφιστές έδωσαν το δικό τους σόλο, τρομαγμένοι από τις εξελίξεις, ακόμα και στις πιο σκληρές οργανώσεις. Ήταν μια στιγμή που έπρεπε να διασωθούν οι επαναστατικές ιδέες από την πίεση της ιμπεριαλιστικής κοινής γνώμης και την «αντιτρομοκρατική» υστερία. Την ίδια στιγμή ωστόσο που η παλιά αριστερά έπαιζε κρυφτούλι με τα νέα προβλήματα, κατά εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέβηκαν στο δρόμο ενάντια στην ιμπεριαλιστική εισβολή. Η αντίφαση αυτή -ιδεολογική προσαρμογή της αριστεράς, είσοδος νέου κόσμου- βάζει και τα θεμέλια για να αλλάξουν οι συσχετισμοί

Στη συνέχεια ρίξαμε όλες μας τις δυνάμεις (2002-2005) στην αντιμετώπιση της εγχώριας τρομοϋστερίας, στις τρομοδίκες και στην υπεράσπιση των αγωνιστών που βρέθηκαν στο στόχαστρο αυτής της επίθεσης. Ο αγώνας που δώσαμε μπορεί να αναγνωρίστηκε από πολλούς αγωνιστές, να μας κατοχύρωσε σαν την πλέον ανυποχώρητη οργάνωση, να κερδίσαμε τη συμπάθεια σχεδόν ολόκληρης της αναρχίας, όμως για ακόμα μια φορά η οργάνωση δεν μπόρεσε να κάνει ένα ουσιαστικό βήμα προς την οικοδόμησή της. Ήταν μια περίοδος Κόντρα στο Ρεύμα. Όχι μόνο γιατί επιλέγαμε να έρθουμε σε σύγκρουση με το πιο σημαντικό μέτωπο για το αστικό κράτος και τις υπηρεσίες του, αλλά και γιατί εκείνη τη περίοδο ήρθαμε σε αντίθεση με τον οπορτουνισμό της άκρας αριστεράς που ανακάλυπτε στα Φόρουμ τη γοητεία της κοινωνίας των πολιτών και της μεταρρύθμισης. Θεωρήσαμε ότι υπάρχουν δυνάμεις που δεν θα ανεχτούν αυτή την εύκαμπτη προσαρμογή της «άκρας». Ότι ίσως πάνω σε μια σκληρή γραμμή μπορεί να χάνουμε ένα μέρος της νέας ριζοσπαστικοποίησης, αλλά τουλάχιστον θα κερδίσουμε, στην κόντρα, τους πιο αποφασισμένους αγωνιστές που επιμένουν σε μια μαχητική επαναστατική αριστερά.

Έτσι από το 1999 προσπαθούμε να οικοδομήσουμε «Κόντρα στο Ρεύμα», προβάλλοντας μια εναλλακτική λύση που λέγεται επαναστατική οργάνωση. Από αυτό είχαμε ένα θετικό και ένα αρνητικό αποτέλεσμα.

Το θετικό είναι ότι σφίξαμε πολιτικά, ότι δεν υποχωρήσαμε σε κρίσιμες και οριακές μάχες, ότι σταθήκαμε παρά την πίεση μπροστά στον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους. Αυτό είναι ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο.

Το αρνητικό είναι ότι πληρώσαμε αυτή τη συνέπεια με την απομόνωσή μας. Στην πραγματικότητα η μάχη αυτή ήταν μάχη οπισθοφυλακής. Το κίνημα ήταν σε άμυνα. Οι οργανώσεις του υποχωρούσαν διαρκώς. Όμως η υπεράσπιση των αγωνιστών των οργανώσεων ένοπλης βίας ήταν μια μάχη σε μεγάλο βαθμό της αριστεράς που τελειώνει, της αριστεράς που έχει ηττηθεί. Απ’ όλη αυτή την υπόθεση συγκινήθηκε η γενιά που είχε ζήσει τις ένδοξες στιγμές των λαϊκών ηρώων. Για τους πιο νέους αυτή η υπόθεση ήταν κάτι άγνωστο. Η μάχη αυτή είχε χαθεί εδώ και χρόνια. Οι λαϊκοί ήρωες είχαν αποπροσανατολιστεί ακόμα και από τον αρχικό τους προσανατολισμό. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να κάνουν εθνικό ή ταξικό αγώνα. Αν με αυτό θα ξυπνήσει η αριστερά και ο λαός ή απλά το κάνουν γιατί δεν έχουν μάθει να κάνουν κάτι άλλο. Ακόμα κι αν στην αρχή το κίνημα αλληλεγγύης μπήκε σφήνα στα σχέδια του κράτους, στο τέλος η επιχείρηση τρομοϋστερίας πέτυχε μια έστω και πύρρειο νίκη. Η ήττα έφερε τη γρίνια και στη συνέχεια ξεχασμένες διαφορές ή και νέες βγήκαν στην επιφάνεια πράγμα που κατέβαλε και (α)προσανατόλισε το κίνημα. Ένα ακατανόητο ξέσπασμα ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες έδωσε σε όλους όσους αρχικά το έριξαν στην πρακτορολογία την δυνατότητα να επιβεβαιωθούν για τις επιλογές τους. Μια σκληρή και κρίσιμη μάχη ενάντια στην εφαρμογή των τρομονόμων, κατέληξε σε έναν εκφυλισμό αλληλοκατηγοριών χωρίς αρχές. Τα πλεονεκτήματα για όσους πήραν το ρίσκο να ασχοληθούν είχαν ήδη εξανεμισθεί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν έπρεπε να στρέψουμε εξολοκλήρου το ενδιαφέρον μας στο μαζικό κίνημα συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε χάσει μια γενιά.

Κατά βάθος δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από αυτό που καταλήγει να κάνει πάντα ο τροτσκισμός. Να δίνει μάχες που ήδη έχουν χαθεί. Μάχες που αφορούν περισσότερο το παρελθόν και την αποκατάστασή του παρά το μέλλον. Το παρελθόν πρέπει να ξεκαθαρίζεται ιδιαίτερα σε ηγετικό επίπεδο. Αλλά σαν μέθοδος οικοδόμησης είναι αναποτελεσματική. Η κρίση μπορεί να ξεπεραστεί μόνο προς τα μπρος. Εκεί βρίσκονται οι θετικές εγγυήσεις, στη δυνατότητα να ξανανοίγουμε το μέτωπο. Εδώ λοιπόν η επιλογή μας, μας έθεσε εκτός της ανόδου της Γένοβας. Βρεθήκαμε έξω από όλη αυτή την κίνηση, με τον ίδιο τρόπο που βρέθηκε και ένα άλλο μέρος της ελληνικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ, ΜΛ) και που εξαιτίας αυτής της στάσης χάνει πλέον το συσχετισμό δύναμης. Αυτό φαίνεται τώρα που η αριστερά που βρέθηκε στα φόρουμ εκπαίδευσε ένα μεσαίο στελεχικό δυναμικό, ακόμα κι αν αυτό έγινε με ρεφορμιστικούς όρους, σε σχέση με τους υπόλοιπους που βρίσκονται βυθισμένοι σε ένα πεσιμισμό χωρίς τέλος

Τους καρπούς αυτής της περιόδου τους είδαμε στις φοιτητικές καταλήψεις (2006-7) που πέρασαν κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι μας και παρά τις οριακές προσπάθειες το μόνο που καταφέραμε είναι να το παρακολουθήσουμε χωρίς όμως να πιστεύουμε ότι μπορούσαμε να παρέμβουμε.

Ότι ήταν να γίνει έγινε. Η αδυναμία να παρέμβει στη νέα άνοδο του κινήματος αντικειμενικά αποδεικνύει τα όριά του. Η δυναμική του μάλλον έχει εξαντληθεί. Αν το 1996 πιστεύαμε ότι μπορούμε να πυροδοτήσουμε εξελίξεις στον τροτσκισμό και την άκρα, σήμερα δεν έχουμε σχεδόν καμία προσδοκία. Ύστερα από 12χρόνια επίμονης δράσης μπορούμε να πούμε ότι ούτε εμείς μπορούμε να γείρουμε την πλάστιγγα, ούτε ο χώρος αυτός θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό.

Με αυτή την έννοια ο κύκλος που άνοιξε η Εργατική Εξουσία το 1996 έχει κλείσει. Αν αξίζει κάτι να υπερασπιστούμε είναι: οι αρχές μας, η επαναστατική πολιτική σε ζητήματα αιχμής που έχουμε κατακτήσει, η πίστη στην εξέγερση, το μαχητικό πνεύμα που έχουμε δείξει όλο αυτό το διάστημα. Αυτό είναι το κεφάλαιό μας που πρέπει να διαφυλάξουμε. Το όχημα που είχαμε έχει προ πολλού εξαντληθεί. Αν κανείς ταυτίζει το ιδεολογικοπολιτικό του φορτίο με το όχημα μπορεί να πιστεύει ότι κλείνοντας τον κύκλο χάνει και τις ιδέες του. Ο κίνδυνος όμως του εκφυλισμού είναι απείρως μεγαλύτερος συνεχίζοντας με ένα ταλαιπωρημένο όχημα, πάρα αναζητώντας ένα καινούργιο. Η πολιτική τεχνογνωσία που έχουμε θα πρέπει να δοκιμαστεί αλλού, σε πρόσφορο έδαφος, να διεκδικήσουμε το χώρο που μας αναλογεί, για να βρουν οι ιδέες μας την επιρροή που τους αξίζει. Αν κανείς θέλει να υπερασπιστεί την ουσία του Κόντρα στο Ρεύμα, αν κανείς θέλει να χτίσει μια επαναστατική κομμουνιστική διεθνιστική οργάνωση τότε θα πρέπει να παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο. Η νοσταλγία γενικά δεν βοηθάει σε τίποτα.

Η ήττα της άκρας έχει γίνει και δική μας. Οι αποτυχίες του χώρου αυτού δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο. Μόνο μια στροφή σε αυτό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, αλλά και του κόσμου της αριστεράς το αντιλαμβάνεται σαν ελπίδα ότι μπορεί κάτι να γεννήσει, μπορεί να ξαναδώσει στις ιδέες μας μια νέα επιρροή και πάνω απ’ όλα την αποκατάσταση της σχέσης μας με νέους πρωτοπόρους αγωνιστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπληρώνει αυτές τις προϋποθέσεις. Ας επενδύσουμε εκεί τις ιδέες μας αν νομίζουμε ότι έχουν μια οποιαδήποτε χρηστική αξία.

Ειδύλλιο με το ρεφορμισμό;

Οι οργανώσεις της παλιάς «άκρας» που βρίσκονται ήδη στο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι υπάρχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανασύνθεση της αριστεράς. Θεωρούν ότι οι παλιές διαφορές έχουν ξεπεραστεί και ότι μια «άλλη αριστερά είναι εφικτή» στα πλαίσια των «κατακτήσεων» των Φόρουμ και του αντινεοφιλελεύθερου κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η προσέγγιση είναι εντελώς λάθος και μαζί με τα απόνερα πετάει και το μωρό. Οι διαφορές του ρεφορμισμού με την επανάσταση δεν είναι διαφορές τακτικής. Το δίλημμα αυτό θα το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας και ειδικά σε στιγμές όξυνσης της ταξικής πάλης. Η επαναστατική πτέρυγα είτε επιλέγει την κατευθείαν ανεξάρτητη κομματική οικοδόμηση, είτε την οικοδόμηση ως τάση σε ένα μαζικό ρεφορμιστικό κόμμα, θα πρέπει να διατηρεί ανοιχτή την αντίθεσή της στο ρεφορμισμό. Η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι μόνο για το μέλλον, ούτε τη βρίσκουμε 5 λεπτά πριν την επανάσταση, αλλά σε κάθε στιγμή της ταξικής πάλης. Κάθε ταξική αντίθεση κάθε πολιτική μάχη αναδεικνύει την ουσία αυτή της διαφοράς. Οι ρεφορμιστές θα συνεχίσουν να έλκονται από τον συμβιβασμό, τις καρέκλες στους δήμους και τα σωματεία, ακόμα και τα υπουργεία, τη στοίχισή τους πίσω από τα εθνικιστικά ιδεολογήματα. Κάθε φορά που η ταξική σύγκρουση περνάει ένα όριο θα συνεχίσουν να γκρινιάζουν, να κλαίγονται, να κάνουν δηλώσεις μετανοίας. Ανέχονται μόνο την καθώς πρέπει ταξική πάλη, αυτή που δεν θα διαταράξει ανεπανόρθωτα την ταξική ισορροπία και που τελικά δεν θα βάζει σε δοκιμασία τη θέση τους, την ησυχία και τα προνόμιά τους.

Οι οργανώσεις λοιπόν της «άκρας», που προσεγγίζουν προγραμματικά το ρεφορμισμό, δεν ετοιμάζονται να συγκρουστούν μαζί του, αλλά να έλθουν εις γάμου κοινωνία. Επιδιώκουν να συνδιαχειρισθούν τα προβλήματα, να βρουν μια μέση λύση, να σπρώξουν την ηγεσία λίγο πιο αριστερά. Έτσι εξηγείται το πώς αυτές οι οργανώσεις έχουν ήδη φτάσει σε προγραμματική συμφωνία μέσα από τα κεντρικά διακηρυκτικά κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ που δεν είναι τίποτα άλλο από ρεφορμιστικά μανιφέστα. Οι δυνάμεις αυτές δεν πιστεύουν στις δυνατότητες μιας ισχυρής επαναστατικής αριστεράς, αλλά στο «συμβιωτικό» κλίμα που άνοιξε η εποχή των φόρουμ. Το πρόβλημα είναι κάπως βαθύτερο. Η αριστερά γι’ αυτούς δεν είναι στρατός που επιδιώκει να τσακίσει την αστική αντίδραση, αλλά μια κοινότητα που χτίζει από τώρα την άλλη κοινωνία. Που σέβεται ο ένας τον άλλον, που ανέχεται τις αδυναμίες του, που μπορεί να κατανοήσει γιατί πάντα επιλέγει να τα βρει με τον αντίπαλο κ.ο.κ.

Παρόλα αυτά οι οργανώσεις που κινήθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ και βρέθηκαν στο κέντρο μιας σκληρής κριτικής από τον υπόλοιπο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που παραμένει πιστή στην παλιά γεωγραφία, έχουν μια αίσθηση της πραγματικότητας. Αντιλαμβάνονται τις βασικές αδυναμίες. Είναι ενωτικοί, αντισεχταριστές και οσφρίζονται την απαίτηση για ενιαία δράση. Αυτό είναι το κύριο την ώρα αυτή. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η ρεφορμίζουσα «άκρα» έχει δείξει πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία στα καθήκοντα αντιρατσιστικής και αντιφασιστικής δράσης, ακόμα κι αν το έκανε με όσο δυνατόν πιο κυριλέ όρους. Όμως σε σχέση με όσους σφυρίζουν αδιάφορα και έχουν και το θράσος να καλύπτουν την λιποταξία τους με αριστερές φανφάρες δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Συριζαία ακροαριστερά είναι πολύ πιο αριστερά από τους πατριώτες της αραναρασίτικης ΜΛ αριστεράς.

Οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει άμεσα να συμμετάσχουν στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί να ξεκινήσουν άμεσα και χωρίς κανένα δισταγμό τον πολιτικό αγώνα μαζί με τους συναγωνιστές που θα συναντήσουν, απευθυνόμενοι θετικά στο κάλεσμα που ήδη έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ από την 1η του οργανωτική συνδιάσκεψη (16-3-0 8) για κοινή συστράτευση όλης της αριστεράς, χωρίς προϋποθέσεις: «Απευθυνόμαστε σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, πολιτικής και κοινωνικής, επίσημης και ανεπίσημης, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής και τις καλούμε σε κοινή δράση και πολιτική συνεργασία, με βάση τις ανάγκες και τα ζωτικά προβλήματα του λαού και των εργαζόμενων. Η κοινή δράση είναι απαίτηση, είναι ανάγκη, είναι η δύναμη που μπορεί να φέρει νικηφόρους αγώνες. Η πολιτική συνεργασία είναι το βήμα για την αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων, που μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους και μπορεί να καταστήσει την αριστερά πρωταγωνιστική δύναμη».

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελέσει χώρο πολιτικής ζύμωσης, σε αντίθεση με τον πρωτογονισμό των συνδικαλιστικών και τοπικών σχηματισμών της «άκρας», που απεχθάνονται την πολιτική και εκστασιάζονται με την καθαρή και αγνή ταξική πάλη. Ο χώρος της άκρας αναπαράγει ανοιχτά τον μπερνσταϊνισμό που θεωρεί ότι το κίνημα είναι το παν. Στο βαθμό που δεν πιστεύει στο πολιτικό αγώνα, δεν πιστεύει και στο συνειδητό αγώνα. Όλα θα γίνουν αυθόρμητα. Η περιπλάνηση της άκρας, την έχει οδηγήσει στη φιλοσοφία της αυτονομίας. Για όλα τα κακά ευθύνονται οι καθοδηγητές, τα κόμματα και οι πολιτικάντηδες. Αν οι ηγέτες του ρεφορμισμού υποτάσσονται σε μια μέση εργατική συνείδηση, οι ηγετίσκοι των 15 σωματείων της άκρας υποτάσσονται στη μέση συνείδηση των άμαζων σωματείων τους που απλώς έτυχε να βρίσκονται στην ηγεσία τους. Είναι τόσο βαμμένοι με τις συντεχνίες που εκπροσωπούν, που περιφέρονται πλέον υπερηφανευόμενοι όχι για την πολιτική τους ιδιότητα, αλλά για το επάγγελμα τους, ίσως και για την περιοχή που κατοικούν. Ο ένας οικοδόμος, ο άλλος δάσκαλος, ο τρίτος βιβλιοϋπάλληλος, ο τέταρτος εργάτης στο Δήμο Βύρωνα, ο άλλος στο αεροδρόμιο, ο διπλανός, μισθωτός τεχνικός, ο επόμενος κάτοικος Δάφνης, ο άλλος Αγίας Βαρβάρας, Περιστερίου, Βύρωνα ή και Νέας Σμύρνης και δίπλα σε αυτούς οι φοιτητές του Πολυτεχνείου που όλοι οφείλουμε να βαράμε προσοχές. Αυτή είναι η νέα συλλογική ταυτότητα της «άκρας» αριστεράς. Οι απαξιωμένες έτσι κι αλλιώς στην μέση συνείδηση του χώρου αυτού πολιτικές οργανώσεις εξυπηρετούν μόνο φραξιονιστικούς σκοπούς των διαφόρων καπετανάτων σε αυτό το νέο συλλογικό περιβάλλον.

Μπροστά σε αυτό το απολίτικο κατάντημα, σε αυτό το συντεχνιακό πισωγύρισμα, μια οποιαδήποτε συλλογική πολιτική ταυτότητα, ακόμα κι αν είναι ρεφορμιστική, αφήνει πολλαπλάσια περιθώρια πολιτικής ζύμωσης και κεντρικής πολιτικής δράσης. Υπάρχει μια κοινή βάση για να ξεκινήσουμε. Μια κοινή αίσθηση του συνολικού εύρους. Το κιλό είναι κιλό, το γραμμάριο γραμμάριο και ο τόνος τόνος. Με έναν ΣΥΝασπισμένο μπορείς να διαφωνήσεις σε πολλά πράγματα, αλλά μπορεί να καταλάβει ότι μια υπόθεση απαγωγών πακιστανών, μια παραλίγο δολοφονία από μια φασιστική συμμορία ή ένα σκάνδαλο στα αποθεματικά των ταμείων είναι ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ο συντεχνίας της άκρας δεν μπορεί να το καταλάβει με τίποτα. Μα πώς να το καταλάβει, αφού, ότι δεν κολλάει με τα 1400 ευρώ και με τα εργασιακά δικαιώματα στο πτυχίο δεν αξίζει να ασχολείται κανείς.

Ένας αγωνιστής, που προσεγγίζει ένα ρεφορμιστικό κόμμα, έχει ευρύτερες ανησυχίες για τον κόσμο γύρω του. Αντιλαμβάνεται ότι για να αλλάξει κάτι επιμέρους χρειάζονται πολιτικές μετατοπίσεις. Υποτάσσει τα επαγγελματικά του δικαιώματα σε μια συνολικότερη πολιτική προοπτική. Αυτό από μόνο του είναι τεράστιο άλμα. Δείχνει ότι εκτός από το στομάχι του δουλεύει και το μυαλό του. Ότι δεν αρκεί η αποσπασματική ή η θεματική δράση.

Ο συνδικαλιστής των ΕΑΑΚ και των Παρεμβάσεων, απεναντίας, έχει το ίδιο εύρος με ένα μέλος της Green Peace. Είναι εξτρεμιστής στο χώρο του, αλλά έξω από κει μηδέν. Αυτό είναι χαρακτηριστικό σε όλους τους ακροαριστερούς. Μπορούν να σου εξηγήσουν χιλιάδες μικρολεπτομέρειες για τη σχολή τους ή για το σχολείο, άντε για τους μισθωτούς τεχνικούς και τα βιβλιοπωλεία, αλλά για το τι συμβαίνει από κει και πέρα έχουν απόλυτη άγνοια. Ούτε για το τι γράφουν οι εφημερίδες δεν ξέρουν. Στην οργάνωσή τους πάλι δεν μαθαίνουν τίποτα γιατί κι αυτή έχει προσαρμοστεί στο πως θα ηγεμονεύσει στους τρεις κοινωνικούς χώρους που βρίσκεται. Μιλάμε για οπτική χωριάτη. Ξέρουν τα πάντα για το χωριό, και μόλις πάνε παραδίπλα είναι απλώς άσχετοι. Το να έχει εκεί κανείς κοσμοπολίτικες προσδοκίες του στυλ τι θα γίνει με την κυβέρνηση, το πρόβλημα του κράτους, η παγκόσμια επανάσταση, ο διεθνής σοσιαλισμός κι άλλα τέτοια, φαίνονται στη χωριάτικη «άκρα» σαν ιστορίες του διαβόλου. Γι’ αυτό και τόσα χρόνια αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε με αυτό το χώρο. Δεν είναι ότι διαφωνούμε. Απλώς μιλάμε άλλη γλώσσα. Και για την ακρίβεια αυτοί μιλάνε ακόμα ιερογλυφικά, άντε και γραμμική Α.

Ας το λήξουμε λοιπόν. Ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ, όχι γενικά αλλά τώρα, είναι πρόσφορος για συσπείρωση της νέας ριζοσπαστικοποίησης και επομένως για πολιτική δράση και ζύμωση. Ο χώρος της γηραιάς άκρας δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Στο ΣΥΡΙΖΑ πάμε ως επαναστάτες για να διαδώσουμε το πρόγραμμά μας και να ισχυροποιήσουμε τις θέσεις μας. Στο χώρο της γηραιάς άκρας δεν μπορεί να γίνει αυτό. Εκεί τα καθήκοντα είναι άλλα. Να μάθουν πρώτα να μετράνε, ύστερα να μιλάνε και μετά να γράφουνε. Τέλος πάμε στο ΣΥΡΙΖΑ, όχι για να κάνουμε δημόσιες σχέσεις ούτε για να ανακαλύψουμε τη κρυφή γοητεία του ρεφορμισμού, αλλά για να βρούμε πολιτικό περιβάλλον και έτσι να γίνουμε χρήσιμοι και ουσιαστικοί στον πραγματικό αγώνα Εκεί μπορούμε να καλέσουμε και τους πολιτικούς μας φίλους που ενώ μας συμπαθούν δεν στρατεύονται μαζί μας γιατί θεωρούν ότι είμαστε απελπιστικά απομονωμένοι που δεν μπορούμε να κάνουμε την παραμικρή πολιτική δράση. Μιλάμε ανοιχτά για τις ιδέες μας, και την ίδια στιγμή υπερασπιζόμαστε την ενότητα. Δεν διεκδικούμε ηγετικά πόστα ύστερα από παζάρια και διευκολύνσεις σε ηγετικό επίπεδο, που προάγουν δημοσιοσχετίστικες σχέσεις και κλίμα πολιτικής συμφιλίωσης. Αυτά ας τα κάνουν οι συνεργαζόμενες πολιτικές δυνάμεις. Πάμε στο Σύριζα για να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στο αστικό κράτος και τους καπιταλιστές και όχι για να γίνουμε φερέφωνα της ταξικής ειρήνης.

Ας δούμε όμως ορισμένες λεπτομέρειες.

Από πού να αρχίσουμε

Στο Σύριζα μπαίνουμε ως μαχητές επαναστάτες ένας ένας. Δεν επιδιώκουμε κεντρική συμφωνία για δύο λόγους: Πρώτον γιατί το μέγεθός μας είναι τέτοιο που δεν μας επιτρέπει να διαπραγματευτούμε τίποτα από την κεκτημένη κοινή προγραμματική συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως μια τέτοια κίνηση θα κατέληγε αναγκαστικά ή στην αποδοχή του ρεφορμιστικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ή στην απόρριψή του και μαζί μ’ αυτό στην απόρριψη της εισόδου μας. Εμείς μπαίνουμε χωρίς προϋποθέσεις. Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι μπαίνουμε σε ένα ρεφορμιστικό οργανισμό. Μπαίνουμε χωρίς να κάνουμε καμία δήλωση μετανοίας για τις απόψεις που έχουμε. Είμασταν και συνεχίζουμε να είμαστε διεθνιστές κομμουνιστές επαναστάτες, για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τις απόψεις μας.

Το προγραμματικό κεκτημένο του ΣΥΡΙΖΑ είναι το προϊόν ενός συσχετισμού κορυφής ανάμεσα στις συνιστώσες του. Αυτό που βαραίνει σήμερα δεν είναι αν το πρόγραμμα αυτό γέρνει περισσότερο προς το ρεφορμισμό ή κατευθύνεται προς τα αριστερά. Αυτό θα αποδειχτεί όχι σε μια θεωρητική συζήτηση, αλλά μπροστά στις προκλήσεις που έρχονται. Το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποκύψει στις επιθέσεις φιλίας της κεντροαριστεράς ή τελικά θα επιλέξει τη σύγκρουση με τις κεντρικές επιλογές της αστικής τάξης και των κομμάτων της. Το αν θα σταθεί με συνέπεια με τους αγώνες ή θα επιλέξει το δρόμο της καταδίκης.

Δεύτερον γιατί προτείνουμε ακριβώς τον ίδιο δρόμο προσέγγισης και σε άλλες δυνάμεις και μεμονωμένους αγωνιστές, προκειμένου να δουν στην πράξη, χωρίς την προϋπόθεση μιας από τα πριν κεντρικής συμφωνίας, αν μπορεί να μεταμορφωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε έναν χώρο μαζικής επανασυσπείρωσης και ζύμωσης της αριστεράς. Η δέσμευση πρέπει να γίνει σε αυτά που παλεύουμε τώρα και όχι σε αυτά που ενδεχομένως να συμβούν μετά από χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε κρυβόμαστε. Απλώς δεν υποβάλλουμε σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων ούτε τους εαυτούς μας, ούτε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που θα πρέπει κι αυτοί να πάρουν θέση. Έτσι το όλο θέμα παραμένει ανοιχτό να λυθεί στην εξέλιξή του, Επίσης εμείς δεν πάμε εκεί ούτε για να πείσουμε τους άλλους για το παρελθόν μας, ούτε για να πειστούμε για το δικό τους παρελθόν. Ούτε καν για να τους πείσουμε ή να μας πείσουνε για το μέλλον. Πάμε απλώς για να παλέψουμε μαζί τώρα. Ότι λέγαμε θα συνεχίζουμε να το λέμε. Απλά αυτό θα γίνεται πλέον σε ένα άλλο έδαφος. Όχι στα κατσάβραχα και μόνοι μας, αλλά μαζί με άλλους αγωνιστές σε μια άλλη κλίμακα, για να βάλουμε και εμείς τις δυνάμεις μας σε αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί τώρα. Να ανατραπούν οι συσχετισμοί και να γίνει θρύψαλα η μεταπολιτευτική ισορροπία του πολιτικού αστικού συστήματος.

Δεν πάμε στο ΣΥΡΙΖΑ για να κάνουμε πλιάτσικο. Δεν μας απασχολεί καθόλου ένα τέτοιο σχέδιο. Δεν θωρούμε τον ΣΥΡΙΖΑ ένα χώρο για να ψαρέψουμε, αλλά ένα εργαλείο για μάχη. Και αυτό θα το στηρίξουμε, χωρίς όμως να συνθηκολογήσουμε πολιτικά. Είμαστε οπαδοί της ανοιχτής κοινωνίας και όχι του dogvil. Όσο διεκδικήσιμοι είμαστε εμείς, άλλο τόσο είναι και οι υπόλοιποι. Κι όποιος αντέξει. Όσο «ευάλωτοι» μπορεί να είναι τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ στις ιδέες μας, άλλο τόσο είμαστε και εμείς. Ο «κίνδυνος» να πείσει ο ένας τον άλλο είναι μοιρασμένος. Όποιος έχει εμπιστοσύνη στις ιδέες του και τις θέσεις του δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Εμείς θα λέμε στα ίσα αυτό που πιστεύουμε, και αυτό το προτείνουμε σε όλους. Όποιος θέλει ας το υιοθετήσει. Οι υπόλοιποι ας κάνουν ότι νομίζουν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τίμιο απ’ αυτό

Ταυτόχρονα επιδιώκουμε τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα. Σήμερα είναι μια ενότητα σε επίπεδο κορυφής και με ένα πρόγραμμα που εκφράζει την κοινή συναίνεση των συνιστωσών του. Ήδη υπάρχουν αρκετές φωνές που αντιλαμβάνονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει σώμα και να αποκτήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η οργανωτική του συνδιάσκεψη άφησε μια θολούρα γύρω από αυτό. Ναι μεν να δημιουργηθεί μια δομή, αλλά τα δικαιώματα αυτής της δομής πάνω στην κεντρική γραμμή και την Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι εντελώς απροσδιόριστα. Έτσι το πράγμα παραμένει επί της ουσίας ως έχει. Ωστόσο ήδη δημιουργείται ένα δίκτυο επιτροπών του Σύριζα το οποίο αργά η γρήγορα θα διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Αυτό ακριβώς πρέπει να στηρίξουμε. Όχι γιατί αυτό μας βολεύει, αλλά πάνω απ’ όλα για να βοηθήσουμε τους αγωνιστές που θέλουν να συμμετάσχουν στο ΣΥΡΙΖΑ και όχι σε κάποιες από τις οργανώσεις του να βρουν ένα ρόλο και να μην παριστάνουν όπως θέλουν ορισμένοι τη γλάστρα.

Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα θα έδινε μια εντελώς νέα δυναμική. Χιλιάδες νέοι αγωνιστές θα έβρισκαν μια θέση. Ωστόσο οι διάφορες συνιστώσες αντιμετωπίζουν αυτή τη προοπτική με μια ακατανόητη δυσπιστία. Ο ΣΥΝ ίσως γιατί νοιώθει ότι απειλείται η ηγεμονία του. Οι άνθρωποι αυτοί αντιλαμβάνονται ότι μια δομή ΣΥΡΙΖΑ θα είναι όχι μόνο ανταγωνιστική στην οικοδόμηση του ΣΥΝ, αλλά αύριο μπορεί να είναι και επικίνδυνη για τον έλεγχο του όλου εγχειρήματος. Οπότε η σημερινή κατάσταση βολεύει αφάνταστα την ηγεσία του ΣΥΝ. Η ΔΕΑ ακολουθεί την ίδια γραμμή θεωρώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ενιαίο μέτωπο ανάμεσα στους ρεφορμιστές και τους επαναστάτες. Τώρα τι μέτωπο είναι αυτό με τόσο ανόμοια μεγέθη ένας θεός ξέρει. Το μέγεθος δεν είναι δευτερεύων ζήτημα. Πως αλλιώς διαπραγματεύεσαι τις θέσεις του μετώπου σε κεντρικό επίπεδο, όταν εσύ έχεις 120 μέλη και ο άλλος 10000 και ένα ασύγκριτα πολλαπλάσιο βάρος στην κοινωνία. Μόνο φαντασιόπληκτοι μπορεί να πιστεύουν ότι παίζουν στα ίσια τον ΣΥΝ. Η αυταπάτη αυτή τους οδηγεί, όχι σε μια αδιάλλακτη στάση, αλλά σε διπλωματικές σχέσεις με την ηγεσία του ΣΥΝ, προκειμένου να πάρουν σειρά στην κοινοβουλευτική επετηρίδα και επιπλέον να συνεχίσουν να ενισχύονται οικονομικά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για να διατηρήσουν τη θέση τους κάνουν τα στραβά μάτια. Ας το δει κανείς στο πως πολιτεύεται οι συνεργάτες του ΣΥΝ σε μια σειρά ζητήματα. Άλλες οργανώσεις και ανεξάρτητοι άνοιξαν το ζήτημα αυτό, αλλά με έναν τρόπο που δίνει επιχειρήματα στις φοβίες του ΣΥΝ. Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα δεν μπορεί να γίνει με ένα εκατομμύριο ασφαλιστικές δικλείδες. Ούτε ο ΣΥΝ μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα ηγεμονεύσει πολιτικά, άλλά ούτε και οι υπόλοιπες συνιστώσες θα είναι σίγουρες ότι θα εξασφαλίσουν την αρχική τους ποσόστωση στην ηγεσία ή στα ενδιάμεσα αντιπροσωπευτικά σώματα ή σε ένα συνέδριο. Όποιος εμπιστεύεται τις ιδέες του ας μην φοβάται να είναι και μειοψηφία, αρκεί να είναι εξασφαλισμένα τα δικαιώματά του ως τέτοια. Δεν μπορεί όμως να αντιπροσωπεύεται με ποσοστώσεις και με συμφωνίες από τα πάνω. Μια τέτοια διαδικασία είναι διπλωματική και το μοναδικό αποτέλεσμα θα είναι να κρύβονται οι διαφορετικές πλατφόρμες και θέσεις στα διάφορα ζητήματα με αποτέλεσμα η πολιτική γραμμή να βγαίνει μέσα από παζάρια κορυφής και όχι από την ίδια τη βάση των αγωνιστών που θα θέλουν να συμμετέχουν ενεργά στο χτίσιμο μια νέας μαζικής αριστεράς.

Κλείνει ο κύκλος της Εργατικής Εξουσίας

Ο Κομμουνιστικός Σύνδεσμος και η Εφημερίδα Εργατική Εξουσία έχουν μια δημόσια παρουσία εδώ και 12 χρόνια. Ήδη διανύουμε το 13ο. Ο κύκλος αυτός έχει κλείσει και σε αυτό δεν μπορούμε να αφήνουμε παρερμηνείες. Πρέπει να είναι καθαρό και σε εμάς και στους έξω. Το κλείσιμο της εφημερίδας και η αναστολή της λειτουργίας μας ως Εργατική Eξουσία είναι ένα πραγματικό γεγονός και όχι ένα τρικ, και σηματοδοτεί το άνοιγμα ενός νέου κύκλου.

Εδώ πρέπει να κάνουμε καθαρό όχι μόνο για την ιστορία αυτής της οργάνωσης και των αγωνιστών της, αλλά και σε όσους βρέθηκαν στο πλάι της και την στήριξαν στις δύσκολες στιγμές. Ο Κομμουνιστικός Σύνδεσμος δεν αναστέλλει τη λειτουργία του γιατί δεν μπορεί να συνεχίσει. Πολύ περισσότερο δεν συμβαίνει αυτό εξαιτίας μιας οποιασδήποτε απογοήτευσης σε σχέση με τις προοπτικές μιας αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής σοσιαλιστικής διεξόδου από την καπιταλιστική παρακμή. Δεν συμβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Αυτό το διευκρινίζουμε επίσης και σε όσους προς στιγμήν νιώσουν μια κάποια ανακούφιση, μια ευχάριστη έκπληξη ή τέλος πάντως μια όψιμη επιβεβαίωση ή και μια αίσθηση νίκης από την «διάλυση» της Εργατικής Εξουσίας. Ας μην βιαστεί να πανηγυρίσει κανένας. Προτείνουμε λοιπόν σε όλους αυτούς να είναι προσεκτικοί στην εκδήλωση των συναισθημάτων τους και πολύ περισσότερο να μην βιάζονται να κρίνουν. Ένα είναι σίγουρο. Ότι θα μας βλέπουν μπροστά τους, ακόμα πιο αποφασισμένους να ολοκληρώσουμε αυτό που έχουμε αρχίσει.

Έτσι δεν υπάρχει επίσης κανένας λόγος να στεναχωρηθεί κανείς για την απουσία της Εργατικής Εξουσίας που πάντα είχε να πει κάτι διαφορετικό. Αυτό που έχουμε να πούμε σε αυτούς τους αγωνιστές είναι να συνεχίσουν τον αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς κανέναν δισταγμό. Να πουν ένα τέλος στη μιζέρια των ομίλων, του ερασιτεχνισμού και της επαναστατικής φλυαρίας. Να πουν ένα τέλος στις ομαδούλες διαμαρτυρίας που άλλα λένε και άλλα κάνουνε.

Οι ομάδες, οι οργανώσεις και τα κόμματα υπάρχουν στο βαθμό που εξυπηρετούν ένα σκοπό. Εμείς ύστερα από αρκετά χρόνια δράσης, και στα οποία μείναμε συνεπείς στα λόγια μας, θεωρούμε ότι δεν εξυπηρετούμε τον σκοπό μας. Μ’ αυτή την έννοια δεν σκοπεύουμε να κοροϊδέψουμε κανέναν. Παραμένουμε στο σκοπό και αλλάζουμε τα μέσα. Δεν υπάρχει καμία αντίφαση σε αυτό και καμία ασυνέπεια. Η ασυνέπεια βρίσκεται σε όλες αυτές τις ομαδούλες που περιφέρονται σαν κομμουνιστικές επαναστατικές ακροαριστερές και δεν συμμαζεύεται και που αν ρωτήσεις τα στελέχη τους για τις προοπτικές του επαναστατικού αγώνα θα σε κοιτάξουν σαν να κατέβηκες από το διάστημα. Ε λοιπόν με αυτή την υποκρισία δεν θέλουμε να έχουμε καμία σχέση.

Είναι κατανοητό ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει απότομα. Ούτε μπορεί να επιβληθεί σε όλους τους αγωνιστές της οργάνωσης. Επομένως πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν με έναν πιο φυσιολογικό τρόπο, και όλοι σύντροφοι να έχουν το χρόνο τους.

Για ένα μεταβατικό στάδιο θα κυκλοφορήσει ένα νέο περιοδικό που να συνεχίζει τον προβληματισμό γύρω από το ιδεολογικοπολιτικό φορτίο της Εργατικής Εξουσίας. Αυτό το περιοδικό θα είναι ένα ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο, που θα κληρονομεί την Εργατική Εξουσία, ανοιχτό και σε συνεργασίες με άλλους αγωνιστές και διανοούμενους από την αριστερά.

Στις δραστηριότητες το νέο περιοδικό δεν θα περιορίζεται στην έκδοση, αλλά και στην οργάνωση εκδηλώσεων, σεμιναρίων κλπ. θα έχει δηλαδή την λειτουργία ενός ομίλου.

Στο ΣΥΡΙΖΑ δρουν μια σειρά οργανώσεις. Πιστεύουμε ωστόσο ότι όσο δεν υπάρχει πραγματικά κοινός χώρος (ένα σώμα, μια ενιαία δομή) τότε η κοινή αυτή δράση χάνει την όποια δυναμική και ο ΣΥΡΙΖΑ θα εκφυλιστεί σε ένα κοινοβουλευτικό μηχανισμό συλλογής ψήφων. Γι’ αυτό και θα επιδιώξουμε ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταμορφωθεί σε ένα ενιαίο κόμμα. Ακριβώς γι’ αυτό θα παλέψουμε για τη μαζικοποίηση των τοπικών επιτροπών με νέους αγωνιστές και δεύτερο από την διεύρυνση της συμμετοχής με άλλες δυνάμεις της συντεταγμένης αριστεράς. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι κάθε επαφή που έχουμε, κάθε φίλο και γνωριμία επιδιώκουμε καταρχήν να συμμετάσχει στο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι ένα πολιτικό περιβάλλον, το οποίο σκέφτεται και δρα, όχι συντεχνιακά, αλλά πολιτικά. Αυτό είναι το υπόβαθρο για μια επαναστατική τάση. Αντίθετα το συνδικαλιστικό περιβάλλον, είτε είναι η Αυτόνομη Παρέμβαση, είτε το ΠΑΜΕ, είτε, οι Παρεμβάσεις και τα ΕΑΑΚ, είτε η ΑΕΠ, είτε οι Cavaleros, είτε οι Αγωνιστικές Κινήσεις Εκπαιδευτικών, είτε η Αντεπίθεση των Εργαζομένων, δεν μπορούν να αποτελέσουν την παραμικρή βάση για μια πολιτική ζύμωση και πολύ περισσότερο, όργανα που θα αναλάβουν πολιτικά καθήκοντα. Το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε θεματική επιτροπή (αντιφασιστική, αλληλεγγύης σε φυλακισμένους κλπ) όπως επίσης και για τα μορφώματα γειτονιάς (στέκια, δημοτικές παρατάξεις κλπ). Από τη φύση τους αυτά τα σχήματα είναι αδύνατο να αναπτύξουν μια οριζόντια πολιτική δουλειά, γι’ αυτό και αδυνατούν όχι μόνο να αναλάβουν αλλά και να αντιληφθούν τι σημαίνει πολιτική δράση. Κατά βάθος πίσω από την εμμονή στη μια ή την άλλη δουλειά κρύβεται μια ολόκληρη αντίληψη για το τι εννοούν επανάσταση. Αυτοί που υπερεκτιμούν την κάθετη δουλειά (συνδικαλιστική, θεματική και τοπική δουλειά), πιστεύουν ότι η επανάσταση είναι μια αυθόρμητη διαδικασία από τα κάτω, χωρίς να απαιτείται η κατάληψη της εξουσίας. Το κόμμα που ενώνει οριζόντια τους πρωτοπόρους επαναστάτες σε αυτή την περίπτωση είναι άχρηστο και επιπλέον φορέας γραφειοκρατικών διαδικασιών. Γι’ αυτό και ο αντίπαλος όλων των «από τα κάτω» δεν είναι οι ρεφορμιστές γραφειοκράτες, αλλά γενικώς οι «πολιτικές πρωτοπορίες». Το σημαντικό γι’ αυτούς είναι η αυτονομία των κινημάτων.

Για κάποιον που επιμένει ότι η «συνείδηση έρχεται απ’ έξω» τα πράγματα αποκτούν μια πολιτική αξία. Για να το διευκρινίσουμε κι αυτό. Δεν εννοούμε την ταξική συνείδηση που κατακτείται βασικά από την εμπειρία και από τα μέσα. Εννοούμε τη σοσιαλιστική συνείδηση που είναι κάτι διαφορετικό. Αυτή η συνείδηση δεν εκφράζει απλώς την καταπίεση που δέχεται το προλεταριάτο αλλά συμπυκνώνει μια ευρύτερη κεκτημένη συνείδηση που πατάει στη κεκτημένη γνώση της ανθρωπότητας. Όπως λοιπόν δεν γίνονται γιατροί τα θύματα των ασθενειών, έτσι και η σοσιαλιστική συνείδηση αν είναι κάτι παραπάνω, και για μας είναι, από μια άρνηση του καπιταλισμού και της αδικίας, αφορά ένα πολιτικό ρεύμα που επιδιώκει να δώσει πολιτικές και κοινωνικές λύσεις, και μαζί με αυτές μια ολοκληρωμένη εναλλακτική λύση στο καπιταλιστικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Και οι λύσεις αυτές δεν απορρέουν σαν μια φυσιολογική συνέπεια της ταξικής πάλης αλλά σαν τη συνέπεια πολλών ακόμα παραγόντων και πάνω απ’ όλα από το κατά πόσο το σύστημα που προτείνουμε μπορεί πράγματι να αντικαταστήσει και να λειτουργήσει πάνω στο πτώμα του παρακμιακού καπιταλιστικού συστήματος. Την αριστερά λοιπόν δεν μπορεί να την ενδιαφέρει γενικά η επανάσταση, αλλά πάνω από όλα η συνειδητή σοσιαλιστική επανάσταση, όχι γενικά η εξέγερση ενάντια στην καταπίεση, αλλά πάνω απ’ όλα η εξέγερση για τη συντριβή του αστικού κράτους.

Αν κανείς βλέπει προς τα κει τότε τα πολιτικά -συνειδητά- καθήκοντα καταλαμβάνουν στη γενική ιεράρχηση πρωτεύοντα ρόλο σε σχέση με τα δευτερεύοντα που είναι η παρέμβαση στα επιμέρους μέτωπα. Αυτή είναι και η διαφορά του επαγγελματία επαναστάτη σε σχέση με τον «κοινωνικό αγωνιστή». Ο κοινωνικός αγωνιστής προτάσσει αυτό που είναι, αντλεί υπερηφάνεια από την κοινωνική του θέση, παραμένει προσκολλημένος στο ότι είναι θύμα εκμετάλλευσης. Αντίθετα ο επαναστάτης υπερβαίνει την ταξική του μοίρα. Δεν σκέφτεται πια σαν αντικείμενο εκμετάλλευσης που οφείλει να διαμαρτυρηθεί για την κατάσταση του, αλλά πάει παραπέρα, γίνεται υποκείμενο απελευθέρωσης. Ετοιμάζεται να πάρει την τύχη στα χέρια του. Και δεν μπορεί να πάρει κανείς την τύχη στα χέρια του, όσο θα αρνείται να κυβερνήσει. Ο χώρος της άκρας είναι προσανατολισμένος στην κατακερματισμένη παρέμβαση ακολουθώντας τελικά το δρόμο των αυτόνομων. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος υποτίμησης όλων των κεντρικών πολιτικών ζητημάτων. Αυτό από μόνο του αρκεί για να καταταγεί στα ρεύματα κοινωνικής διαμαρτυρίας και πίεσης προς την εξουσία. Σε ένα ρεύμα που δεν έχει πλέον πολιτικούς στόχους, ούτε φυσικά πολιτικό δρόμο. Για αυτό και δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν κοινωνικό ρεφορμισμό από τα κάτω.

Η διαφορά στο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι είναι ένας πολιτικός οργανισμός (ακόμα και αν με την μαρξιστική αυστηρότητα ηγεμονεύεται από το ρεφορμισμό), που δεν αρνείται την οριζόντια ενιαία πολιτική δικτύωση και που αντιλαμβάνεται το βάρος της πολιτικής θέσης. Σ’ αυτό το πολιτικό ανοιχτό περιβάλλον μπορούν οι επαναστατικές ιδέες να έχουν μια καλύτερη τύχη πέρα από την καθαρότητα των φυτωρίων που όμως παραμένουν πάντα νάνοι.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!

20-6-2008

Η τελευταία Συνδιάσκεψη του Κομμουνιστικού Συνδέσμου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις