για την συζήτηση στην αντικαπιταλιστική αριστερά

Η δημιουργία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία, η κρίση και διάλυση RESPECT,καθώς και ο δημόσιος διάλογος που έχει ξεκινήσει, σηματοδοτούν μια καμπή στη φυσιογνωμία της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς

Οι πολιτικές εξελίξεις σε σημαντικές καπιταλιστικές χώρες. με τις δικές τους ξεχωριστές ιδιαιτερότητες, δίνουν «υλικό» στη συζήτηση. Στη Γαλλία η συζήτηση σφραγίζεται από την ελπιδοφόρα, αλλά και αντιφατική, προοπτική της συγκρότησης του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος, το οποίο την επόμενη βδομάδα πραγματοποιεί το ιδρυτικό του συνέδριο. Στην Μεγάλη Βρετανία βαραίνει η διάλυση του εγχειρήματος του RESPECT και η κρίση στο SWP, που έχει επενδύσει πολιτικά εδώ και χρόνια σε μια συγκεκριμένη γραμμή συνεργασίας με δυνάμεις που κινούνταν στις αριστερές παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας. Στη Γερμανία, η συγκρότηση της Die Linke (Η Αριστερά) φαίνεται να τροφοδοτεί νέες αυταπάτες και να σηματοδοτεί ένα νέο γύρο πολιτικής υποταγής αντικαπιταλιστικών τάσεων σε ρεφορμιστικές πολιτικές λύσεις. Στην Ιταλία, οι πολλαπλές διασπάσεις της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης δείχνουν την κρίση του κομμουνιστικού ρεφορμισμού, της παναριστερής μετάλλαξής του και του κυβερνητισμού.

Πάνω στα ζητήματα αυτά ανέπτυξαν δημόσιο διάλογο εκπρόσωποι τροτσκιστικών ρευμάτων, όπως ο Φρανσουά Σαμπατό της γαλλικής LCR και ο Άλεξ Καλλίνικος του Βρετανικού SWP. Στην πραγματικότητα, το υπόβαθρο της συζήτησης δεν αποτελεί η επιτυχία ή αποτυχία της μιας ή της άλλης πολιτικής τακτικής αυτών των οργανώσεων, αλλά οι κυοφορούμενες μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις στο φόντο της δομικής οικονομικής κρίσης που έχει ξεσπάσει. Περιέργως όμως, οι απόψεις που αντιπαρατίθενται δεν φαίνεται να δανείζονται στοιχεία αυτής της νέας πραγματικότητας. Αντίθετα, στο άρθρο του Άλεξ Καλλίνικος, γίνεται εκτίμηση για την προηγούμενη περίοδο ανόδου του ρόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη, με κυρίαρχο παράδειγμα την πορεία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία. Ως τροφοδότες αυτής της ανόδου, ορίζονται: «Πρώτα, η ανάδυση της μαζικής αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό και στον πόλεμο (….). Δεύτερο, η εμπειρία του σοσιαλφιλελευθερισμού – οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που (…) προχώρησαν στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών και πήγαν ακόμη μακρύτερα από ότι οι συντηρητικοί προκάτοχοι τους είχαν τολμήσει(…)», καθώς «η δεξιόστροφη μετακίνηση του κυρίου ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας άνοιξε έναν χώρο στα αριστερά της».



Στο άρθρο πολύ σωστά επισημαίνεται ότι «σε μερικές περιπτώσεις αυτό αντανακλούσε την τακτική απόφαση οργανώσεων της άκρας αριστεράς να προσελκύσουν συμμάχους και ευρύτερο ακροατήριο, συχνά προσπαθώντας να ανορθώσουν ξανά μια περισσότερο ‘’αυθεντική’’ σοσιαλδημοκρατία, η οποία όπως αποδείχθηκε, είχε διαβρωθεί από τους ομοίους του Μπλερ και του Σρέντερ». Η διαπίστωση αυτή όμως δεν καταλήγει και στο να ορίσει αυτό το αντικειμενικό στοιχείο, ως αιτία της σημερινής κρίσης και του πολιτικού αδιεξόδου αυτών των εγχειρημάτων, τουλάχιστον για την περίπτωση του RESPECT. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Καλλίνικος δεν επιχειρεί να ορίσει τις νέες δυνατότητες για την επαναστατική Αριστερά στις εκρηκτικές κοινωνικές αντιθέσεις της περιόδου και της τάσης συνολικής απαγκίστρωσης των εργατικών μαζών από το ιδεολογικό πλαίσιο και το πολιτικό σύστημα του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίθετα, εκτιμά ότι οι αντικειμενικές συνθήκες για μια νέα άνοδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς παραμένουν ίδιες, όπως ακριβώς και η πολιτική μέθοδος για αυτό, σημειώνοντας απλώς κάποιους «κινδύνους» που υπάρχουν. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται σχεδόν σαν φυσιολογικό ή και αυτονόητο, να αντιμετωπίζεται ως βασικά θετική η εμπειρία της Die Linke στην Γερμανία.



Η συνολική ιδέα που υπερασπίζει ο Καλλίνικος είναι κατά κάποιο τρόπο κλασσική: Η αντικαπιταλιστική Αριστερά χρειάζεται μια απάντηση σε δύο επίπεδα. Πρώτο, ένα μέτωπο (ειδικού τύπου ονομάζεται), που θα αποτελεί ένα «μίγμα επαναστατών και ρεφορμιστών στην βάση ενός μίνιμουμ προγράμματος» και δεύτερο, μια επαναστατική οργάνωση που θα μάχεται συγκροτημένα τις ρεφορμιστικές αυταπάτες εντός του μετώπου. Πρέπει να σημειώσουμε μια κατηγορηματική εκτίμηση που γίνεται στο εν λόγω άρθρο: «Η πολιτική εμπειρία του 20ου αιώνα δείχνει πολύ καθαρά ότι, στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα χωρίς να σπάσει βάση της σοσιαλδημοκρατίας στην οργανωμένη εργατική τάξη. Την εποχή της Ρωσικής Επανάστασης ήταν δυνατόν για πολλά ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα να αρχίσουν να κάνουν αυτό διασπώντας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και κερδίζοντας σημαντικούς αριθμούς πρώην ρεφορμιστών εργατών κατευθείαν στο επαναστατικό πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς». Τολμούμε να πούμε πως πρέπει να σκεφτούμε μάλλον αντίστροφα: Οι συνθήκες σήμερα είναι ολοφάνερα διαφορετικές, ιδιαίτερα αν μιλήσουμε για τις καπιταλιστικές χώρες που είναι οργανικά συνδεδεμένες με τους πυρήνες των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων του σύγχρονου καπιταλισμού. Η έννοια μιας νέας κομμουνιστικής συγκρότησης της κοινωνίας, αν και στο υλικό επίπεδο μπορεί να υποστηριχτεί καλύτερα η αναγκαιότητα και δυνατότητα της, στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης, μετά την κατάρρευση της Ανατολής, έχει υποστεί σημαντική φθορά και έχει στοιχεία αρνητικού πολιτικού κεκτημένου. Η επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο, με υψηλές απαιτήσεις και πολλές δυσκολίες. Τα ρεφορμιστικά σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα, καθώς και ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός, συμπυκνώνουν υλικά και ιδεολογικά, αρνητικές μεταμορφώσεις του ηττημένου εργατικού κινήματος της προηγούμενης περιόδου και της τάσης υποταγής μέσα στην ίδια την εργατική τάξη, με κυρίαρχο το ζήτημα της όξυνσης των εσωτερικών της διαφοροποιήσεων και της ηγεμόνευσης σημαντικών τμημάτων από την προοπτική της αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα στους δυναμικούς τομείς της λεγόμενης «νέας οικονομίας». Δεν μπορείς λοιπόν σήμερα να μιλάς για «προδοσίες». Η προσέγγιση του Άλεξ Καλλίνικος σίγουρα επικαθορίζεται από το στοιχείο της ιδιαίτερης παράδοσης της Βρετανίας, όπου το Εργατικό Κόμμα είχε επί μακρόν και έχει σε ένα βαθμό ακόμα οργανικούς (ακόμη και οργανωτικούς) με το εργατικό κίνημα. Φαίνεται ωστόσο να μην λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι αυτός ο μηχανιστικός διχασμός της «πλατιάς» και της «στενής» γραμμής, τελικά αποστερεί από το επαναστατικό ρεύμα την δυνατότητα του να γονιμοποιεί τις προσεγγίσεις του με την πείρα των εργατικών μαζών στον οικονομικό και πολιτικό αγώνα, καθώς η γραμμή απεύθυνσης τελικά στον κόσμο βασικά ηγεμονεύεται από το λεγόμενο μίνιμουμ πρόγραμμα της συμμαχίας με τον ρεφορμισμό.

Η προσέγγιση της LCR είναι σαφώς διαφορετική. Στο επίπεδο της πολιτικής γραμμής της επαναστατικής Αριστεράς το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα με σαφήνεια μιλάει για αντικαπιταλιστική –και όχι απλά για αντινεοφιλελεύθερη- κατεύθυνση, ενώ υπογραμμίζει τη διαχωριστική γραμμή με τον κυβερνητισμό, την συμμετοχή σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις και γενικά τον εγκλωβισμό στους αστικούς θεσμούς. Από την άποψη αυτή οι εμπειρίες του ΝΑΚ και της Die Linke κάθε άλλο παρά είναι παράλληλες, όπως υποστηρίζει ο Καλίνικος. Σημειώνει σχετικά ο Φρανσουά Σαμπατό: «Στην περίπτωση του Die Linke έχουμε να κάνουμε με ένα αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα: ένα κόμμα ενσωματωμένο στους θεσμούς του γερμανικού κράτους (…), που το κοινωνικό του σχέδιο συγχέεται με την ‘’επιστροφή στο κράτος πρόνοιας’’, ενώ το ΝΑΚ εμφανίζεται, σαν ένα αντικαπιταλιστικό κόμμα. Ένα κόμμα που το κέντρο βάρους του στρέφεται γύρω από τους αγώνες, τα κοινωνικά κινήματα και όχι τους θεσμούς, ένα κόμμα που το βασικό του στοιχείο είναι η απόρριψη κάθε κυβερνητικής συμμαχίας και συμμετοχής με την κεντροαριστερά ή το σοσιαλφιλελευθερισμό, ένα κόμμα που δεν αρκείται στον αντιφιλελευθερισμό, αλλά που όλη του η πολιτική προσανατολίζεται προς τη ρήξη με τον καπιταλισμό και την ανατροπή της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων».

Ποιο όμως είναι το υποκείμενο που προωθεί αυτή την πολιτική γραμμή και που μέσω αυτής συγκροτείται και αναπλάθεται και το ίδιο; Εδώ η απάντηση είναι πραγματικά πρωτότυπη, ξαφνιάζει πολλούς και σίγουρα προξενεί έντονη και δημιουργική συζήτηση.

Το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα προβάλλεται ως ένα κόμμα συνένωσης επαναστατών διαφορετικών παραδόσεων, αντικαπιταλιστικών ευαισθησιών και «ακρυστάλλωτου» αυθόρμητου εργατικού ρεφορμισμού, με στόχο την αντικαπιταλιστική πάλη και την ανατροπή του καπιταλισμού. Ένα κόμμα χωρίς στενή και μονοσήμαντη αναφορά στον τροτσκισμό. Πλατύ και πλουραλιστικό. Ένα κόμμα «με μη ολοκληρωμένες στρατηγικές οριοθετήσεις», που «δεν ανάγεται τελικά στην ενότητα των επαναστατών», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φρανσουά Σαμπατό.



Σε κάθε χώρα υπάρχει μια ιδιαίτερα πολιτική κουλτούρα, γλώσσα και νοηματοδότηση, που δυσκολεύουν συχνά την αλληλοκατανόηση και τον διάλογο. Με επίγνωση αυτού του κινδύνου, θα διακινδυνεύαμε να πούμε ότι το ΝΑΚ, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό «μίγμα» επαναστατών/ρεφορμιστών, με σαφή αντικαπιταλιστική αναφορά και ταυτόχρονα κάτι πολύ διαφορετικό (λιγότερο θα έλεγε κάποιος), από ένα «κλασσικού τύπου» επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Ο διχασμός της επαναστατικής πολιτικής στο σχηματικό δίπολο «πλατύ μέτωπο με ρεφορμιστές-επαναστατικό κόμμα ως φράξια του» του Άλεξ Καλλίνικος, απαντιέται με ένα πρωτότυπο κόμμα-μέτωπο, με κάποια ίσως απολυτοποίηση της ιδιαιτερότητας της μη ύπαρξης άλλων οργανωμένων συνιστωσών στο εγχείρημα και ιδιαίτερη αξιοποίηση της χαρισματικής προσωπικότητας του Μπεζανσενό. Η τοποθέτηση αυτή, σε μια πρώτη ανάγνωση, δικαιολογημένα δημιουργεί ερωτηματικά για τους κινδύνους υποβάθμισης τόσο της έννοιας του επαναστατικού κόμματος όσο και του αντικαπιταλιστικού μετώπου. ‘’Το ΝΑΚ –μας καθησυχάζει ο Σαμπατό σε ότι αφορά την πρώτη ένσταση-είναι ένα νέου τύπου κόμμα, που επιχειρεί να απαντήσει στις αναγκαιότητες μιας νέας ιστορικής περιόδου –που άνοιξε στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα-, καθώς και στις ανάγκες επαναθεμελίωσης ενός σοσιαλιστικού προγράμματος απέναντι στη συνδυασμένη ιστορική κρίση του καπιταλισμού και του πλανητικού περιβάλλοντος’’. Πρέπει να περιμένουμε ωστόσο για να δούμε πως θα τοποθετήσει συνολικά το ΝΑΚ, το ζήτημα της επαναστατικής στρατηγικής και αυτό καθ’ αυτό το θέμα του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Διαφορετικά, φαίνεται να υπάρχει μια υποβάθμιση της (πλούσιας) κομμουνιστικής αναφοράς και παράδοσης της LCR, στο επίπεδο μιας πλουραλιστικής πολιτιστικής και θεωρητικής ταυτότητας μαζί με άλλες ‘’σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές, ελευθεριακές και μαρξιστικές και επαναστατικές παραδόσεις’’. Το κόψιμο του γόρδιου δεσμού σε ότι φορά τον χαρακτήρα του κόμματος με αυτό τον τρόπο, δίνει το περιθώριο στον Φρανσουά Σαμπατό να τοποθετήσει σε αρκετά περιοριστική βάση το ζήτημα του μετώπου, σημειώνοντας: ‘’Το ενιαίο μέτωπο απαντά στα προβλήματα που βάζει η ενότητα στη δράση ή η ενοποίηση των εργαζομένων και του κοινωνικού κινήματος και των οργανώσεων τους’’.



To NAP, έχει προσπαθήσει να συμβάλλει σε μια ουσιαστική προσέγγιση του ζητήματος του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, που είναι άρρηκτο δεμένο με την επαναστατική πολιτική και τη αντίληψη για την σχέση τακτικής και στρατηγικής. Επιδιώκουμε μια διπλή αναβάθμιση του επαναστατικού υποκειμένου. Ακρογωνιαίος λίθος της δικιάς μας αντίληψης είναι ότι η επαναστατική οργάνωση και το αντικαπιταλιστικό μέτωπο-πόλος στα πλαίσια της αντικαπιταλιστικής δράσης της τάξης, στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση, παράγουν ταξική συνείδηση και διαμορφώνουν την υλική δύναμη της επαναστατικής πάλης.



Η επαναστατική κομουνιστική οργάνωση είναι ο κρίκος για την συγκρότηση του συνολικού πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου. Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας της προσδιορίζονται βασικά από το στρατηγικό στόχο, την κομμουνιστική απελευθέρωση. Το περιεχόμενο αυτό δεν είναι στατικό, αλλά σχετίζεται με τις ιστορικές δυνατότητες της απελευθέρωσης και του μετασχηματισμού της εργασίας σε κάθε περίοδο. Έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό της την προώθηση της ηγεμονίας των επαναστατικών ιδεών και πρακτικών στην πολιτική και μαζική αντικαπιταλιστική δράση της εργατικής τάξης, όχι όμως σαν αποκλειστική ιδιοκτησία ή αποκλειστικά δικού της έργου.



Το αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο ή πόλος, ορίζεται από την συσπείρωση και την πολιτική δράση και σε ενιαία πολιτική κατεύθυνση, αγωνιστών, συσπειρώσεων του μαζικού κινήματος, κινήσεων, ομάδων, επαναστατικών οργανώσεων, στην κατεύθυνση της πιο συμπυκνωμένης αντικαπιταλιστικής συνείδησης και δράσης, ως και την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.

Συγκροτείται στην βάση ενός μάχιμου προγράμματος διεκδίκησης των βασικών εργατικών δικαιωμάτων σε ρήξη με την καπιταλιστική λογική και με στόχο την ανατροπή των κυβερνητικών και κρατικών πολιτικών που την υλοποιούν σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Συνδέεται με αυτό τον τρόπο με την ευρύτερη δράση της εργατικής τάξης και της νεολαίας, συμβάλλοντας στην συγκρότηση ενός ταξικά αναγεννημένου εργατικού κινήματος με πολιτικά χαρακτηριστικά, διαδικασίες βάσης, δομές αυτό-οργάνωσης, οριζόντιο συντονισμό, αποφασιστικές μορφές πάλης, ανεπτυγμένα στοιχεία πολιτικής ανεξαρτησίας από την πολιτική και τα κόμματα του κεφαλαίου και τους εργοδοτικούς μηχανισμούς, έντονα αντι-θεσμικά χαρακτηριστικά. Μόνο ένα τέτοιο εργατικό κίνημα μπορεί να ανατρέπει πολιτικές, να επιβάλει καταχτήσεις, να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, να συγκροτεί μια συνολική εργατική αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση βάθους και προοπτικής.


Σε αυτό το πλαίσιο, αντιμέτωποι με αυτές τις προκλήσεις, αντιλαμβανόμαστε την συμβολή της επαναστατικής αριστεράς στη διαμόρφωση του επαναστατικού δρόμου και της κομμουνιστικής προοπτικής. (ΠΡΙΝ, 1/2/2009, Παναγιώτης Μαυροειδής)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις